Αμεση ανάλυση: Η καραντίνα και το «μαξιλάρι» ασφαλείας

Το ελληνικό δημόσιο διαθέτει δημοσιονομικό απόθεμα το οποίο ανέρχεται σε 37 δισ. ευρώ και είναι γνωστό ως «μαξιλάρι» ασφαλείας. Τα χρήματα αυτά βρίσκονται στην άκρη και μέχρι σήμερα εξυπηρετούσαν τη λογική ενός όπλου πάνω στο τραπέζι το οποίο έχει μεγάλη ισχύ όσο δεν το χρησιμοποιείς. Το πρόβλημα αρχίζει όταν το κράτος αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει αυτά τα χρήματα, τα οποία λειτουργούν ως εγγύηση για την εξυπηρέτηση του χρέους.

Αν αποφασίσεις τον επιπλέον δανεισμό, για να καλύψεις τις έκτακτες ανάγκες στήριξης της ελληνικής οικονομίας λόγω της πανδημίας, τότε διακινδυνεύεις να βρεθείς με δημόσιο χρέος που θα υπερβεί το 200% του ΑΕΠ. Αν προτιμήσεις να βάλεις το χέρι στο «μαξιλάρι» ασφαλείας, τότε θα προσελκύσεις το βλέμμα των αγορών οι οποίες θα το εκλάβουν ως σημάδι αδυναμίας να αποπληρώνεις το χρέος σου καλύπτοντας συγχρόνως τις τρέχουσες ανάγκες σου, γεγονός που με τη σειρά του θα αυξήσει το κόστος δανεισμού της οικονομίας σου. Όμως κάτι θα πρέπει να κάνεις, αν θες να χρηματοδοτήσεις την αγορά για να μείνει όρθια.

Η κυβέρνηση για την ώρα επιλέγει να χρησιμοποιήσει 10 – 15 δισ. ευρώ από το «μαξιλάρι», στα οποία θα προσθέσει τα 2 δισ. ευρώ που άντλησε από την πρόσφατη έκδοση 7ετούς ομολόγου στις αγορές. Αυτό που δυνητικά διευκολύνει το αφήγημα του οικονομικού επιτελείου είναι το επιχείρημα ότι τον σκληρό πυρήνα του δημοσιονομικού αποθέματος, ως εγγύησης για την ομαλή εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους, στην πραγματικότητα αποτελούν τα 15,7 δισ. ευρώ – τα οποία προκύπτουν από την τελευταία εκταμίευση του ESM στο πλαίσιο του ελληνικού προγράμματος, από παλαιότερες εκδόσεις χρέους και από μέρος των υπερπλεονασμάτων προηγούμενων ετών. Τα υπόλοιπα 21 δισ. ευρώ αντιστοιχούν σε διαθέσιμα των φορέων της γενικής κυβέρνησης και της κεντρικής διοίκησης, μέρος των οποίων επιστρατεύει τώρα το ελληνικό κράτος για την αντιμετώπιση έκτακτων συνθηκών στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας κρίσης.

Πάντως, στην κριτική της από τη θέση της αντιπολίτευσης, η Νέα Δημοκρατία ποτέ δεν αναγνώρισε το γεγονός ότι η απόφαση της τότε κυβέρνησης και, στην πραγματικότητα, της Ευρωζώνης για τη δημιουργία δημοσιονομικού αποθέματος δημιουργούσε και οφέλη για την ελληνική οικονομία, εκτός από τις βλάβες που ήταν δεδομένες, καθότι αποστερούσε σημαντικούς πόρους στη φάση που η αγορά αγκομαχούσε να ανακάμψει μετά την πολυετή ύφεση.

Γι’ αυτόν άλλωστε τον λόγο δεν νομιμοποιείται στον αντίποδα ο ΣΥΡΙΖΑ να καυχιέται για το περιβόητο «μαξιλάρι», προσπερνώντας μάλιστα το γεγονός ότι μια προληπτική πιστωτική γραμμή του ESM θα εγγυόταν το ελληνικό χρέος και θα αποκλιμάκωνε το κόστος δανεισμού χωρίς να στερήσει χρήματα από την πραγματική οικονομία, επιτρέποντας συγχρόνως τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Πόσο μάλλον δεν νομιμοποιείται η αξιωματική αντιπολίτευση να εγκαλεί σήμερα την κυβέρνηση γιατί «δεν δίνει μισθούς στον κόσμο, ενισχύσεις στις επιχειρήσεις, και επίδομα στους ευάλωτους που ζητάει ο ΣΥΡΙΖΑ» και να διατρανώνει πως «το επιχείρημα ότι δεν φτάνουν τα λεφτά δεν πείθει κανέναν», όταν γνωρίζει πόσο προσεκτικοί οφείλουν να είναι οι χειρισμοί με το δημοσιονομικό απόθεμα του κράτους λόγω της υψηλής ευαλωτότητας του ελληνικού δημοσίου στις αγορές.

Συνοψίζοντας, ανεξάρτητα από το πώς προέκυψε και αν ήταν η καλύτερη από τις επιλογές, το δημοσιονομικό «μαξιλάρι» ασφαλείας σήμερα αποτελεί ένα χρήσιμο όπλο για το ελληνικό κράτος στη διαχείριση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα του γυρίσει μπούμερανγκ, στις αγορές. Θα πρέπει να το ξοδέψει προσεκτικά, αποκλειστικά για την περίοδο της κρίσης, και στη συνέχεια να το αποκαταστήσει, όσο δεν θα υπάρχει εναλλακτικό εργαλείο και για όσο το ελληνικό χρέος θα παραμένει σε δυσθεώρητα επίπεδα.

Σε κάθε περίπτωση, ας αποφευχθεί ο «μαξιλαροπόλεμος» σε καιρούς καραντίνας. Είναι κατανοητός σε επίπεδο επικοινωνίας, αλλά δεν έχει να προσφέρει στην εκπόνηση των ενδεδειγμένων πολιτικών για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

 

kathimerini.gr