Αν είχε γεννηθεί σε μια άλλη εποχή, όλος ο κόσμος θα βρισκόταν στα πόδια του. Θα είχε φτιάξει μια τέτοια περιουσία που δεν θα είχε την παραμικρή ανάγκη. Αν είχε γεννηθεί, βέβαια, σε μια άλλη εποχή, ίσως να μην ήταν αυτός που ήταν.

Ο πατριάρχης του ρεμπέτικου, ωστόσο, γεννήθηκε σε μια εποχή που η φτώχεια και η ανέχεια γονάτιζαν ακόμα και εκείνους που με την τέχνη τους δώριζαν απλόχερα ανάσες ελευθερίας στον κόσμο.

Με τις δημιουργίες του συντρόφευσε τα όνειρα, τους έρωτες, τα γλέντια, τον πόνο χιλιάδων ανθρώπων. Όταν όμως η μοίρα τον χτύπησε σκληρά, εκείνος δεν είχε σε ποιον να στηριχθεί. Δεν τον βοήθησε κανείς από αυτούς που θα έπρεπε και έτσι αναγκάστηκε να ταπεινωθεί και να βγει στη ζητιανιά.

Η ζωή του αξεπέραστου Μάρκου Βαμβακάρη ήταν μια πορεία από τα χαμηλά στα ψηλά και από εκεί στα… ταρταρα και στο τέλος στην καθολική αναγνώριση!

Από την αρχή μέσα στη μουσική και τα βάσανα

Ο Μάρκος Βαμβακάρης είδε το πρώτο φως της ημέρας στις 10 Μάη του 1905 στη Σύρο. Ήταν το πρώτο από τα 6 παιδιά μιας καθολικής οικογένειας που αν και ζει σε μια περιοχή του νησιού που γενικά κατοικούσαν εύποροι άνθρωποι, αυτοί περνούν δύσκολα και βγάζουν τα προς το ζην κυρίως από αγροτικές δουλειές αλλά και κάποια «εξτραδάκια» που κάνει ο πατέρας του Μάρκου, Δομένικος, παίζοντας στα πανηγύρια του νησιού ζαμπούνα.

Ο Μάρκος αν και μικρός συνοδεύει τον πατέρα του σε αυτά τα πανηγύρια παίζοντας τουμπί, ένα είδος νησιώτικου τυμπάνου. Τα τραγούδια που έπαιζαν τα έγραφε ο παππούς της οικογένειας.

Λίγο καιρό αφού είχε ξεκινήσει το δημοτικό σχολείο, ο Μάρκος, αναγκάζεται να το εγκαταλείψει και αυτό γιατί ο πατέρας του φεύγει στο στρατό τα χρόνια του εθνικού διχασμού και ως ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας πρέπει ν’ αναλάβει τις υποχρεώσεις που τρέχουν.

Αρχικά πιάνει δουλειά μαζί με τη μητέρα του σε ένα κλωστήριο. Γρήγορα, όμως, εγκαταλείπει αυτόν τον τρόπο ζωής και το νησί του και σε ηλικία 12 ετών φεύγει για τον Πειραιά. Πιάνει ένα σπίτι στα Ταμπούρια κι αρχίσει να κάνει ότι δουλειά μπορεί να φανταστεί κανείς. Χασάπης, εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης, λούστρος, λιμενεργάτης και εκδορέας στα σφαγεία, ήταν μερικές μόνο από τις δουλειές που έκανε.

Ότι δουλειά και να έκανε, ωστόσο, τα βράδια ο μικρός Μάρκος πήγαινε στους τεκέδες του Πειραιά γιατί είχε ερωτευτεί.

Όχι κάποια γυναίκα αλλά το μπουζούκι. Από την πρώτη στιγμή λάτρεψε τον ήχο του και άρχισε να παίζει και αυτός. Μέσα σε λίγο καιρό όχι απλά είχε μάθει να παίζει αλλά θεωρούταν και ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους νεαρούς.

Η πορεία προς την κορυφή και η «τετράς η ξακουστή του Πειραιώς»

Ο Μάρκος αρχίζει να φτιάχνει σιγά- σιγά όνομα στα στέκια του Πειραιά, ωστόσο, το 1925 ο στρατός τον κόβει πάνω στην πιο δημιουργική του φάση. Φαίνεται, ωστόσο, πως οι μήνες στο χακί λειτούργησαν ευεργετικά για την έμπνευση του και έτσι μόλις επέστρεψε πέφτει με… τα μούτρα στη δημιουργία τραγουδιών.

Είναι ενδεικτικό πως μέχρι το 1933 είχε γράψει πάνω από 50 τραγούδια! Στη συνέχεια με την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, o Μάρκος Βαμβακάρης γραμμοφώνησε στην Odeon τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα, που από τη μία μεριά είχε το «Καραντουζένι» (Έπρεπε να ‘ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας) και από την άλλη μεριά το «Αράπ» (ένα σόλο ζεϊμπέκικο).

Την επόμενη χρονιά μαζί με τους Μπάτη, Παγιουμτζή και Δελιά δημιουργούν ένα μουσικό σύνολο που ονομάστηκε «η τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» και σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους.

Ο Μάρκος κεφαλοποιεί την επιτυχία του και ανοίγει ένα δικό του μαγαζί, στα Άσπρα Χώματα. Η αστυνομία, ωστόσο, δεν του δίνει άδεια και έτσι εκείνος μετά από 20 χρόνια κάνει το ταξίδι της επιστροφής στη Σύρο. Μετά από ένα δίμηνο και αρκετές εμφανίσεις εκεί, επιστρέφει στον Πειραιά όπου γράφει το ρεμπέτικο έπος «Φραγκοσυριανή»!

Τα δύσκολα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το χτύπημα της μοίρας

Τα χρόνια που ακολουθούν είναι εξαιρετικά δύσκολα. Αρχικά είναι το ξέσπασμα του μεγαλύτερου πολέμου που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα και η κατοχή. Ο Βαμβακάρης προσπαθεί να κάνει ότι καλύτερο μπορεί αλλά οι συνθήκες είναι εξαιρετικά άσχημες.

Χάνει μέσα σε περίπου ένα χρόνο και τη μητέρα και τον αδερφό του. Μετά την απελευθέρωση ο Βαμβακάρης θα περάσει για λίγο καιρό μια δεύτερη ακμή της καριέρας του. Βγάζει τον ένα δίσκο μετά τον άλλο και συνεργάζεται με τον Παπαϊωάννου. Τότε όμως, έρχεται η καταστροφή.

Ο πατριάρχης του ρεμπέτικου θα αρρωστήσει και θα διαγνωσθεί με παραμορφωτική αρθρίτιδα. Σταδιακά χάνει την δεξιοτεχνία του και σταματάει τις εμφανίσεις.

Σιγά σιγά όλοι άρχισαν να γυρνάνε την πλάτη στον Μάρκο. Από φίλους και συναδέλφους μέχρι και τις δισκογραφικές εταιρείες. Ο Βαμβακάρης βρέθηκε στο περιθώριο. Αποφασίζει πως για να καταφέρει να επιβιώσει αλλά και να μπορεί να συντηρεί την οικογένεια του (είχε παντρευτεί το 1942 τη Βαγγελιώ και είχαν τρεις γιους) θα πρέπει να καταφύγει στην επαρχία όπου οι άνθρωποι «διψούν» για ν’ ακούσουν μεγάλα ονόματα.

Εκεί όμως δεν πληρώνεται με χρήματα αλλά… σε είδος. Αυγά, όσπρια, ζυμαρικά και λαχανικά είναι η πληρωμή που λαμβάνει. Όσο περνούσε ο καιρός, ωστόσο, η κατάσταση γινόταν και χειρότερη και έτσι ο Μάρκος παίρνει το γιο του Στέλιο και πάνε οι δυο τους στη Σύρο για εμφανίσεις στην ταβέρνα του Λιλή.

Η νοσταλγία για τον Πειραιά (για τον οποίο, όμως, ουδέποτε έγραψε κάποιο τραγούδι) και τους δικούς του ανθρώπους τον αναγκάζει να επιστρέψει πίσω σε μια περίοδο (1955) που η φτώχεια έχει ρίξει βαριά τη σκιά της.

Ο Μάρκος δεν έχει άλλη επιλογή από το να βγει στη ζητιανιά. Στη «σφουγγάρα», όπως έλεγαν οι μουσικοί το πιατάκι που έβγαζε κάποιος καλλιτέχνης στις ταβέρνες. Ο Βαμβακάρης δεν άντεξε αυτή την ταπείνωση. Είχε πάντα μαζί του τον γιό του, τον Στέλιο, και τον έβαζε να κρατάει αυτός το πιατάκι για να ρίχνουν φιλοδωρήματα οι θαμώνες των μαγαζιών. Ο ίδιος δεν άντεχε αυτόν τον εξευτελισμό και αυτό είχε επιπτώσεις στην υγεία του.

Η τελευταία άνοδος πριν τον θάνατο

Η μοίρα που τόσο βαριά χτύπησε τον πατριάρχη του ρεμπέτικου, του επιφύλαξε μια ακόμα άνοδο στην κορυφή. Τη δεκαετία του 1960, με πρωτοβουλία του -επίσης τεράστιου- Βασίλη Τσιτσάνη, η Columbia κυκλοφορεί παλιά και καινούργια τραγούδια του Μάρκου με τις φωνές ων Μπιθικώτση, Γκρέι, Διονυσίου κλπ.

Η επιτυχία είναι τόσο μεγάλη που ο Βαμβακάρης έφτασε να κάνει ζωντανές εμφανίσεις ακόμα και σε μπουατ της Πλάκας. Ακολουθούν πολλές εμφανίσεις στην Αθήνα και στην επαρχία αλλά σταδιακά η κλονισμένη υγεία του, αρχίζει και του κόβει τα «φτερά».

Σταδιακά ο Βαμβακάρης αρχίζει να περιορίζει τις εμφανίσεις του, μέχρι που τις σταματάει εντελώς στις αρχές της δεκαετίας του 1970.

«Στο κέντρο του κυρ-Αποστόλη, στο Αιγάλεω, για λίγο σώπασαν όλοι. Ύστερα, το γκαρσόνι, ο Λευτέρης ο Μυτιληνιός, ξεκρέμασε από τον τοίχο μια παλιά φωτογραφία του Μάρκου, με χρυσή, μπιχλιμπιδωτή κορνίζα. Την ακούμπησε, με σέβας, πάνω σε μια ψάθινη καρέκλα, μπροστά από την ορχήστρα κι όλοι την κοίταζαν. “Ε, ρε Μάρκο, φιλαράκο” , είπε αυτός με το μπουζούκι. Και αμέσως όλοι έπιασαν τα όργανα κι άρχισαν να παίζουν τη “Φραγκοσυριανή” δυνατά, κλαμένα, παράφωνα, όμορφα – σα νάτανε το τελευταίο τραγούδι που παίζανε στη ζωή τους. Σα νάτανε, δηλαδή, η συντέλεια του κόσμου και τίποτε άλλο. Ήταν το πρώτο μνημόσυνο του Μάρκου…».

Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος τα έγραψε στα «Νεα» την επόμενη της κηδείας του Βαμβακάρη. Ο πατριάρχης του ρεμπέτικου «έσβησε» μέσα στο σπίτι του στη Νίκαια στις 8 Φεβρουαρίου του 1972, εξαιτίας νεφρικής ανεπάρκειας.



Πηγή