Alpha Bank: H Αγορά Εργασίας μετά την πανδημία
Η εξάπλωση της πανδημίας Covid-19, τον Μάρτιο 2020 προκάλεσε έντονες πιέσεις στις αγορές εργασίας των χωρών της ΕΕ, όπως αναφέρει η Alpha Bank στην εβδομαδιαία ανάλυσή της.
Tον Οκτώβριο 2020, το ποσοστό της ανεργίας παρουσιάζεται αυξημένο, σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο 2019, στην πλειονότητα των χωρών της ΕΕ-27, με εξαίρεση την Ιταλία όπου το ποσοστό της ανεργίας παρέμεινε σχεδόν σταθερό. Κατά μέσο όρο, στην ΕΕ-27 η αύξηση ανήλθε σε 1,1 εκατοστιαία μονάδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στη χώρα μας, αν και το ποσοστό της ανεργίας παρέμεινε, τον Οκτώβριο 2020, στο υψηλότερο επίπεδο μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27 (16,7%), εντούτοις σημείωσε τη μικρότερη αύξηση σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες, εκτός της Ιταλίας. Συγκεκριμένα, η αύξηση του εποχικά προσαρμοσμένου ποσοστού της ανεργίας, τον Οκτώβριο 2020, σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο 2019, διαμορφώθηκε σε μόλις 0,2%.
Οι αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας στις αγορές εργασίας των χωρών της ΕΕ-27 αμβλύνθηκαν, εν μέρει, από τα προγράμματα βραχυπρόθεσμης εργασίας (short-time work schemes, STW) που υιοθέτησαν αρκετά κράτη-μέλη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, υποστηριζόμενα από το ευρωπαϊκό εργαλείο προσωρινής στήριξης για το μετριασμό του κινδύνου της ανεργίας SURE (Support to mitigate Unemployment Risks in an Emergency).
Επιπλέον, θετικά συνέβαλαν στη συγκράτηση του ποσοστού της ανεργίας τα μέτρα που έθεσε σε εφαρμογή η Ελληνική Κυβέρνηση για την υποστήριξη των επιχειρήσεων (επιστρεπτέα προκαταβολή, αναβολές πληρωμών κ.λπ.), στα οποία, μάλιστα, είχαν πρόσβαση οι πληττόμενες επιχειρήσεις, υπό την προϋπόθεση της διατήρησης των θέσεων εργασίας. Τέλος, ένα σημαντικό μέτρο για την ενίσχυση της απασχόλησης αλλά και για τη στήριξη των εισοδημάτων ήταν η παροχή της αποζημίωσης ειδικού σκοπού προς τους εργαζόμενους που τέθηκαν σε αναστολή σύμβασης εργασίας.
Ο αντίκτυπος της πανδημικής κρίσης στην αγορά εργασίας έχει, έως σήμερα, αποτυπωθεί στα ακόλουθα πεδία:
Πρώτον, στη μείωση των ωρών εργασίας και στην άνοδο των απουσιών από την εργασία, ως αποτέλεσμα των μέτρων που υιοθετήθηκαν για τις πληττόμενες από την πανδημία επιχειρήσεις και τους εργαζoμένους τους. Συγκεκριμένα, σημαντικό μέρος των απασχολουμένων τέθηκε σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας, θεσπίστηκαν άδειες ειδικού σκοπού για εργαζόμενους γονείς, ενώ τέθηκε σε εφαρμογή το πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ που προβλέπει τη διατήρηση των θέσεων απασχόλησης, με περιορισμό του χρόνου εργασίας έως και 50%.
Δεύτερον, στην αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, όπως η εργασία από απόσταση. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των απασχολουμένων που εργάζεται από το σπίτι αυξήθηκε, τα πρώτα τρία τρίμηνα του 2020, κατά μέσο όρο, κατά 3,7 ποσοστιαίες μονάδες, σε ετήσια βάση. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European Economic Forecast, Autumn 2020), το 2021, οι ώρες εργασίας, σε επίπεδο ΕΕ-27, αναμένεται να ανακάμψουν ταχύτερα σε σύγκριση με την απασχόληση (μετρούμενη με τον αριθμό εργαζομένων και όχι σε ώρες εργασίας, headcount employment), η οποία προβλέπεται ότι θα μειωθεί ελαφρώς (-0,2%). Η πρόβλεψη αυτή βασίζεται στην εκτίμηση ότι η λήξη των προσωρινών μέτρων στήριξης, για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης, θα έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια θέσεων εργασίας, η οποία με τη σειρά της θα αντισταθμίσει την αύξηση της ζήτησης εργασίας που θα προέλθει από την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας.
Ως εκ τούτου, τα προσωρινά μέτρα στήριξης της απασχόλησης που υιοθέτησαν οι ευρωπαϊκές χώρες κατάφεραν μεν να συγκρατήσουν την άνοδο της ανεργίας, θα πρέπει δε, σταδιακά, να αναπροσαρμοστούν, ώστε να δημιουργηθούν κίνητρα αφενός για τις επιχειρήσεις να αποδεσμευτούν από την κρατική στήριξη και αφετέρου για τους εργαζόμενους να μεταβούν σε πιο «λειτουργικά βιώσιμες» θέσεις εργασίας.
Ο σχεδιασμός της πολιτικής στήριξης της απασχόλησης στη μετά την πανδημική κρίση περίοδο οφείλει να εξασφαλίζει την ομαλή κατάργηση των προσωρινών μέτρων:
Πρώτον, τα τρέχοντα προγράμματα θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν, ώστε η σταδιακή ανάληψη της ευθύνης μισθοδοσίας από τις επιχειρήσεις να καθιστά τη χρήση της κρατικής βοήθειας περισσότερο ορθολογική και στοχευμένη σε εκείνους τους κλάδους που οι επιπτώσεις της πανδημίας έχουν μεγαλύτερη διάρκεια. Με άλλα λόγια, η αύξηση της επιβάρυνσης των εργοδοτών θα πρέπει να αξιολογείται σύμφωνα με τις συνθήκες που επικρατούν και με το βαθμό στον οποίο πλήττεται ο κάθε κλάδος από την πανδημία (βλ. σχετική έκθεση του ΟΟΣΑ, Employment Outlook 2020: Worker Security and the Covid-19 crisis).
Δεύτερον, η περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, μέσω συνδυαστικής υποχώρησης φορολογικών συντελεστών και ασφαλιστικών εισφορών, στο πλαίσιο του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο προστασίας θέσεων απασχόλησης.
Τρίτον, είναι αναγκαία η παροχή ισχυρών κινήτρων για την προώθηση της κινητικότητας των εργαζομένων από επιδοτούμενες σε μη επιδοτούμενες θέσεις εργασίας (π.χ. βοήθεια για αναζήτηση εργασίας, επαγγελματική καθοδήγηση και κατάρτιση).
Από την άλλη όμως πλευρά, η παροχή κρατικής υποστήριξης θα πρέπει να είναι χρονικά καθορισμένη. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η επιβολή ορίων στη μέγιστη διάρκεια των μέτρων στήριξης της απασχόλησης αναμένεται να συμβάλει στη μείωση του κινδύνου υποστήριξης θέσεων εργασίας που δεν θα είναι βιώσιμες, μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, και σε αυτήν την περίπτωση, τα μέγιστα χρονικά όρια θα πρέπει να αξιολογηθούν και σύμφωνα με την διάρκεια των επιπτώσεων της πανδημίας, ανά κλάδο της οικονομίας.
Τα μέτρα στήριξης της αγοράς εργασίας σε μακροχρόνιο ορίζοντα
Η πανδημική κρίση θα μπορούσε να αφήσει βαθύτερα και πιο μακροχρόνια σημάδια στην αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα την απώλεια θέσεων εργασίας αλλά και την απαξίωση δεξιοτήτων από την πλευρά του εργατικού δυναμικού. Η αναστολή της παραγωγικής δραστηριότητας, λόγω της πανδημίας Covid-19 και η επακόλουθη παγκόσμια ύφεση, το 2020, έχουν δημιουργήσει εξαιρετικά αβέβαιες προοπτικές για την αγορά εργασίας.
Πως εκτιμάται, λοιπόν, ότι θα αλλάξει το εργασιακό τοπίο τα επόμενα έτη;
Ο ρυθμός υιοθέτησης της τεχνολογίας αναμένεται να παραμείνει αμείωτος και ενδεχομένως να επιταχυνθεί σε ορισμένους κλάδους. Το ποσοστό των θέσεων εργασίας που αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο αυτοματοποίησης (δηλαδή εκεί που η πιθανότητα αυτοματοποίησης είναι τουλάχιστον 70%) ήταν 23% στην Ελλάδα, έναντι 14% κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ. Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος των υφιστάμενων θέσεων εργασίας μπορεί να αλλάξει σημαντικά ως προς τον τρόπο με τον οποίο εκτελούνται, υπό την έννοια ότι μπορεί να αυτοματοποιηθεί μέρος των καθηκόντων τους, ή να προκύψουν νέα. Το ποσοστό αυτό για την Ελλάδα ήταν, σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, 35%, έναντι 32% στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Ωστόσο, στα ανωτέρω στοιχεία δεν έχει ληφθεί υπόψη ο αριθμός θέσεων εργασίας που αναμένεται να δημιουργηθεί από την εξέλιξη της τεχνολογίας. Για παράδειγμα, η ανάπτυξη υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους (cloud computing), ανάλυσης πολύ μεγάλων σειρών δεδομένων (big data) και ηλεκτρονικού εμπορίου (e-commerce) παραμένουν υψηλές προτεραιότητες των πολύ μεγάλων εταιρειών παγκοσμίως, μια τάση που ξεκίνησε τα προηγούμενα έτη και συνεχίζεται. Επίσης, παρατηρείται σημαντική αύξηση της ανάπτυξης υπηρεσιών κρυπτογράφησης (encryption), των μη ανθρωποειδών ρομπότ (non-humanoid robots) και της τεχνητής νοημοσύνης (artificial intelligence).
Η αύξηση της αυτοματοποίησης της παραγωγής αγαθών και παροχής υπηρεσιών, σε συνδυασμό με την οικονομική συρρίκνωση, εξαιτίας της πανδημικής κρίσης το 2020, προκαλούν μια «διπλή διαταραχή» στην αγορά εργασίας παγκοσμίως. Η τεχνολογική αναβάθμιση και η αυτοματοποίηση εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν στο «μετασχηματισμό» αντικειμένων εργασίας και δεξιοτήτων, έως το 2025 και, επομένως, σε περικοπές θέσεων εργασίας σε ορισμένους κλάδους, αλλά παράλληλα σε αύξηση σε κάποιους άλλους που σχετίζονται με τη νέα τεχνολογία, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του World Economic Forum (“The Future of Jobs Report 2020”, Οκτώβριος 2020).
Επίσης, η επιβολή των περιοριστικών μέτρων (lockdowns) οδήγησε στη μεγάλη αύξηση της εργασίας από απόσταση, γεγονός που, εκτός από πλεονεκτήματα, έχει και μειονεκτήματα, τα οποία πρέπει να αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις, όπως η εργασιακή απομόνωση και η σύνδεση και συνεργασία (networking and teamwork) μεταξύ των εργαζομένων.
Δεδομένων των ανωτέρω εξελίξεων, θα πρέπει να ληφθούν προληπτικά μέτρα από το κράτος και τις επιχειρήσεις, ώστε να μην επιδεινωθεί η ανισότητα μεταξύ των απασχολουμένων από το διπλό αντίκτυπο -της οικονομικής ύφεσης, λόγω πανδημίας και της αυξανόμενης χρήσης της τεχνολογίας. Σύμφωνα με τη μελέτη του WEF, οι εργαζόμενοι χαμηλότερου εκπαιδευτικού επιπέδου, οι νέοι και οι γυναίκες επηρεάστηκαν αρνητικά, περισσότερο από άλλες κατηγορίες εργαζομένων, τουλάχιστον στην πρώτη φάση της οικονομικής συρρίκνωσης.
Συνεπώς, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να επενδύσουν σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Η σημασία των μηχανισμών επανακατάρτισης (reskilling), καθώς και της βελτίωσης των δεξιοτήτων και των προσόντων των εργαζομένων (upskilling) είναι μείζονος σημασίας για το μέλλον, καθώς αποφέρουν, εκτός από κοινωνικά οφέλη και οικονομικά (μείωση του κόστους, αύξηση της απόδοσης/κέρδους) τόσο σε μικροοικονομικό επίπεδο (επιχειρήσεις), όσο και σε μακροοικονομικό επίπεδο (οικονομία).
Σε αυτό το πεδίο, ο δημόσιος τομέας θα πρέπει να προσφέρει μεγαλύτερη οικονομική στήριξη στις επιχειρήσεις για την επανακατάρτιση και αναβάθμιση των προσόντων, ιδιαίτερα των ευάλωτων απασχολουμένων που κινδυνεύουν να χάσουν τη θέση εργασίας τους, ή να απομονωθούν εργασιακά, λόγω έλλειψης εξειδικευμένων δεξιοτήτων. Η συμμετοχή στην εκπαίδευση, κατά τη διάρκεια των μειωμένων ωρών εργασίας, μπορεί να βοηθήσει τους εργαζόμενους, αφενός να βελτιώσουν τη βιωσιμότητα της τρέχουσας εργασίας τους και αφετέρου να βελτιώσουν την προοπτική εύρεσης διαφορετικής εργασίας.
Εάν ληφθεί υπόψη ότι η πανδημική κρίση ουσιαστικά επίσπευσε τη μεγαλύτερη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας (άνοδος της εργασίας από απόσταση) αλλά και τα ήδη υψηλά ποσοστά των θέσεων που βρίσκονταν σε κίνδυνο αυτοματοποίησης, πριν την εξάπλωση της πανδημίας, η κατάρτιση των εργαζομένων κρίνεται ως ιδιαίτερα κρίσιμη για τη στήριξη της απασχόλησης, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Θα πρέπει να σχεδιασθούν κίνητρα για επενδύσεις στους κλάδους και τις «θέσεις εργασίας του αύριο». Επιπλέον, σε αυτό το μεταβατικό στάδιο, η πολιτική απασχόλησης θα πρέπει να παράσχει ένα ισχυρότερο, κοινωνικό «δίχτυ ασφαλείας» για εργαζομένους που πλήττονται από την ανάπτυξη της τεχνολογίας.
Τέλος, απαιτείται μια θεμελιώδης μεταρρύθμιση στον τρόπο λειτουργίας των συστημάτων εκπαίδευσης και στον τρόπο με τον οποίο αυτά συνδέονται με την αγορά εργασίας και με τα προγράμματα επιμόρφωσης των εργαζομένων.