Ακίνητα: Ξεμπλοκάρουν με τροπολογία οι μεταβιβάσεις – Τι προβλέπει

Αίρεται η επιβολή προστίμου 100 ευρώ ανά συμβολαιογραφική πράξη σε περίπτωση που από τη χρήση ανακριβούς πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ δεν προκύπτει απώλεια φόρου, όπως προβλέπεται στην τροπολογία του υπουργείου Οικονομικών που κατατέθηκε στη Βουλή.

Πρόκειται για την τροπολογία που κατατέθηκε στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Εξωτερικών με τίτλο «Ρυθμίσεις για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση» αρμοδιότητας του υπουργείου Οικονομικών.

Αναλυτικά, σύμφωνα με την τροπολογία προβλέπονται τα εξής:

1. Αίρεται, αναδρομικά από την 1η Ιανουαρίου του 2019, η επιβολή προστίμου ύψους 100 ευρώ ανά συμβολαιογραφική πράξη στους συμβολαιογράφους και λοιπά πρόσωπα, στην περίπτωση που από τη χρήση ανακριβούς πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ., δεν προκύπτει απώλεια εσόδων του Δημοσίου.

2. Αναστέλλεται μέχρι τις 30 Ιουνίου του 2020 η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 47, 48 και 49 του ν. 4646/2019, οι οποίες αφορούν θέματα φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων, θέματα φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και κερδών από τυχερά παίγνια καθώς και θέματα υποβολής δήλωσης στοιχείων ακινήτων (προβλέπεται μεταξύ άλλων η επιβολή προστίμου στα πρόσωπα που παραβαίνουν σχετικές υποχρεώσεις τους). Η εν λόγω διάταξη έχει αναδρομική ισχύ από την 12η Δεκεμβρίου 2019.

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας η προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 1 σκοπό έχει τον εξορθολογισμό του προστίμου που επιβάλλεται σε συμβολαιογράφους και φύλακες μεταγραφών από τη χρήση ανακριβούς πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α., τον ακριβή καθορισμό της του ανακριβούς πιστοποιητικού καθώς και την αποσαφήνιση της έννοιας της φορολογικής ταυτότητας του ακινήτου, προκειμένου να επιτευχθεί ασφάλεια δικαίου. Ειδικότερα, με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 1 θεσπίζεται η μη επιβολή προστίμου στην περίπτωση που από τη χρήση του ανακριβούς πιστοποιητικού δεν προκύπτει απώλεια εσόδων του Δημοσίου. Επίσης, ορίζεται ότι ανακριβές είναι το πιστοποιητικό, στο οποίο δεν απεικονίζεται ορθά η φορολογική ταυτότητα του ακινήτου ή του δικαιώματος επί ακινήτου. Ως φορολογική ταυτότητα του ακινήτου νοείται το σύνολο των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στη δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε9) που επιδρούν στον ορθό υπολογισμό του φόρου. Τέλος, παρέχεται ειδικότερη νομοθετική εξουσιοδότηση στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., προκειμένου με απόφασή του να καθορίζονται τα στοιχεία που συνιστούν τη φορολογική ταυτότητα των ακινήτων.

Η προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 2 σκοπό έχει την αναστολή της εφαρμογής των άρθρων 47, 48 και 49 του ν. 4646/2019 (Α’ 201) προκειμένου η έναρξη εφαρμογής τους να συνδεθεί με την επικείμενη αναδιαμόρφωση του πλαισίου προσδιορισμού των αντικειμενικών αξιών της ακίνητης περιουσίας, σε συνάρτηση και με τις αρχές της καλής νομοθέτησης που επιτάσσουν κάθε ρύθμιση που επιβαρύνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την επιχειρηματική δραστηριότητα να τίθεται σε ισχύ είτε την πρώτη Ιανουαρίου, είτε την πρώτη Ιουλίου εκάστου έτους, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι παρέχεται απαραίτητος χρόνος προσαρμογής στις νέες ρυθμίσεις που δεν μπορεί να είναι λιγότερος από 2 μήνες. Ειδικότερα, ορίζεται ότι αναστέλλεται μέχρι την 30.6.2020 η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 47, 48 και 49 του ν. 4646/2019 (Α’ 201).

Η προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 3 σκοπό έχει τον ορισμό της αναδρομικής έναρξης εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου 1 από την 1η Ιανουαρίου 2019 και των διατάξεων της παραγράφου 2 από την 12η Δεκεμβρίου 2019.

Διαβάστε ολόκληρη την τροπολογία εδώ

enikonomia.gr/

Πηγή