Ανάπτυξη με χαμηλές ταχύτητες «βλέπει» η Ε.Ε.
Λιγότερο αισιόδοξη από την κυβέρνηση στο θέμα της ανάπτυξης είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις φθινοπωρινές της προβλέψεις, ενώ αντίθετα στα δημοσιονομικά προβλέπει ελαφρώς μεγαλύτερο υπερπλεόνασμα για φέτος από αυτό της κυβέρνησης, αν και υπό προϋποθέσεις.
Η Κομισιόν επισημαίνει, επίσης, ότι δεν έχει ενημερωθεί σε λεπτομέρειες για ένα ενδεχόμενο κοινωνικό μέρισμα και προειδοποιεί για δημοσιονομικούς κινδύνους εξαιτίας των αναμενόμενων νέων δικαστικών αποφάσεων για τις συντάξεις και εξαιτίας των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων.
Για την ανάπτυξη, ξεκινάει από χαμηλή βάση για φέτος, προβλέποντας ρυθμό 1,8%, έναντι κυβερνητικής πρόβλεψης για 2%, ενώ για το 2020 ανεβάζει τον πήχυ στο 2,3%, αρκετά κάτω από την πρόβλεψη της κυβέρνησης για 2,8%. Προβλέπει, μάλιστα, νέα υποχώρηση στο 2% το 2021, σκιαγραφώντας έναν ορίζοντα με χαμηλές σχετικά πτήσεις της ελληνικής οικονομίας.
Για τις εξαγωγές σημειώνει ότι η επιβράδυνσή τους, λόγω του υποτονικού εξωτερικού περιβάλλοντος, θα αντισταθμιστεί εν μέρει από τη σταθερή βελτίωση των μεριδίων αγοράς των ελληνικών εξαγωγών. Επικροτεί, επίσης, η Κομισιόν τα φορολογικά μέτρα του 2020, για να καταλήξει ότι όλα αυτά είναι που οδηγούν στην επιτάχυνση της ανάπτυξης στο 2,3% το 2020. Επισημαίνει, βεβαίως, και κινδύνους αναδεικνύοντας, εκτός από την πιθανή μεγαλύτερη υποχώρηση της εξωτερικής ζήτησης, την υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Μια πρακτική που ακολουθήθηκε συστηματικά στο παρελθόν.
Από την άλλη, ενισχυτικά στην ανάπτυξη θα μπορούσε να λειτουργήσει η βελτίωση του επιχειρηματικού και καταναλωτικού κλίματος, επισημαίνει. Προσθέτει, όμως, ότι αυτά «απομένουν να μεταφραστούν σε σημαντικές αυξήσεις δαπανών».
Σε ό,τι αφορά τον προϋπολογισμό του 2019, η Κομισιόν παίρνει πίσω τις εκτιμήσεις της του καλοκαιριού για δημοσιονομικό κενό και επισημαίνει ότι τα μέτρα του Μαΐου, κόστους 0,7% του ΑΕΠ, αντισταθμίστηκαν από την «ευνοϊκή συλλογή εσόδων, στο φόντο μιας ισχυρής αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος, καθώς και από τη μείωση της οροφής των δαπανών».
Ετσι, προβλέπει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα κλείσει φέτος στο 3,8% του ΑΕΠ, από 3,68% του ΑΕΠ που προβλέπει η κυβέρνηση, με το εκτιμώμενο υπερπλεόνασμα να διαμορφώνεται έτσι στα 570 εκατ. ευρώ, έναντι 326 εκατ. ευρώ που προβλέπει το προσχέδιο του προϋπολογισμού. Η εκτίμηση αυτή, πάντως, διατυπώνεται υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει ήδη εξοφληθεί το κονδύλι των Υπηρεσιών Κοινής Ωφελείας (YKΩ) της ΔΕΗ (σ.σ. υπολογίζεται στα 200 εκατ. ευρώ) από το αποθεματικό «και δεν θα υπάρξει επιπλέον πακέτο κοινωνικών δαπανών, επιπλέον των τρεχόντων σχεδίων, καθώς κάτι τέτοιο δεν ανακοινώθηκε με επαρκές επίπεδο λεπτομέρειας».
Επιπροσθέτως, η πρόβλεψη διατυπώνεται θεωρώντας δεδομένη τη δέσμευση της κυβέρνησης ότι το κόστος της πρόσφατης απόφασης του ΣτΕ θα καλυφθεί από τον προϋπολογισμό του υπουργείου Εργασίας.
Ωστόσο επισημαίνεται ότι υπάρχουν κίνδυνοι από άλλες εν εξελίξει δικαστικές υποθέσεις, από αποφάσεις του παρελθόντος για το μισθολόγιο του Δημοσίου και για τον αριθμό των συμβασιούχων.