Ανάλυση: Ο δρόμος προς έναν αποτελεσματικό Αναπτυξιακό Νόμο

Ο αναπτυξιακός νόμος αποτελεί όπως είναι γνωστό ένα από τα βασικά εργαλεία για την προώθηση των ιδιωτικών επενδύσεων σε μια χώρα. Συνήθως έχει ευρύτατη επιρροή στον επιχειρηματικό κόσμο, αποτυπώνει τις εκάστοτε πολιτικές και τους στόχους της αναπτυξιακής διαδικασίας της χώρας, σχηματοποιώντας τα αντίστοιχα επενδυτικά κίνητρα. Εδώ και δεκαετίες, η παροχή αυτών των κινήτρων στην Ελλάδα έχει αποτυπωθεί σε διάφορους αναπτυξιακούς νόμους.

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι άμεσοι ωφελούμενοι των ενισχύσεων διαχρονικά είναι συνήθως ένα μεγάλο σύνολο επιχειρήσεων, η επίπτωση από την εφαρμογή αναπτυξιακών νόμων, ακόμη και σήμερα, κρίνεται περιορισμένη στη συγκρότηση δυναμικών βιομηχανικών οικοσυστημάτων στην περιφέρεια, ενώ τα παρεχόμενα κίνητρα δεν έχουν καταφέρει να συγκρατήσουν σε ικανοποιητικό βαθμό τις απώλειες που προκάλεσε η οικονομική κρίση.

Τα ευρωπαϊκά παραδείγματα

Η οργάνωση και διαχείριση των χρηματοδοτικών πόρων στην Ευρώπη ακολουθεί σαφείς κανονισμούς, οι οποίοι στο γενικό πλαίσιο είναι κοινοί για όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης, ώστε να επιτυγχάνεται μια δίκαιη και αντικειμενική κατανομή τους. Συνεπώς, οι όποιες διαφορές εντοπίζονται στον τρόπο με τον οποίο το κάθε κράτος- μέλος διαχειρίζεται τους πόρους αυτούς και το είδος των κινήτρων ενίσχυσης των ιδιωτικών επενδύσεων.

Στη Γαλλία, έχει θεσπιστεί ένα καθεστώς περιφερειακών ενισχύσεων, με έμφαση στην ανάπτυξη περιοχών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, υποστηρίζοντας τις αρχικές επενδύσεις μεγάλων επιχειρήσεων και ΜΜΕ ή/και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, που συνδέονται με τις επενδύσεις αυτές. Στην Ιρλανδία, η διάθεση των ενισχύσεων βρίσκεται υπό την εποπτεία τριών ανεξάρτητων -και εξαιρετικά ευέλικτων ως προς τις διαδικασίες- οργανισμών, υπεύθυνων για τον έλεγχο και τη χορήγηση ενισχύσεων.

Στη Γερμανία, μια κατεξοχήν βιομηχανική χώρα, δίδεται έμφαση στην παραγωγή, καθώς η φορολογική νομοθεσία δεν εστιάζει στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων από ειδικές φορολογικές ελαφρύνσεις, αλλά εξασφαλίζεται αφορολόγητη επιδότηση 25 % των μισθών και των μισθών ειδικού σκοπού π.χ. Ε&Α.

Τέλος, στην Πορτογαλία έχει θεσπιστεί καθεστώς το οποίο προβλέπει την έκπτωση κατά 50 % του συνολικού εισοδήματος κινητροδοτούμενων επενδύσεων, που προκύπτει από την πώληση ή τη χορήγηση προσωρινής χρήσης δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας, όπως διπλώματα ευρεσιτεχνίας και βιομηχανικά σχέδια και μοντέλα ή τη χρήση περιουσιακών στοιχείων με προστασία πνευματικής ιδιοκτησίας.

Εξάλλου, οι πρακτικές που ακολουθούν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, βασίζονται στην προτεραιότητα στην οριζόντια ενθάρρυνση όλων των οικονομικά αποδοτικών επενδύσεων σε κλάδους με συγκριτικά πλεονεκτήματα, σε παραγωγικές δραστηριότητες και προϊόντα προστιθέμενης αξίας. Αυτό επιτυγχάνεται ταχύτερα με κίνητρα φορολογικής επιβράβευσης των πρόσθετων κερδών και θέσεων εργασίας, που με τη σειρά τους μετεξελίσσονται σε πηγή πρόσθετων φορολογικών εσόδων και εισφορών για τα ασφαλιστικά ταμεία. Αυτή ακριβώς η διάσταση συνιστά απόλυτη προτεραιότητα και ανάγκη για την Ελλάδα.

Σε πλήρη εναρμόνιση με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ΕΒΕΟ – στο πλαίσιο ερευνητικού έργου που εκτελεί για λογαριασμό του ΣΕΒ μαζί με το ΙΟΒΕ – έχει προτείνει ένα σύγχρονο πλαίσιο και ένα σύνολο νέων και αναθεωρημένων προγραμμάτων που θα πρέπει να βασίζεται στις ακόλουθες αρχές:

• Μεγαλύτερη έμφαση στη δημιουργία υψηλότερης προστιθέμενης αξίας

• Εξορθολογισμένο, διαφανή και αποδοτικό προϋπολογισμό

• Ενίσχυση ειδικών φορολογικών κινήτρων

• Μείωση της γραφειοκρατίας και βελτιστοποίηση της διαδικασίας αξιολόγησης

Είναι επίσης σαφές ότι ενώ άλλες χώρες ανταγωνίζονται στο να αυξήσουν τη δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα στην έρευνα και ανάπτυξη, με στόχο –μεταξύ άλλων- τη δημιουργία και αξιοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, στην Ελλάδα αυτό μόνο προγραμματικά φαίνεται να δηλώνεται. Στην πράξη οι επιδόσεις μας σε αυτόν τον τομέα είναι μάλλον φτωχές.

Ωστόσο, σε μια χώρα με σημαντικά προβλήματα αξιοπιστίας και γραφειοκρατίας θα έπρεπε να υποστηρίζονται οριζόντια φορολογικά κίνητρα αντί για αργές και δύσκολες διαδικασίες κρατικών ενισχύσεων. Συμπληρωματικά, υπάρχει ανάγκη για απλούστευση και μείωση της διοικητικής επιβάρυνσης, μέσω της απλούστευσης των διοικητικών διαδικασιών και της μείωσης των διοικητικών βαρών και αγκυλώσεων.

Η νέα καινοτόμος επιχειρηματικότητα

Επίσης ένας κρίσιμος παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη, στο πλαίσιο του Αναπτυξιακού Νόμου, είναι η εμφάνιση του κύματος των νεοσύστατων (start-up) επιχειρήσεων, φαινόμενο που συσχετίζεται έντονα με την αύξηση της απασχόλησης σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να υποστηριχθεί τόσο η εκκίνηση και η μεγέθυνση των νεοσύστατων επιχειρήσεων, όσο και η νέα καινοτόμος επιχειρηματικότητα, οι οποίες ενσωματώνουν και υποστηρίζουν την προώθηση της καινοτομίας και στις μεγάλες επιχειρήσεις.

Επειδή οι περιφέρειες, συχνά, φιλοξενούν μεγάλες και κατεστημένες επιχειρήσεις σε παραδοσιακές και εδραιωμένες βιομηχανίες, η αξιοποίηση των επιχειρηματικών ικανοτήτων και δυνατοτήτων των εργαζομένων στις επιχειρήσεις αυτές μπορεί να συμβάλει σημαντικά στη βιομηχανική διαφοροποίηση. Ταυτόχρονα, οι περιοχές αυτές αντιμετωπίζουν, συχνά, συρρίκνωση των παραδοσιακών δραστηριοτήτων, οι οποίες μπορούν να αντισταθμιστούν από τη νέα οικονομική δραστηριότητα που δημιουργείται από τις καινοτόμες νεοσύστατες επιχειρήσεις (start-up) και τις νέες επιχειρήσεις.

Προκειμένου όμως η καινοτόμος επιχειρηματικότητα να διαφοροποιήσει με επιτυχία τις τοπικές οικονομίες, πρέπει ο σχεδιασμός ενός νέου Αναπτυξιακού Νόμου να συμβάλλει στην άμβλυνση εμποδίων, όπως η αδύναμη κουλτούρα επιχειρηματικότητας βασισμένη στη μακρά παράδοση των συμβάσεων εργασίας (υπεργολαβίες) στον τομέα της μεταποίησης, η έλλειψη υφιστάμενου επιχειρηματικού κεφαλαίου για καινοτόμες επιχειρήσεις και η ανεπαρκής αξιοποίηση των δικτύων γνώσης.

Αξιολόγηση

Για να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να αναλάβουν νέες πρωτοβουλίες για επενδυτική δραστηριότητα θα πρέπει να ξεκαθαριστεί η πορεία υφιστάμενων εγκεκριμένων επενδυτικών σχεδίων. Βεβαίως, στον υφιστάμενο Αναπτυξιακό Νόμο προβλέπεται η τακτοποίηση επενδυτικών σχεδίων των προηγούμενων αναπτυξιακών νόμων. Ωστόσο, δεν προβλέπονται διαφορετικές προσεγγίσεις για τα έργα που έχουν ολοκληρωθεί και αναμένουν έλεγχο ή/και καταβολή της επιχορήγησης σε σχέση με έργα που δεν έχουν ολοκληρωθεί. Η όποια τακτοποίηση θα πρέπει να δημιουργεί ρευστότητα στις επιχειρήσεις και να τις βοηθά να αποφύγουν ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις και να διαμορφώνει τις κατάλληλες συνθήκες για εφαρμογή του νέου πλαισίου ενισχύσεων.

Τέλος, κρίσιμος παράγοντας στη βέλτιστη αφομοίωση των προαναφερόμενων προτάσεων και στην αρτιότερη αναδιαμόρφωση του αναπτυξιακού νόμου αποτελεί η επιλογή ενός μοντέλου αξιολόγησης του αναπτυξιακού αποτυπώματος των επενδυτικών σχεδίων που υποβάλλονται στο πλαίσιο του Αναπτυξιακού Νόμου, το οποίο θα διατηρεί τα επιτυχημένα χαρακτηριστικά των προηγούμενων νόμων, ενώ παράλληλα, θα ενσωματώνει κρίσιμους ελλείποντες παράγοντες. Ειδικότερα, ένα τέτοιο μοντέλο θα πρέπει να βασίζεται σε τρεις συμπληρωματικούς πυλώνες όπως: α)  Ανταγωνιστικότητα, Ποιότητα και Εξωστρέφεια, β) Πράσινη Επιχειρηματικότητα και Προστασία του Περιβάλλοντος, και γ) Απασχόληση, Αναδιάρθρωση και Ισόρροπη Ανάπτυξη.

Σημειώνεται ότι, τα εργαλεία αναπτυξιακής πολιτικής συνδέονται άμεσα με τον σκληρό πυρήνα του κράτους για την προώθηση του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας και η αξιολόγησή τους πρέπει να γίνεται όχι μόνο βάσει των στόχων που θέτει ο Αναπτυξιακός Νόμος, αλλά σε συνδυασμό με οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά κριτήρια, ξεπερνώντας παρωχημένες πολιτικές και διαδικασίες, ώστε να επέλθουν τα μέγιστα αποτελέσματα για την οικονομική ανάκαμψη.

*Άγγελος Τσακανίκας, Αναπληρωτής Καθηγητής, Διευθυντής  Εργαστηρίου Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας (ΕΒΕΟ) ΕΜΠ

*Ευάγγελος Σιώκας, Διδάκτωρ Μηχανικός ΕΜΠ

kathimerini.gr