Αλέξανδρος Β. Μπένος: Τα «τρία βιβλιαράκια»: μερικές αιρετικές σκέψεις για τις ξένες επενδύσεις…


Τι δηλαδή αναζητεί μια εταιρεία για να επενδύσει χρήματα σε μια άλλη χώρα; Η προφανής απάντηση είναι: υψηλότερη κερδοφορία (από χαμηλότερο κόστος ή μεγαλύτερες πωλήσεις, αδιάφορο), άνοιγμα σε μια νέα αγορά, διαφοροποίηση εσόδων, μείωση κινδύνου συγκέντρωσης.

Μετά την αλλαγή διακυβέρνησης στη χώρα μας στα μέσα του φετινού καλοκαιριού, παρακολουθούμε όλοι μια πολύ συντονισμένη προσπάθεια από το νέο κυβερνητικό επιτελείο, με σημαιοφόρο τον ίδιο τον πρωθυπουργό, να προσελκύσουν επενδύσεις από το εξωτερικό. Πρόκειται για μια αξιέπαινη προσπάθεια για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, διότι δείχνει ότι κατανοεί πως ρυθμοί ανάπτυξης ύψους 4% και πάνω, απολύτως απαραίτητοι για να κλείσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα το χάσμα που δημιούργησε η προηγούμενη δεκαετία στο ΑΕΠ της χώρας (με όλα τα τραγικά, άμεσα και έμμεσα αποτελέσματα που έφερε), δεν μπορούν να επιτευχθούν ενδογενώς, χωρίς δηλ. άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ – Foreign Direct Investment, FDI).

Ούτε με κεϊνσιανική «αύξηση των μισθών», όπως υποστήριξε για ένα χρονικό διάστημα η νυν αντιπολίτευση, ούτε με επιδόματα προς τους ασθενέστερους (κοινωνικά μεν απαραίτητα, με ερωτήματα όμως όσον αφορά τη μακροοικονομική τους επίπτωση), ούτε βέβαια με την υψηλότατη φορολόγηση φυσικών και νομικών προσώπων. Ο δεύτερος λόγος είναι πως η προσπάθεια αυτή ήδη αποδίδει, τουλάχιστον όσον αφορά την εικόνα της χώρας. Στις συναντήσεις τους με ελληνικούς ομίλους, οι ξένοι επενδυτικοί οίκοι εκφράζουν ξεκάθαρα την πεποίθησή τους ότι το «ύφος της χώρας» έχει αλλάξει και πως η Ελλάδα επιστρέφει στην περιβόητη «κανονικότητα». Είναι όμως αυτό αρκετό για να έρθουν από το εξωτερικό, εκτός από συγχαρητήρια, και κεφάλαια;

Αρκεί η παράθεση νομοθετικών πρωτοβουλιών από υπουργούς (βλ. νέος αναπτυξιακός νόμος, μείωση φορολογικών συντελεστών επιχειρήσεων) για να πεισθούν οι «ξένοι επενδυτές» πως η χώρα μας είναι ένας τόπος που θα βοηθήσει τις δουλειές τους να αναπτυχθούν και τα χρήματά τους να αυγατέψουν; Πολύ φοβάμαι ότι η προσπάθεια της κυβέρνησης και τα μέτρα που προωθεί είναι μεν αναγκαία αλλά όχι ικανά. Τα πλεονεκτήματα των ΑΞΕ για τη χώρα μας είναι προφανή: τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης, αύξηση της απασχόλησης, μεταφορά τεχνογνωσίας. Το θέμα μας είναι, ποια είναι τα ουσιώδη πλεονεκτήματα μιας ΑΞΕ, για τον επενδυτή που την αποφασίζει; Τι δηλαδή αναζητεί μια εταιρεία για να επενδύσει χρήματα σε μια άλλη χώρα; Η προφανής απάντηση είναι: υψηλότερη κερδοφορία (από χαμηλότερο κόστος ή μεγαλύτερες πωλήσεις, αδιάφορο), άνοιγμα σε μια νέα αγορά, διαφοροποίηση εσόδων, μείωση κινδύνου συγκέντρωσης. Ποια από αυτά προσφέρει η Ελλάδα;

Σημαντικότερο, ίσως και χρονικά προγενέστερο: Πώς ξέρει ο δυνητικός επενδυτής τι προσφέρουμε και τι ζητούμε; Και ακόμα πιο πριν: τι κάνει η κεντρική διοίκηση της χώρας για να μάθει ο επενδυτής τα δυνατά μας σημεία, να τα «διαφημίσει»;

Επισκέφθηκα επαγγελματικά στις αρχές του φετινού καλοκαιριού τη ΝΑ Ασία, με στόχο την έρευνα της εκεί αγοράς και την «ανάπτυξη εργασιών». Αν και η ΑΞΕ δεν ήταν η άμεση προτεραιότητα της εταιρείας μου, συναντήθηκα με υψηλόβαθμα στελέχη, αρμόδια για τη βιομηχανική πολιτική, σε τέσσερις χώρες. Κοινός τόπος όλων των συναντήσεων ήταν η εμπεριστατωμένη περιγραφή εκ μέρους τους των κλάδων που τους ενδιαφέρουν και των κινήτρων που προσφέρουν. Αλλες περισσότερο εντυπωσιακά, με επίκαιρα και καλαίσθητα εγχειρίδια, άλλες λιγότερο, με έναν απλό χάρτη βιομηχανικών περιοχών και κόστους βασικών παραμέτρων μιας επένδυσης (ενέργεια, υδροδότηση, διαχείριση αποβλήτων, εργατικά), όλοι οι αρμόδιοι ήξεραν ακριβώς τι είδους βιομηχανίες ζητούσαν, και τι προσέφεραν σε υποδομές και φορολογικά ή άλλα κίνητρα. Η ίδια η γενική γραμματέας Βιομηχανίας μιας από τις χώρες-μέλη του ASEAN άρχισε τη συνάντησή μας δίνοντάς μου τρία βιβλιαράκια: στο πρώτο περιέγραφε γιατί ο ξένος επενδυτής πρέπει να επιλέξει τη χώρα της έναντι των γειτόνων. Με σειρά, ανέφερε πρώτα την κατάταξη σε διεθνείς «δείκτες επιχειρηματικότητας», έπειτα την υψηλή ποιότητα ανθρώπινου κεφαλαίου (% δαπανών σε ανώτατη εκπαίδευση και Ε&Α), τις σύγχρονες τηλεπικοινωνιακές υποδομές, τα φθηνά ενοίκια επαγγελματικών χώρων, την πληθώρα βιομηχανικών πάρκων, λιμανιών και αεροδρομίων, το σιδηροδρομικό δίκτυο, την ποιότητα ζωής και τέλος, τον χαμηλό φορολογικό συντελεστή των επιχειρήσεων. Στο δεύτερο βιβλιαράκι καταγράφονταν οι δώδεκα (12) συγκεκριμένοι κλάδοι στους οποίους επιθυμούν ΑΞΕ: βιοκαύσιμα και βιοχημεία, ηλεκτροκίνηση και αυτοκινητοβιομηχανία, ολοκληρωμένα κυκλώματα, συντήρηση αεροσκαφών, ιατρικός τουρισμός, κ.λπ. Υστερα, παρουσιαζόταν με φωτογραφίες και γραφήματα η γεωγραφική περιοχή που προορίζουν για τον καθένα από αυτούς τους κλάδους και τέλος, τα φορολογικά κίνητρα για τον κάθε κλάδο τόσο για το νομικό πρόσωπο (νέα επιχείρηση) όσο και για τα φυσικά πρόσωπα (στελέχη από το εξωτερικό) που θα δουλέψουν εκεί.

Στο τρίτο βιβλιαράκι, που ήταν και πολυσέλιδο, δίνονταν αναλυτικές πληροφορίες του επιχειρηματικού κόστους στη χώρα για το 2019: κόστη αρχικής εγκατάστασης, φορολογικοί συντελεστές και ισχύουσες διακρατικές συμφωνίες, εργατικό κόστος και εισφορές ανά είδος θέσης εργασίας (διοίκηση, εργοστάσιο, τεχνολογία, κ.λπ.) μαζί με τις υπερωρίες, τα ενοίκια ανά τ.μ. για γραφεία και για βιομηχανικούς χώρους, το κόστος των ΥΚΩ (νερό, ρεύμα, αποκομιδή σκουπιδιών), τα μεταφορικά (τιμές καυσίμων, σιδηροδρομικοί και αεροπορικοί ναύλοι μεταφορών, ταχυδρομικά τέλη), το κόστος τηλεπικοινωνίας (διεθνείς και τοπικές κλήσεις από σταθερή και κινητή τηλεφωνία, δορυφορικές συνδέσεις, χρεώσεις Ιντερνετ και κέντρων δεδομένων – data centers) καθώς και αναλυτικά στοιχεία για κάθε ΒΙ.ΠΕ. της χώρας (έτος ολοκλήρωσης, εμβαδόν βιομηχανικής ζώνης, τιμή πώλησης, ετήσια δημοτικά τέλη, κοντινότερο αεροδρόμιο και στοιχεία επικοινωνίας). Το εγχειρίδιο αυτό έδινε ακόμα και πληροφορίες για τα ενοίκια διαμερισμάτων στην πρωτεύουσα και σε άλλες μεγάλες πόλεις, αλλά και τα σχολεία για το αλλοδαπό προσωπικό που θα ερχόταν να δουλέψει στην αρχή της επένδυσης (4-5 χρόνια) στη χώρα. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάτι αντίστοιχο με αυτά τα βιβλιαράκια στο υπουργείο Ανάπτυξης, στη Γ.Γ. Βιομηχανίας ή/και στους λοιπούς δημόσιους οργανισμούς που εργάζονται για την «προσέλκυση επενδύσεων». Αναρωτιέμαι αν έχει γίνει ποτέ ουσιαστική κουβέντα για την κατεύθυνση που θέλουμε εμείς, οι πολίτες, να βαδίσει η οικονομία αυτής της χώρας. Μια τέτοια συζήτηση γύρω από το «τι είδους ανάπτυξη θέλουμε», δεν έχει γίνει ποτέ με σοβαρότητα στη χώρα μας. Δεν έχει εκπονηθεί ποτέ από την πολιτεία και τους επίσημους φορείς της ένα συγκεκριμένο σχέδιο για το είδος, την κλίμακα και τον τομέα των επενδύσεων που επιθυμούμε και τις γεωγραφικές τοποθεσίες που προσφέρουμε. Ταυτόχρονα βέβαια, θα πρέπει να τεθεί παράλληλα και το ερώτημα «τι είδους ανάπτυξη μπορούμε»: με άλλα λόγια, να ανοίξει ένας δίαυλος αληθινής επικοινωνίας μεταξύ κρατικών φορέων και των ελληνικών επιχειρήσεων, μακριά από κομματικές και μικροπολιτικές σκοπιμότητες, για την ετοιμότητα των ελληνικών εταιρειών απέναντι στις προκλήσεις του 21ου αιώνα (λ.χ. 4η βιομηχανική επανάσταση). Οι πραγματικές δυνατότητες των επιχειρήσεων όχι μόνο στο τεχνολογικό πεδίο (τεχνητή νοημοσύνη), αλλά και (κυρίως) στο εκπαιδευτικό, το μεταφορικό, το εφοδιαστικό, κ.ά. χρειάζεται να γίνουν αντικείμενο σοβαρής και εμπεριστατωμένης διαβούλευσης, πριν καταλήξουμε πως επιθυμούμε, λόγου χάριν, την ανάπτυξη των κλάδων αυτοματισμού και ρομποτικής. Ή, ίσως να μην υπάρχουν οι κατάλληλες δομές αλλά ούτε και οι οικονομικές δυνατότητες ώστε η χώρα μας να επικεντρωθεί ταυτόχρονα και στην ανάπτυξη των βιοκαυσίμων και στην εξόρυξη των υδρογονανθράκων. Συνετός διάλογος δεν γίνεται ούτε με πομπώδεις αναφορές, ιδίως του Τύπου, για «τη βαριά βιομηχανία της χώρας», τον πολιτισμό ή/και τον τουρισμό, που πλείστοι όσοι μηρυκάζουν και που ίσως δεν αληθεύουν: μελέτη του ΙΟΒΕ το 2018 δείχνει, για παράδειγμα, πως η μεταποίηση με περίπου τους ίδιους (ή και ελάχιστα λιγότερους) εργαζομένους με τις τουριστικές υπηρεσίες, το 2017 συνεισέφερε 25,5 δισ. ευρώ στις εξαγωγές αγαθών (≈90% του συνόλου), όταν οι ταξιδιωτικές εισπράξεις το ίδιο έτος ήταν γύρω στα 15 δισ. ευρώ. Ακόμα και το ερώτημα, σε ποιον τουρισμό στοχεύουμε, δεν έχει τεθεί ολοκληρωμένα: μπουτίκ, οικογενειακά ξενοδοχεία ή μεγάλες αλλά «απρόσωπες» μονάδες; All inclusive θέρετρα ή μικρά γραφικά δωμάτια στα πανέμορφα ορεινά χωριά μας; Ούτε, τέλος, βοηθούν οι γενικόλογες διακηρύξεις περί «αειφόρου» ή «βιώσιμης ανάπτυξης» των προοδευτικών οικολόγων συμπολιτών μας, ή η (πρόσκαιρη) δημοσιότητα που λαμβάνουν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η «απανθρακοποίηση» (de-carbonization) της χώρας, ίσως μόνο όταν γίνονται εγκαίνια νέων ενεργειακών μονάδων. Αυτό που χρειάζεται είναι η καταγραφή με ακρίβεια και ειλικρίνεια των εναλλακτικών μας, η διαφανής και πολιτισμένη συζήτηση για όλους τους παραγωγικούς τομείς (γεωργία, βιομηχανία και υπηρεσίες) με τα υπέρ και τα κατά τους, ώστε να καταλήξουμε στο σχέδιο για την «Ελλάδα του 2030».

Μια επένδυση δεν θα γίνει σε μία χώρα μόνο επειδή πέφτει (λίγο) ο ΕΝΦΙΑ ή ο φορολογικός συντελεστής για τα εταιρικά κέρδη, ειδικά μάλιστα όταν οι γειτονικές μας χώρες έχουν ακόμα χαμηλότερους συντελεστές. Επενδύσεις έρχονται όταν υπάρχει πολιτική σταθερότητα, δυνατοί θεσμοί, και μια ανοιχτή και δυναμική κοινωνία με ποιοτικό ανθρώπινο κεφάλαιο και ομόνοια γύρω από ένα μακρόπνοο σχέδιο. Πετύχαμε το πρώτο με τις εκλογές του Ιουλίου. Η παρούσα κυβέρνηση εργάζεται φιλότιμα για το δεύτερο. Μένει να δουλέψουμε όλοι μαζί για τα δύο τελευταία αλλά σημαντικότερα.

* Ο κ. Αλέξανδρος Β. Μπένος είναι οικονομικός διευθυντής της Cenergy Holdings.

kathimerini.gr