Ανάλυση: Το μεγάλο βήμα της Ευρώπης

Η πρόταση Μέρκελ-Μακρόν για το Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) αποτελεί ίσως την πιο φιλόδοξη προσπάθεια για την ευρωπαϊκή ενοποίηση των τελευταίων 20 χρόνων. Θύμισε, μάλιστα, κάτι από τα παλιά, όταν ο γαλλο-γερμανικός άξονας συνεργαζόταν αρμονικά για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Είναι αξιοσημείωτο ότι το Ταμείο προτείνεται να δαπανήσει μέσα σε 2-3 χρόνια μισό τρισεκατομμύριο ευρώ για την αντιμετώπιση της κρίσης, διπλασιάζοντας έτσι τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Κι αυτό δεν είναι καν το πιο ριζοσπαστικό σημείο της πρότασης. Ο προτεινόμενος τρόπος χρηματοδότησης του Ταμείου και, κυρίως, της διάθεσης των κονδυλίων του αποτελούν ριζικές τομές, οι οποίες εκφράζουν μια νέα αντίληψη για την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Συνεπώς, το Ταμείο Ανάκαμψης, παρότι προσωρινό, αποτελεί ένα σημαντικό βήμα ενοποίησης. Είναι, μάλιστα, πιθανό να αποτελέσει το πρώτο κεφάλαιο της δημοσιονομικής ομοσπονδιοποίησης της ΕΕ, η οποία θα σταθεροποιήσει οριστικά την ευρωζώνη και θα αλλάξει καθοριστικά την Ένωση.

Αλλά ας δούμε την πρόταση αναλυτικά. Η χρηματοδότηση του Ταμείου προτείνεται να γίνει μέσω δανεισμού και ο δανειζόμενος φορέας θα είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θα αποκτήσει για πρώτη φορά σημαντική αυτόνομη παρουσία στις χρηματαγορές. Το δάνειο θα έχει μεγάλη διάρκεια (ίσως δεκαετίες) και θα εξυπηρετηθεί από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, στον οποίο τα κράτη-μέλη συνεισφέρουν (περίπου) αναλογικά με το κατά-κεφαλήν εισόδημά τους. Καθώς το κόστος αποπληρωμής αναμένεται να είναι χαμηλό, λόγω της υψηλής πιστοληπτικής ικανότητας της ΕΕ, θα υπάρξει στην ουσία αμοιβαιοποίηση του νέου αυτού χρέους.

Το πιο ρηξικέλευθο τμήμα της πρότασης αφορά τον τρόπο διάθεσης των κονδυλίων: η κάθε χώρα θα εισπράξει ανάλογα με το μέγεθος της ζημιάς που έχει υποστεί λόγω της πανδημίας, ανεξάρτητα από την συνεισφορά της στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό (και, συνεπώς, στην αποπληρωμή του δανείου). Ο ρόλος, λοιπόν, του Ταμείου δεν θα περιοριστεί στη διευκόλυνση της χρηματοδότησης των δαπανών κάθε κράτους-μέλους, όπως π.χ. θα συνέβαινε στην περίπτωση έκδοσης ευρωομολόγων. Το Ταμείο θα καταστεί φορέας σημαντικής αναδιανομής εντός της ΕΕ, η οποία θα βασίζεται στη συλλογική ασφάλιση μεταξύ των κρατών-μελών για τη σημερινή κρίση, δηλαδή στην αρχή της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Οι χώρες οι οποίες πλήττονται περισσότερο θα εισπράξουν περισσότερα από τη συνεισφορά τους στο Ταμείο και, αντιστοίχως, οι χώρες που πλήττονται λιγότερο θα συνεισφέρουν περισσότερα από όσα θα εισπράξουν.

Η γαλλο-γερμανική πρόταση, λοιπόν, μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης μέσω των δύο σημαντικών καινοτομιών που εισαγάγει: την αμοιβαιοποίηση του δανεισμού και, κυρίως, την στοχευμένη παροχή κονδυλίων προς αυτούς που το έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. 

Η σημαντικότερη συνεισφορά, όμως, του Ταμείου Ανάκαμψης στην ευρωπαϊκή ενοποίηση ενδέχεται να συμβεί σε βάθος χρόνου και αφορά το προηγούμενο που δημιουργεί. Αν η πορεία του Ταμείου κριθεί επιτυχής, τότε θα υπάρξει πίεση να επεκταθεί περαιτέρω ο προϋπολογισμός της ΕΕ χρησιμοποιώντας την ίδια αρχή της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Η αρχή αυτή βασίζεται στην παραδοχή ότι οι ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις, όπως η ευρω-κρίση χθες και η πανδημία σήμερα, και καμία χώρα, όσο καλά προετοιμασμένη και να είναι, δεν έχει απόλυτη ανοσία από όλους τους κινδύνους. Ένα κοινά χρηματοδοτούμενο σύστημα που θα παρέχει εκ των υστέρων αναδιανομή προς τις πληττόμενες χώρες μπορεί να είναι συμφέρον για όλες τις χώρες, ακόμα και τις πιο πλούσιες, και να οδηγήσει στην ευρύτερη σταθεροποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας και κοινωνίας. Με άλλα λόγια, ένα επιτυχημένο παράδειγμα ευρωπαϊκής αλληλεγγύης μπορεί να αποτελέσει καθοριστικό προηγούμενο για την εφαρμογή και άλλων προγραμμάτων με παρόμοια χαρακτηριστικά, όπως το πανευρωπαϊκό ταμείο ανεργίας και η πανευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων, προγράμματα τα οποία συζητήθηκαν πολύ την τελευταία δεκαετία, αλλά δεν υλοποιήθηκαν.

Η γαλλο-γερμανική πρόταση, λοιπόν, αποτελεί ένα θαρραλέο και, σε μεγάλο βαθμό, αναπάντεχο βήμα, το οποίο δημιουργεί πολύ θετικές προοπτικές για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ο δρόμος, όμως, παραμένει δύσκολος καθώς εκκρεμούν πολλά πολιτικά και τεχνικά ζητήματα. Πρέπει να καμφθούν οι αντιδράσεις των διαφωνούντων χωρών, πρέπει να καθοριστούν τα κριτήρια για τη χρηματοδότηση και, τέλος, το «προσωρινό», κατά την πρόταση, Ταμείο να γίνει «ουδέν μονιμότερο». Αλλά ο χάρτης πλέον υπάρχει. Τώρα πρέπει να τον ακολουθήσουμε.

*Ο Μανώλης Γαλενιανός είναι καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου

 

kathimerini.gr