Ανάπτυξη από 0,8% έως 2,2% φέτος προβλέπει η Wood
Stress test στις αντοχές της ελληνικής οικονομίας απέναντι στη ραγδαία εξάπλωση του κορωνοϊού διενεργούν οι διεθνείς οίκοι, δεδομένου και του μεγάλου βάρους που έχει ο τουρισμός στην ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ. Σύμφωνα με την Wood, το «χτύπημα» στην ελληνική οικονομία θα εξαρτηθεί από το πόσο θα διαρκέσει η επιδημία και έτσι, με βάση το καλό και το κακό σενάριο, εκτιμά ότι η ανάπτυξη φέτος θα κινηθεί από το 0,8% έως το 2,2%. Κατά την Capital Economics, η ελληνική οικονομία θα είναι από εκείνες που θα πληγούν περισσότερο από αυτή την κρίση, λόγω αλλαγών στην καταναλωτική συμπεριφορά.
Σύμφωνα με την Wood, οι προοπτικές ανάπτυξης του ελληνικού ΑΕΠ έχουν επιδεινωθεί καθώς η επιδημία του κορωνοϊού εξαπλώνεται γρήγορα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, περιορίζοντας δραματικά τα έσοδα από τον τουρισμό αυτό το έτος. Πάντως θεωρεί ότι ο κορωνοϊός είναι ένα μεταβατικό εξωτερικό σοκ, το οποίο δεν μειώνει την ευνοϊκή τάση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια.
Πιο αναλυτικά, οι ενδείξεις που υπάρχουν για τους δύο πρώτους μήνες του 2020 δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία οδεύει προς ανάπτυξη της τάξης του 2,5%-3%. Ωστόσο, η ταχεία εξάπλωση της επιδημίας του κορωνοϊού θέτει κινδύνους για τις προοπτικές του τρέχοντος έτους, οι οποίοι δεν εμφανίζονται ακόμη στα διαθέσιμα στοιχεία.
Με τα έως τώρα δεδομένα, και με την υπόθεση ότι η επιδημία θα περιοριστεί μέσα σε λίγους μήνες –και η έτσι Ελλάδα θα επηρεαστεί στο 50% της τουριστικής περιόδου (μέχρι τον Ιούνιο)– η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα κινηθεί στο 1,8% με 2,5%, λόγω και του άμεσου «χτυπήματος» από τον τουρισμό. Ωστόσο, όπως τονίζει η Wood, είναι πολύ πιθανό να υπάρξουν δευτερογενείς επιδράσεις οι οποίες θα οδηγήσουν σε περαιτέρω απώλειες της τάξης του 0,3% με 0,5% του ΑΕΠ, λόγω της μείωσης των επενδύσεων και της εγχώριας ζήτησης. Ετσι, υπό αυτό το «καλό» σενάριο, η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα επιβραδυνθεί φέτος στο 1,3% έως 2,2%.
Σε περίπτωση ωστόσο που η επιδημία συνεχιστεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2020 θα περιοριστεί στο 0,8%-1,2%.
Τα «όπλα» της χώρας
Πάντως, η Wood υπογραμμίζει ότι η ελληνική οικονομία έχει αρκετά «όπλα», τα οποία δεν αναμένεται να χαθούν λόγω κορωνοϊού. Ο κλάδος των ακινήτων και των κατασκευών έχει ανακάμψει σημαντικά, ο τραπεζικός κλάδος έχει αρχίσει να ομαλοποιείται και το κόστος δανεισμού έχει μειωθεί έντονα. Αυτοί οι παράγοντες ενδέχεται να συναντήσουν προσωρινά εμπόδια φέτος, αλλά η θετική δυναμική τους δεν θα αλλάξει. Παράλληλα, η Ελλάδα διατηρεί ένα υψηλό cash buffer, οι ανάγκες χρηματοδότησης είναι ελάχιστες έως το 2022 και αναμένεται να επωφεληθεί από την πιθανή ένταξη στο QE το επόμενο έτος.
Από την πλευρά της, η Capital Economics αναφέρει ότι η εξάπλωση του κορωνοϊού στην Ευρώπη σημαίνει ότι οι καταναλωτικές δαπάνες και ο τουρισμός είναι πιθανόν να πληγούν περισσότερο τους ερχόμενους μήνες, παρά οι αλυσίδες εφοδιασμού και οι εξαγωγές, οι οποίες αρχικά φάνηκαν πιο ευάλωτες. Αυτό σημαίνει ότι οι χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο. Οπως εκτιμά, η οικονομία της Ευρωζώνης θα συρρικνωθεί απότομα στο δεύτερο τρίμηνο ως αποτέλεσμα του ιού, και καμία οικονομία δεν θα μείνει αλώβητη. Οσο ο ιός περιοριζόταν κυρίως στην Κίνα, η Γερμανία φαινόταν να είναι η πιο ευάλωτη, δεδομένου ότι εξάγει περισσότερα στην Κίνα από άλλα κράτη-μέλη και είναι πιο εκτεθειμένη στη διακοπή της αλυσίδας εφοδιασμού. Πλέον, οι οικονομίες που εξαρτώνται περισσότερο από τον τουρισμό, όπως αυτές του Νότου, εκτιμάται ότι θα δεχθούν το μεγαλύτερο χτύπημα, καθώς ο κόσμος πλέον θα αποφεύγει μαζικά τα ταξίδια.
Τα ταξίδια
Επιπλέον, ένα μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών των νοικοκυριών στις οικονομίες της ευρωπεριφέρειας, όπως τονίζει η Capital Economics, πηγαίνει σε αγαθά και υπηρεσίες τα οποία θεωρεί ότι είναι ευάλωτα στις αλλαγές στη συμπεριφορά των καταναλωτών λόγω του ιού. Το μερίδιο των δαπανών για τις μεταφορές, την ψυχαγωγία, τις διακοπές και τη διαμονή διαμορφώνεται σε σχεδόν 25% στην Ελλάδα, έναντι μόνο 14% στη Γερμανία.
Τέλος, ένα μεγαλύτερο μερίδιο της συνολικής παραγωγής των χωρών αυτών προέρχεται από κλάδους στους οποίους είναι δύσκολο οι δραστηριότητες να γίνουν εξ αποστάσεως, όπως οι λιανικές πωλήσεις, η φιλοξενία και η μεταποίηση.