Αυτή την εβδομάδα ο Στεφάν Μπριζέ στην τέταρτη συνεργασία του με τον Βενσάν Λιντόν μάς μεταφέρει το παρασκήνιο μιας απεργίας.

Η Νάταλι Πόρτμαν πιάνει το μικρόφωνο, ο Μελ Γκίμπσον και ο Βινς Βον περνούν στην άλλη πλευρά του νόμου και «Το ακίνητο ποτάμι» του Άγγελου Φραντζή ξεκινάει το ταξίδι του στις αίθουσες.

Σε πόλεμο (En Guerre / At War)
Σκηνοθεσία: Στεφάν Μπριζέ
Παίζουν: Βενσάν Λιντόν, Μελανί Ρόβερ, Ζακ Μπορντερί

Παρά τις μεγάλες οικονομικές θυσίες των υπαλλήλων και τα τεράστια κέρδη της εταιρίας Περέν, η διοίκηση αποφασίζει να κλείσει ένα από τα εργοστάσιά της. Οι 1100 εργαζόμενοι, με επικεφαλής τον εκπρόσωπο τους Λοράν Αμεντεό, αποφασίζουν να εναντιωθούν στη στυγνή αυτή απόφαση, έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να σώσουν τις δουλειές τους.

Ο Στεφάν Μπριζέ («Ο Νόμος της Αγοράς») συνεργάζεται για τέταρτη φορά με τον πρωταγωνιστή του, Βενσάν Λιντόν (Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας στο 68ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών), σε μία κοιωνικοπολιτική ταινία, που θυμίζει πολλές οικείες καταστάσεις.
Με ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση, ο Μπριζέ στρέφει την κάμερά του στους διαμαρτυρόμενους εργάτες, τις μικρές τους ιστορίες, τις συνελεύσεις, τις μεταξύ τους συγκρούσεις και τις αδιέξοδες συζητήσεις με τα αφεντικά, ενώ ταυτόχρονα σχολιάζει τον ρόλο των ΜΜΕ,, δημιουργώντας έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από τα πρόσωπα και κυρίως τον κεντρικό του ήρωα. Σαν να γυρίζει ένα ρεπορτάζ υψηλών καλλιτεχνικών αξιώσεων, ο Γάλλος δημιουργός βασίζεται σε δεκάδες αληθινές μαρτυρίες, τις οποίες οργανώνει γύρω από ένα μυθοπλαστικό γεγονός, το οποίο όμως θα μπορούσε να είχε συμβεί οπουδήποτε, και έτσι όχι μόνο καταγράφει αλλά κι εξηγεί τη βία, που προκύπτει όταν θίγεται το ζωτικό δικαίωμα της εργασίας.
Με μια κινηματογράφηση που θυμίζει σε σημεία τον Κεν Λόουτς, ο Μπριζέ αποτυπώνει μια σκληρή πραγματικότητα, εντελώς όμως διαφορετική από αυτή που θα παρακολουθούσε κανείς σε ένα δελτίο ειδήσεων, και ταυτόχρονα με σύντομα πλην όμως εύστοχα διαλείμματα εισχωρεί στην προσωπική ζωή του πρωταγωνιστή του, προκειμένου να υπενθυμίσει πως δεν είναι φερέφωνο κανενός κόμματος ή συνδικάτου ούτε κοινωνιολόγος ή αναλυτής, αλλά ένας καλλιτέχνης που ενδιαφέρεται για το ανθρώπινο δράμα πίσω από την πολιτική κατάσταση – εξ ου και η αναφορά στον Μπρεχτ στην αρχή της ταινίας.
Συχνά μάλιστα καταφεύγει σκοπίμως σε επαναλήψεις, και υψηλά ντεσιμπέλ, προκειμένου να υπογραμμίσει το αδιέξοδο της κατάστασης και να κλιμακώσει την πίεση που νιώθουν οι απεργοί. Με τον τρόπο που επιλέγει να κινηθεί έχει να λύσει ένα τεράστιο θέμα: πώς θα κλείσει την ιστορία του. Αν οι εργάτες νικήσουν, αναγκαστικά θα καταφύγει σε μια επιλογή εύκολου ηρωισμού, αν από την άλλη χάσουν θα δημιουργήσει αναπόφευκτα ένα κλίμα απαισιοδοξίας. Κι σε αυτό ακριβώς το σημείο επιβεβαιώνει ότι είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες Ευρωπαίους σκηνοθέτες, μιας και καταφέρνει να ξεπεράσει τους σκοπέλους, παραδίδοντας ένα απρόβλεπτο φινάλε, που δικαιολογεί απόλυτα όλες τις προηγούμενες επιλογές του.
Επιπλέον, για ακόμα μια φορά ο συγκλονιστικός Βενσάν Λιντόν καταθέτει μια ερμηνεία παθιασμένη, απόλυτα ρεαλιστική και ταυτόχρονα βαθιά στοχαστική, αποδεικνύοντας ότι είναι ένας από τους λίγους ηθοποιούς, που πραγματικά μπορεί να παίζει με πολιτική σκέψη.

O διερμηνέας (Tlmocnik/The interpreter)
Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σούλικ
Παίζουν: Γίρι Μένζελ, Πίτερ Σιμόνιτσεκ

Ο ογδοντάχρονος Άλι ανακαλύπτει πως ένας πρώην αξιωματικός των SS περιγράφει στα απομνημονεύματά του την εκτέλεση των γονιών του. Αποφασισμένος να εκδικηθεί, καταφτάνει στη Βιέννη, όπου θα γνωρίσει τον εβδομηντάχρονο Γκέοργκ, γιο του αξιωματικού. Η επίσκεψη θα γίνει αφορμή για ένα ταξίδι των δυο αντρών στη Σλοβακία και στα μυστικά του παρελθόντος.

Ο βραβευμένος Πίτερ Σιμόνισεκ του «Τόνι Έρντμαν» συναντά σε χρέη ηθοποιού αυτή τη φορά τον θρυλικό Τσέχο σκηνοθέτη Γίρι Μένζελ (Όσκαρ Ξενόγλωσσης ταινίας για το «Ο Άνθρωπος που Έβλεπε τα Τρένα να Περνούν»), σε ένα γλυκόπικρο road movie, που ήταν και η υποβολή της Σλοβακίας στα φετινά Όσκαρ.
Ένας ηλικιωμένος Εβραίος μεταφραστής, ο Άλι, ταξιδεύει στη Βιέννη για να βρει τον αξιωματικό των SS, που εκτέλεσε τους γονείς του και να εκδικηθεί τον θάνατό τους. Αντ΄ αυτού, όμως θα συναντήσει τον γιο του ναζί, Γκέοργκ, έναν επιπόλαιο Αυστριακό, που τον ενημερώνει ότι ο πατέρας του δεν ζει πια. Η γνωριμία των δυο ανδρών δεν ξεκινάει με τις καλύτερες προϋποθέσεις, έτσι ο Άλι ξαφνιάζεται όταν ο Γκέοργκ του προτείνει να τον ακολουθήσει και μάλιστα έναντι αμοιβής σε ένα οδοιπορικό στα μέρη όπου έδρασε ο πατέρας του.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είναι πηγή έμπνευσης πολλών ταινιών, όμως ο Σούλικ έχει την έξυπνη ιδέα να μελετήσει τον αντίκτυπο της Ιστορίας στη σημερινή εποχή. Έτσι με αφορμή μια ενδιαφέρουσα συνάντηση δυο εκ διαμέτρου αντίθετων προσωπικοτήτων, που δεν έζησαν οι ίδιοι τα γεγονότα αλλά οι γονείς τους, αναμειγνύει το ιστορικό δράμα με τη μαύρη κωμωδία , έχοντας μάλιστα στη διάθεσή του δυο εξαιρετικούς ηθοποιούς με καταπληκτική χημεία.
Το μειονέκτημα του είναι ότι το πρώτο μέρος της ταινίας αναλώνεται περισσότερο στις τρέλες του Γκέοργκ, που διψάει να ζήσει, σε αντίθεση με τον πάντα μελαγχολικό και σκεπτικό Άλι, που έχει μια εντελώς διαφορετική φιλοσοφία σχετικά με το τι έχει νόημα στη ζωή. Από τη μία αυτή η επιλογή του δίνει χώρο να αναπτύξει τους χαρακτήρες του και στο πώς η μεταξύ τους διάδραση αλλάζει την οπτική τους, όμως κάπου όλο αυτό το πάρτι παρατραβάει μέχρι να αποφασίσει να μπει στην καρδιά του θέματός του, που αφορά κυρίως στη λειτουργία της μνήμης, προσωπικής και ιστορικής.

Τα Δύο Πρόσωπα του Νόμου (Dragged Across Concrete)
Σκηνοθεσία: Σ. Κρεγκ Ζάλερ
Παίζουν: Μελ Γκίμπσον, Βινς Βον, Ντον Τζόνσον, Λόρι Χόλντεν, Τζένιφερ Κάρπεντερ, Τόρι Κιτλς

Ένας σκληρός, παλαιάς κοπής αστυνομικός και ο ευέξαπτος, νεότερος συνεργάτης του τίθενται σε διαθεσιμότητα, όταν ένα βίντεο που δείχνει τις σκληρές μεθόδους καταστολής που ακολουθούν, διαρρέει στο διαδίκτυο. Με λίγα χρήματα και χωρίς καμία επιλογή, οι απογοητευμένοι αστυνομικοί βουτάνε στον εγκληματικό υπόκοσμο όπου και θα βρουν πολλά περισσότερα από όσα είχαν όσο ζούσαν στη σκιά.

Ο Σ. Κρεγκ Ζάλερ μετά το εντυπωσιακό σκηνοθετικό του ντεμπούτο «Τσεκούρι από Κόκκαλο» και το «Καβγάς στο Μπλοκ 99» (2017) επιστρέφει με μια καταιγιστική περιπέτεια, που έκλεψε τις εντυπώσεις στο φετινό φεστιβάλ της Βενετίας.
Δύο αστυνομικοί βρίσκονται εκτός του σώματος εξαιτίας της συμπεριφοράς τους, όταν κυκλοφορεί στο διαδίκτυο ένα βίντεο που τους δείχνει να βιαιοπραγούν. Απελπισμένοι και χωρίς άλλους οικονομικούς πόρους στρέφονται στον υπόκοσμο, για να αποδώσουν τη δικαιοσύνη με τον δικό τους τρόπο.
Ο Ζάλερ με μια στρωτή αφήγηση, που χτίζει σταδιακά το σασπένς, και εξαιρετικά καλογραμμένους διαλόγους στήνει ένα καθαρόαιμο αστυνομικό θρίλερ, καταγράφοντας ουσιαστικά μια πορεία κάθαρσης. Με ωμό ρεαλισμό και τρεις παράλληλες ιστορίες- ενός έγχρωμου που αποφυλακίζεται, ενός εν ψυχρώ δολοφόνου που εφορμά σε καταστήματα και μιας γυναίκας που θέλει να ασχοληθεί με το παιδί της και να σταματήσει τη δουλειά πράγμα που δεν δέχεται ο άντρας της- τις οποίες δένει αριστοτεχνικά, μεταφέρει την αρρωστημένη βία της εποχής μας και συνδυάζοντας το κωμικό και το δραματικό στοιχείο δημιουργεί ένα κλίμα φόβου, που εντείνεται λεπτό το λεπτό.
Το γεγονός πως επιλέγει ως κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας του δυο καθημερινούς ανθρώπους από τη μια, πλην όμως βίαιους αστυνομικούς, καθώς και η προσπάθειά να τους κάνει συμπαθείς παρουσιάζοντας το οικογενειακό τους δράμα δημιουργούν ερωτηματικά , όμως ο Ζάλερ ξέρει να φτιάχνει εξαιρετικά σύνθετους χαρακτήρες, που δεν μπορούν εύκολα να αξιολογηθούν ηθικά, πράγμα που δημιουργεί έναν ανοιχτό διάλογο με τον θεατή του.

Ακίνητο Ποτάμι (Still river)
Σκηνοθεσία: Άγγελος Φραντζής
Παίζουν: Κάτια Γκουλιώνη, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Indra Burkovska, Juris Bartkevičs, Ivars Puga, Guna Zariņa, Katrīne Pasternaka


Η Άννα και ο Πέτρος, ένα ζευγάρι από την Ελλάδα που πρόσφατα μετακόμισε σε μία βιομηχανική πόλη της Σιβηρίας λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, ανακαλύπτει με έκπληξη ότι εκείνη είναι έγκυος, χωρίς να έχουν ολοκληρωμένες σχέσεις το τελευταίο διάστημα. Τον απάτησε; Μήπως έχουν πέσει θύματα συνομωσίας; Ή μήπως ευλογήθηκαν με ένα θαύμα; Αναζητώντας μια λογική εξήγηση, ο Πέτρος αμφισβητεί την Άννα, η οποία στρέφεται προς τη θρησκεία. Ο μέχρι πρότινος ακλόνητος δεσμός τους βρίσκεται σε κρίση, καθώς η σχέση τους μετατρέπεται σε πεδίο μάχης ανάμεσα στο ορθολογικό και το πνευματικό.
Τρία χρόνια μετά το «Σύμπτωμα», ο βραβευμένος σκηνοθέτης Άγγελος Φραντζής επιστρέφει με ένα ατμοσφαιρικό δράμα μυστηρίου , γυρισμένο εξ ολοκλήρου στη Ρωσία και τη Λετονία.
Ένα ζευγάρι Ελλήνων, ο Πέτρος και η Άννα , μετακομίζουν στην Σιβηρία , επειδή εκείνος έχει αναλάβει ένα σημαντικό έργο στην περιοχή, που αφορά στη εκτροπή ενός μολυσμένου ποταμού. Το πρόβλημα είναι πως το έργο πρέπει να περάσει μέσα από μια εκκλησία που έχει αγιασμένες πηγές κατά τους πιστούς, γεγονός που πυροδοτεί αντιδράσεις. Κι ενώ ο Πέτρος παλεύει με τον θρησκευτικό φανατισμό, η Άννα μένει έγκυος, χωρίς να έχουν ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις. Εκείνος αμφιβάλλει για την πίστη της, εκείνη αναζητάει καταφύγιο στη θρησκεία και πιστεύει πως έχει ευλογηθεί με ένα θαύμα.
Ο υλικός κόσμος συγκρούεται με τον πνευματικό και η επιστημονική σκέψη με τη μεταφυσική διάσταση, σε ένα ατμοσφαιρικό και καλογυρισμένο θρίλερ που αξιοποιεί το χιονισμένο τοπίο της Σιβηρίας- πολύ καλή η δουλειά του Simon Beaufils στη φωτογραφία- για να αποτυπώσει την εσωτερική μοναξιά του ανθρώπου, που αναζητάει ένα πιστεύω για να μπορέσει να επιβιώσει.
Ο Φραντζής φροντίζει με λεπτομέρεια κάθε πλάνο, δημιουργώντας μια ενδιαφέρουσα αισθητική, πράγμα όμως που δεν κάνει στο σενάρι , το οποίο συνυπογράφει με τον Σπύρο Κρίμπαλη. Έτσι η ιστορία του «Ακίνητου ποταμιού», αν και στηρίζεται σε μια δυνατή ιδέα και κάνει μια πολλά υποσχόμενη έναρξη, γρήγορα εξαντλείται, με αποτέλεσμα να χάνεται ο κεντρικός άξονας. Πολλές θεματικές – οικολογία, πολιτική, οικονομία, καπιταλισμός, υπαρξιακά ερωτήματα και ζητήματα πίστης- μπερδεύονται χωρίς σαφή προσανατολισμό, σεναριακά άλματα που αντί να ξεδιαλύνουν περιπλέκουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση, ανατροπές χωρίς εμφανή λόγο και τελικά αδυναμία να βρεθεί μια ξεκάθαρη γραμμή, αποπροσανατολίζουν ως φαίνεται τον Φραντζή, που όμως μέχρι τέλους παραμένει κινηματογραφικά τολμηρός.

Βερολίνο, σ’ αγαπώ (Berlin, I Love You)
Σκηνοθεσία: Ντιάνα Άγκρον, Πίτερ Τσέλσομ, Φερνάντο Αϊμπκε, Τζάστιν Φράνκλιν, Ντένις Γκάνσελ, Ντάνι Λέβι, Ντανιέλ Λβόβσκι, Γιόσεφ Ρούσνακ, Τιλ Σβάιγκερ, Μάσι Τάντζεντιν, Γκαμπριέλα Τσέρνιακ
Παίζουν: Κίρα Νάϊτλι,’Ελεν Μίρεν, Λουκ Γουίλσον, Τζιμ Στάρτζες, Μίκι Ρουρκ, Τζίνα Ντίουαν, Χέιντεν Πανετιέρ,Ντιεκ Γολούνα,Ντιάνα Αγκρόν

Δέκα διαφορετικές σύντομες ιστορίες ανθρώπων με φόντο το Βερολίνο μέσα από τη ματιά έντεκα διαφορετικών σκηνοθετών.
Το επιτυχημένο franchise «Cities of Love» του Εμάνουελ Μπενμπιγί μετά το «Paris, je t’aime» του 2006, το «New York, I Love You» του 2008 και το «Rio, Eu Te Amo» του 2014, ταξιδεύει στο κοσμοπολίτικο Βερολίνο εικοσιπέντε χρόνια μετά από την πτώση του Τείχους.

Αυτή τη φορά όμως δυστυχώς η πόλη δεν αναδεικνύεται μέσα από τις εικόνες- η επιλογή των τοποθεσιών είναι πραγματικά απογοητευτική- ενώ οι αναφορές στα «Φτερά του Έρωτα » του Βιμ Βέντερς, μοιάζουν περισσότερο με σχολική εργασία. Έτσι η αρτιστίκ ατμόσφαιρα του Βερολίνου καταναλώνεται σε αδιάφορα ρομάντζα, ενώ η πολυπολιτισμικότητά του που αποτελεί και το βασικό χαρακτηριστικό του εξαντλείται σε άνευρα σκετσάκια και στη χρήση των αγγλικών σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, σε σημείο που αναρωτιέται κανείς αν τελικά τα γερμανικά έχουν καταργηθεί στην πόλη.
Το περίεργο είναι πως ο σημαντικός θεατρικός συγγραφέας Νιλ Λαμπιούτ, βάζει την υπογραφή του στο σενάριο ενός εξ αυτών – όπου ένας πατέρας βρίσκει τυχαία σε ένα μπαρ την χαμένη του κόρη- χωρίς να καταφέρνει να αναπτύξει έστω και στο ελάχιστο μια σχέση αγάπης που θα δικαιολογούσε τον τίτλο του όλου εγχειρήματος. Η πιο ενδιαφέρουσα ιστορία είναι αυτή της Μάσι Τάντζεντιν, όπου μια μητέρα επισκέπτεται την κόρη της για να τη συμμορφώσει, επειδή κατά τη γνώμη της χάνει τον καιρό της ασχολούμενη με το προσφυγικό ζήτημα και τη δυστυχία του κόσμου, για να κατανοήσει τελικά τη σημασία της προσφοράς και της αλληλεγγύης. Αν και απλοϊκή ως προς την αντιμετώπισή της και γεμάτη κλισέ, η συγκεκριμένη ιστορία είναι ίσως η μοναδική που μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα, έχει αρχή , μέση και τέλος, ενώ υποστηρίζεται από τις ερμηνείες της Έλεν Μίρεν και της Κίρα Νάιτλι, που σώζουν κάπως τα προσχήματα.

Vox Lux
Σκηνοθεσία: Μπρέιντι Κορμπέτ
Παίζουν: Νάταλι Πόρτμαν, Τζουντ Λο, Ράφεϊ Κάσιντι, Στέισι Μάρτιν

Το 1999, η έφηβη Σελέστ επιβιώνει μετά από μια βίαιη τραγωδία. Όταν θα εντυπωσιάσει τραγουδώντας σε μια επιμνημόσυνη δέηση, θα αρχίσει να μεταμορφώνεται σε μια ανερχόμενη ποπ σταρ με τη βοήθεια της αδερφής της και ενός μάνατζερ. Η απότομη πορεία της προς τη δόξα και η παράλληλη απώλεια της αθωότητας της θα συνδεθεί με μια καταστροφική τρομοκρατική επίθεση.
Το 2017 η ενήλικη πια Σελέστ ετοιμάζει τη μεγάλη καλλιτεχνική επιστροφή της , μετά από ένα σκάνδαλο που είχε εκτροχιάσει την καριέρα της. Προετοιμάζοντας μια περιοδεία για να προωθήσει το έκτο άλμπουμ της, μια συλλογή τραγουδιών με τίτλο «Vox Lux», η αθυρόστομη σταρ πρέπει να δώσει τις προσωπικές και οικογενειακές της μάχες για να τα βγάλει πέρα με τη μητρότητα, την τρέλα και τη δόξα στην Εποχή του Τρόμου.

Γνωστός περισσότερο ως ηθοποιός μέσα από ανεξάρτητες αμερικανικές ταινίες αλλά και από τη συμμετοχή του σε ταινίες Ευρωπαίων σκηνοθετών όπως ο Μίκαελ Χάνεκε ή ο Λαρς φον Τρίερ. ο Μπρέιντι Κορμπέτ , που πραγματοποίησε το 2015 το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το «Η Γέννηση Ενός Ηγέτη», επιστρέφει πίσω από την κάμερα για να αφηγηθεί την ιδιαίτερη ιστορία μιας ποπ σταρ.
Η Σελέστ ως έφηβη έζησε μια τραυματική εμπειρία όταν ένας από τους συμμαθητές της μπήκε στην τάξη τους και άρχισε να πυροβολεί. Μαζί με την αδερφή της, έγραψαν ένα τραγούδι στη μνήμη των θυμάτων , που συγκίνησε την κοινή γνώμη.
Κάνοντας ένα άλμα στον χρόνο, που υποστηρίζεται από την αφήγηση του Γουίλεμ Νταφόε, ο οποίος με την βαθιά φωνή του συνδέει τα όσα συμβαίνουν στην ζωή της κεντρικής ηρωίδας με την εποχή, παρακολουθούμε πλέον μια μεταμορφωμένη σε ποπ είδωλο Σελέστ γεμάτη νευρώσεις, μητέρα μιας κόρης με την οποία δεν μπορεί να επικοινωνήσει, και έχοντας πλέον τεταμένες σχέσεις με την αδερφή της.
Ο Κορμπέτ αφενός ασχολείται με το θέμα της οπλοκατοχής και της βίας που επιφέρει, αφετέρου επιχειρεί να σχολιάσει τον αδηφάγο ρόλο των ΜΜΕ και του star system, που μετατρέπει τον πόνο σε πηγή κέρδους, όμως τελικά χάνεται μέσα σε πολλές σκέψεις και ιδέες, φλυαρώντας αμετροεπώς. Η αντιπαθητική περσόνα της Σελέστ δεν συνάδει με το γλυκό κορίτσι του πρώτου μέρους και το ψυχικό τραύμα της ή η ενασχόληση με την show biz δεν αρκεί για να μας πείσει για μια τόσο ριζική μεταμόρφωση. Έτσι ενώ η νεαρή Ράφεϊ Κάσιντι που γνωρίσαμε από τον « Θάνατο του Ιερού ελαφιού » του Γιώργου Λάνθιμου ξεκινάει την ταινία, δημιουργώντας μια ενδιαφέρουσα ηρωίδα, η Νάταλι Πόρτμαν κυρίως λόγω του σεναρίου αδυνατεί να υποστηρίξει αυτή την αλλαγή, οπότε όσο περνάει η ώρα το δράμα της Σελέστ παύει να μας αφορά κι έτσι οι προβληματισμοί που έχει εισαγάγει ο Κορμπέτ μένουν ανεκμετάλλευτοι. Η τελευταία σεκάνς στη συναυλία κρατάει πάρα πολύ – ειδικά αν δεν σας αρέσει η ποπ μουσική και η Sia που έχει γράψει όλα τα τραγούδια – νώ η Πόρτμαν σε έναν ρόλο αταίριαστο στην εύθραυστη ιδιοσυγκρασία της, προσπαθεί αμήχανα να μιμηθεί την Lady Gaga με μια πιο πανκ διάθεση.

Free solo (Ντοκιμαντέρ)
Σκηνοθεσία: Ελίζαμπεθ Τσάι Βασαρχέλι και Τζίμι Τσιν

Η εξωπραγματική προσπάθεια του αναρριχητή Άλεξ Χόνολντ στο βράχο Eλ Καπιταν στο Γιοσέμιτι των ΗΠΑ
Tο βραβευμένο με Όσκαρ και BAFTA ντοκιμαντέρ των Ελίζαμπεθ Τσάι Βασαρχέλι και Τζίμι Τσιν καταγράφει τη συναρπαστική προσπάθεια του αναρριχητή Άλεξ Χόνολντ να επιχειρήσει το δικό του « Free solo» σε έναν από τους μεγαλύτερους κάθετους βράχους του κόσμου, το Ελ Καπιτάν, ύψους 915 μέτρων στο Εθνικό Πάρκο Yosemite στην Καλιφόρνια.
«Free Solo» στην ορολογία των αναρριχητών ονομάζονται οι επικίνδυνες μοναχικές αναβάσεις χωρίς σχοινί, ή άλλο εξοπλισμό ασφαλείας σε κατακόρυφους βραχώδεις μονόλιθους. Ένα εξαιρετικά επικίνδυνο σπορ που το παραμικρό λάθος μπορεί να κοστίσει τη ζωή του αθλητή επιλέγουν το ζευγάρι των Ελίζαμπεθ Τσάι Βασαρχέλι και Τζίμι Τσιν- ο ίδιος είναι ορειβάτης και σκηνοθέτης ορειβατικών ντοκιμαντέρ – για να διερευνήσουν τι είναι τελικά αυτό που κάνει να τον άνθρωπο να τολμάει και να ρισκάρει σε τέτοιο βαθμό. Έτσι ακολουθούν την προετοιμασία του Άλεξ Χόνολντ, που αποφασίζει και τα καταφέρνει να ανέβει στο Ελ Καπιτάν, τις εξομολογήσεις, την προπόνησή του, αλλά και τις σχέσεις με τους δικούς του ανθρώπους, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσουν τι είναι αυτό που τον οδήγησε στην απόφασή του και τι κυρίως τον κινητοποιεί να αψηφάει τον φόβο και τον κίνδυνο. Δεν παραλείπουν επίσης να αναφερθούν σε περιπτώσεις άλλων αναρριχητών που πλήρωσαν ακριβά την τόλμη τους, δημιουργώντας ένα κλίμα αυξανόμενης αγωνίας, την οποία, όπως αποκαλύπτουν πολλά πλάνα τους, μοιράζονται και οι ίδιοι με τον πρωταγωνιστή τους.
Άλλωστε την περίοδο του γυρίσματος και κυρίως την ώρα της ανάβασης τόσο ο ίδιος ο Άλεξ όσο και το συνεργείο δεν γνωρίζουν το αποτέλεσμα, πράγμα που αποτυπώνεται σε πλάνα που κυριολεκτικά κόβουν την ανάσα , ακόμα κι αν εμείς σήμερα γνωρίζουμε τι τελικά συνέβη, μεταφέροντάς μας έτσι τον αγώνα ενός ανθρώπου με τα όριά του.


Επίθεση στη Βομβάη (Hotel Mumbai)
Σκηνοθεσία: Άντονι Μάρας
Παίζουν: Άρμι Χάμερ, Ντεβ Πάτελ, Τζέισον Άιζακς, Ναζανίν Μπονιάντι

Η τρομοκρατική επίθεση στο πολυτελές ξενοδοχείο «Taj Mahal Palace», το 2008 μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη.
Ο ελληνικής καταγωγής Άντονι Μάρας βασίζεται σε αληθινά γεγονότα κ αι υπογράφει ένα αγωνιώδες θρίλερ μ με τους Άρμι Χάμερ και Ντεβ Πατέλ.
Τον Νοέμβριο του 2008 ένα κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων σε ολόκληρη την Βομβάη δημιούργησε στην πόλη στο χάος. Μία ομάδα Τζιχαντιστών κρυμμένη ανάμεσα σε απεγνωσμένους επιζώντες που έψαχναν για καταφύγιο εισέβαλε στο ξενοδοχείο TAJ. Εκεί και χωρίς διακρίσεις επιδόθηκαν σε μια σειρά από ανείπωτες πράξεις απανθρωπιάς και βίας.

Εμείς (Us)
Σενάριο- Σκηνοθεσία:Τζόρνταν Πιλ
Παίζουν: Λουπίτα Νιόνγκο, Γουίνστον Ντιουκ, Ελίζαμπεθ Μος,
Τιμ Χάιντεκερ, Γιάγια Αμπντούλ-Ματίν II, Άννα Ντιόπ, Έβαν Άλεξ, Σαχάντι Ράιτ Τζόζεφ, Μάντισον Κάρι, Κάλι Σέλντον, Νοέλ Σέλντον

Η επιστροφή του Τζόρνταν Πιλ μετά το «Τρέξε», με μια ταινία τρόμου που θα σας κάνει να αναπηδήσετε από το κάθισμά σας.
Αφού προκάλεσε τη σύγχρονη κουλτούρα με το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, «Τρέξε!,» θέτοντας νέα πρότυπα για τον προκλητικό, κοινωνικά συνειδητοποιημένο χώρο των ταινιών τρόμου, ο βραβευμένος με Όσκαρ Τζόρνταν Πιλ επιστρέφει με έναν πρωτότυπο εφιάλτη, σε σενάριο, σκηνοθεσία και παραγωγή δική του.
Μια γυναίκα επιστρέφει στο παραλιακό παιδικό της σπίτι μαζί με τον σύζυγό της και τα δύο τους παιδιά, για ένα ειδυλλιακό καλοκαίρι. Κυνηγημένη από ένα ανεξήγητο τραύμα από το παρελθόν της και βιώνοντας μια σειρά από μυστηριώδεις συμπτώσεις, η Αδελαΐδα νιώθει την παράνοιά της να φτάνει σε ανησυχητικά επίπεδο, καθώς όλο και περισσότερο αισθάνεται και πιστεύει ότι κάτι κακό θα συμβεί στην οικογένειά της.
Αφού έχουν περάσει μια τεταμένη ημέρα στην παραλία με τους φίλους τους, τους Τάιλερς, η Αδελαΐδα και οι δικοί της επιστρέφουν στο σπίτι τους. Τέσσερις φιγούρες όμως στέκονται στο κατώφλι τους και κρατιόνται χέρι χέρι εμποδίζοντάς τους. Το πιο τρομακτικό όμως είναι ότι οι άγνωστοι αποτελούν ακριβή αντίγραφά τους.
Ο Τζόρνταν Πιλ φέρνει μια συμπαθητική αμερικανική οικογένεια ενάντια στον πιο τρομακτικό αντίπαλο: τον εαυτό της και υπογράφει την πιο ανατρεπτική ταινία τρόμου που έχετε δει ποτέ. Χωρίς να σχολιάζει αυτή τη φορά τη φυλετική ανισότητα και τον ρατσισμό, όπως στο «Τρέξε!», επικεντρώνεται στις αντιφάσεις που κρύβει ο καθένας μέσα του και τη διττή φύση των επιλογών μας.


Πηγή