Αναδρομικά: Γιατί η κυβέρνηση θέλει να κλείσει οριστικά το ζήτημα φέτος
Σύμφωνα με πληροφορίες, η ρύθμιση συζητήθηκε ήδη με τους θεσμούς, και το οικονομικό επιτελείο εκτιμά ότι δεν θα δημιουργηθεί πρόβλημα από την πλευρά τους, καθώς η απόφαση «περιορίζει το κόστος και καθαρίζει το τοπίο».
Να κλείσει οριστικά το θέμα των αναδρομικών, αποφεύγοντας πιθανές μαζικές μελλοντικές προσφυγές και καθαρίζοντας έτσι τον δημοσιονομικό ορίζοντα από επικίνδυνες αβεβαιότητες, θέλησε η κυβέρνηση με τη ρύθμιση για τους συνταξιούχους, σε εφαρμογή της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Οι αβεβαιότητες αυτές θα άγγιζαν και το ευαίσθητο μέγεθος του δημοσίου χρέους, όπως αναφέρουν πηγές του οικονομικού επιτελείου, επαναφέροντας θέμα βιωσιμότητάς του και πιέζοντας ανοδικά τα επιτόκια δανεισμού της χώρας.
Ετσι, η κυβέρνηση προτίμησε να προχωρήσει σε μια ρύθμιση που θα καλύψει το σύνολο των δυνητικών διεκδικητών, όχι όμως και των συνολικών δυνητικών διεκδικήσεων, ελπίζοντας ότι οι τελευταίες δεν θα υπάρξουν ή τουλάχιστον δεν θα είναι πολλές.
Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση ελπίζει ότι το θέμα θα κλείσει με το διόλου ευκαταφρόνητο κόστος του 1,27 δισ. ευρώ για τον προϋπολογισμό του 2020, που όμως δεν συγκρίνεται με το συνολικό κόστος των 4 δισ. ευρώ όπου θα έφτανε αν καλύπτονταν όλοι οι συνταξιούχοι, προσφεύγοντες και μη, όχι μόνο για κύριες, αλλά και για επικουρικές συντάξεις και για δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων, όπως υπολογίζουν στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Το 1,27 δισ. ευρώ είναι το καθαρό ποσό της επιβάρυνσης, αφού αφαιρεθούν φόροι και εισφορές από το συνολικό κόστος του 1,4 δισ. ευρώ της νομοθετικής ρύθμισης.
Η επιβάρυνση αυτή έρχεται σε μια χρονιά κατά την οποία ισχύει η ρήτρα γενικής διαφυγής, που επιτρέπει απόκλιση από τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους ακόμη και για την Ελλάδα, η οποία υπάγεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Ετσι, παρά το γεγονός ότι επιβαρύνει το έλλειμμα κατά σχεδόν 0,7 της μονάδας του ΑΕΠ, μπορεί να περάσει χωρίς να ζητηθούν «αντίμετρα» από τους θεσμούς, αν και ως προς το θέμα αυτό υπάρχει μια σχετική ασάφεια, καθώς δεν πρόκειται για μέτρο που έχει σχέση με τις συνέπειες του κορωνοϊού. Δεν είναι βέβαιο τι καθεστώς θα ισχύσει το 2021 και το 2022 ως προς τους δημοσιονομικούς στόχους και, παρότι αναμένεται μια ανανέωση της ευελιξίας, εκτιμάται ότι δεν θα είναι της ίδιας έκτασης με τη φετινή, πλήρη κατάργηση όλων των περιορισμών.
Εξάλλου, από ταμειακής πλευράς δεν υφίσταται πρόβλημα. Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας είπε χθες στον ρ.σ. Παραπολιτικά FM ότι τα ταμειακά διαθέσιμα είναι στα 31,5 δισ. ευρώ έναντι 37,5 δισ. ευρώ στα μέσα Μαρτίου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η ρύθμιση συζητήθηκε ήδη με τους θεσμούς και το οικονομικό επιτελείο εκτιμά ότι δεν θα δημιουργηθεί πρόβλημα από την πλευρά τους, καθώς η απόφαση «περιορίζει το κόστος και καθαρίζει το τοπίο», όπως αναφέρει πηγή. Επιπλέον, τους θεσμούς καθησυχάζει το γεγονός ότι πρόκειται για μέτρο εφάπαξ, όχι μόνιμο.
Ωστόσο, η ίδια πηγή προσθέτει ότι αν το ποσό ήταν υψηλότερο, δηλαδή έφτανε στα 4 δισ. ευρώ, θα υπήρχε ζήτημα με τους θεσμούς.
Σημειώνεται ότι η κυβέρνηση προέβλεπε στο δυσμενές σενάριο του Προγράμματος Σταθερότητας (ύφεση 8%) πρωτογενές έλλειμμα 2,8% του ΑΕΠ έναντι του στόχου του προϋπολογισμού για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Πρόκειται για μια επιβάρυνση 12 δισ. ευρώ στο έλλειμμα, λόγω κορωνοϊού, στην οποία έρχεται να προστεθεί τώρα 1,27 δισ. ευρώ περίπου. Εν τω μεταξύ, έχουν προστεθεί και άλλες επιβαρύνσεις, με αποτέλεσμα να εκτιμάται ότι τελικά το πρωτογενές έλλειμμα μπορεί να σκαρφαλώσει στο 5%-6% του ΑΕΠ. Προς το παρόν, άλλωστε, διατηρείται η μεγάλη αβεβαιότητα για τη διάρκεια και την ένταση της υγειονομικής κρίσης.
Στο υπουργείο Οικονομικών σημειώνουν, πάντως, ότι είναι υποχρεωμένοι να κινούνται συντηρητικά, καθώς το φθινόπωρο προβλέπεται να προκύψουν νέες δαπάνες για τη στήριξη των πληγέντων από την πανδημία. Επομένως, πρέπει να κρατήσουν «πυρομαχικά» και υπό αυτή την έννοια το 1,4 δισ. ευρώ κινείται στο ανώτατο όριο των υφιστάμενων περιθωρίων.
Τα αναδρομικά, που καλύπτουν την περίοδο Ιουνίου 2015 – Μαΐου 2016, αναμένεται να καταβληθούν στους συνταξιούχους το φθινόπωρο.