Ανοσοθεραπεία δημιουργεί ελπίδες καλύτερης διαχείρισης του διαβήτη
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή ενδοκρινολογίας Τζέφρι Μπλουστόουν του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Σαν Φρανσίσκο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Science Translational Medicine», πραγματοποίησαν τη δοκιμή σε 14 ασθενείς ηλικίας 18 έως 43 ετών.
Στους ασθενείς χορηγήθηκαν ανοσοκύτταρα σε διάφορες δοσολογίες, από πέντε εκατομμύρια έως 2,6 δισεκατομμύρια. Η αρχική αυτή φάση της κλινικής δοκιμής αποσκοπούσε στο να διαβεβαιώσει ότι η μέθοδος είναι ασφαλής και χωρίς σοβαρές παρενέργειες για τους ασθενείς, πράγμα που όντως επιβεβαιώθηκε.
Ο διαβήτης τύπου 1 είναι μια αυτοάνοση πάθηση, στην οποία το ανοσοποιητικό σύστημα, αντί να προστατεύει τον οργανισμό, για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο στρέφεται εναντίον του και καταστρέφει τα ινσουλινο-παραγωγά βήτα-κύτταρα στο πάγκρεας.
Μέχρι σήμερα, μια λύση είναι η καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος με φάρμακα, όμως αυτό μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις για τον ασθενή, όπως να γίνει πιο ευάλωτος στις διάφορες λοιμώξεις και στον καρκίνο.
Η νέα θεραπεία εισάγει στον οργανισμό ανοσοκύτταρα που μπορούν να «φρενάρουν» την αυτοκαταστροφική δράση του ανοσοποιητικού συστήματος στο πάγκρεας, αφήνοντας -κατά τα άλλα- άθικτη την αμυντική ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος του ασθενούς.
Τα κύτταρα που χορηγούνται, έχουν προέλθει από τον ίδιο τον ασθενή και, αφού αφαιρούνται από το σώμα του και ενισχύονται κατάλληλα με μια ειδική τεχνική, επανεισάγονται στον οργανισμό του. Όπως έδειξε η αρχική κλινική δοκιμή, έως το 25% των χορηγούμενων κυττάρων μπορεί να ανιχνευθεί στο αίμα του ασθενούς ένα έτος μετά την θεραπεία.
«Επανεκπαιδεύοντας το ανοσοποιητικό σύστημα, ίσως καταφέρουμε να επιφέρουμε πραγματική αλλαγή στην πορεία της νόσου» δήλωσε ο Μπλουστόουν.
Θα ακολουθήσει η δεύτερη και πιο ουσιαστική φάση της κλινικής δοκιμής, η οποία θα ελέγξει την θεραπευτική αποτελεσματικότητα της μεθόδου, σε συνεργασία με την φαρμακευτική εταιρεία Caladrius
Η ίδια ανοσοθεραπεία θα μπορούσε να δοκιμασθεί και σε άλλες αυτοάνοσες παθήσεις, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα και ο ερυθηματώδης λύκος, αλλά ακόμη και σε μη αυτοάνοσες, όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις, οι νευρολογικές και η παχυσαρκία.