Αποψη: Ο λόρδος Ρότσιλντ και η κίνηση του χρήματος…
Η κυβέρνηση, ξεκινώντας με αφετηρία αφενός την εγχώρια οικονομική κρίση που συνεχίζεται και αφετέρου τη σημαντική ευρωπαϊκή χρηματοδότηση που αναμένεται να ορισθεί για τη χώρα μας, έχει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να επιβάλει συνθήκες ορθολογισμού στο τραπεζικό σύστημα, το οποίο όπως εμφανίζεται σήμερα, από πλευράς οργάνωσης, φιλοσοφίας και διασποράς δυνάμεων, δεν φαίνεται να πείθει ότι μπορεί να στηρίξει αποτελεσματικά την οικονομική ανόρθωση της χώρας.
Η δουλειά των τραπεζών είναι να συγκεντρώνουν χρήματα, μέσω καταθέσεων, και να τα διοχετεύουν σε επιχειρήσεις και ιδιώτες για επενδύσεις ή καταναλωτικούς σκοπούς. Αυτή είναι η πεμπτουσία της τραπεζικής ή, όπως το έθεσε ο λόρδος Ρότσιλντ, «να διευκολύνουν την κίνηση του χρήματος από το σημείο Α όπου βρίσκεται, στο σημείο Β, όπου απαιτείται να βρίσκεται».
Για τις συστημικές τράπεζες στη χώρα μας απαιτείται πλήρης επαναπροσδιορισμός της λειτουργίας τους. Από την κρίση του 2008 και έπειτα, ήταν στην ουσία σε πορεία πτώχευσης όταν και πήραν την πρώτη κρατική ενίσχυση των 28 δισ. ευρώ (πακέτο Αλογοσκούφη) με εγγύηση του Δημοσίου το οποίο, ας σημειωθεί, δεν ήταν σε θέση από τότε να καλύψει ούτε τις δικές του δαπάνες. Στη συνέχεια και μέχρι σήμερα, έχουν απορροφήσει (συμπεριλαμβανόμενης και της επί ΣΥΡΙΖΑ ανακεφαλαιοποίησης) αστρονομικές ενισχύσεις δεκάδων δισ. ευρώ, χωρίς καμία βελτίωση δεικτών, ενώ η χρηματιστηριακή τους αξία βρίσκεται περίπου στα 4 δισ. (από 35 δισ. το 2015).
Συνεπείς βέβαια στην επικοινωνιακή τους τακτική, αποφεύγουν οποιαδήποτε αυτοκριτική ή ανάληψη ευθύνης, κατηγορώντας εμμέσως το Δημόσιο για τη σημερινή τους δυσπραγία. Το Δημόσιο φυσικά και δεν είναι άμοιρο ευθυνών, διότι μέσω του πολιτικού συστήματος τους αύξανε συνεχώς και αλόγιστα τις κρατικές εγγυήσεις, αρκεί μέρος αυτών να διοχετεύονταν στην αγορά δικών του ομολογιακών τίτλων. Ομως οι τράπεζες, κατά βάση, εκφυλίσθηκαν, διότι ώθησαν μαζικά τους πελάτες τους σε «εθιστικό» δανεισμό, δανειοδοτώντας τους πάντες, με το επιχείρημα «να προλάβουμε τον ανταγωνισμό», ενώ δεν είχαν καν την πρόνοια να προβλέψουν μεταφορά κινδύνου και να ασφαλίσουν τα δάνεια τους, κατά το πρότυπο αλλοδαπών τραπεζών.
Σήμερα, αντιμέτωπες με το τεράστιο απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (που αναμένεται να αυξηθεί περισσότερο λόγω της υγειονομικής κρίσης) θεωρούν πανάκεια το σχέδιο «Ηρακλής» (παρά τις αδυναμίες του), ενώ αντιτίθενται (όπως και κάποια μέλη της κυβέρνησης) στην πρόταση εξυγίανσης του διοικητή της ΤτΕ Γ. Στουρνάρα για δημιουργία μιας bad bank, σχέδιο που ήδη επεξεργάζονται επισταμένως σε Φρανκφούρτη και Βρυξέλλες.
Δυστυχώς τα δέκα χρόνια μνημονίων πέρασαν ανεκμετάλλευτα για την εξυγίανση των τραπεζών. Παρέμειναν φοβικές πολιτικές συντήρησης «κεκτημένων», αυτοπροστασίας των διοικήσεων, σίγουρες χρηματοδοτήσεις με κάλυψη των δανείων από καταθέσεις ή κρατική εγγύηση, πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης έτη φωτός από τις αντίστοιχες των ευρωπαϊκών τραπεζών, στασιμότητα στη βελτίωση της εσωτερικής τους οργάνωσης (πλην «ελκυστικών» εθελούσιων εξόδων) και μηδενική έκθεση στην υποβοήθηση της επιχειρηματικότητας με ανάληψη επιχειρηματικού ρίσκου.
Πώς θα προχωρήσουμε από εδώ; Εχοντας υπόψη τα παραπάνω, οι όποιες καλές προθέσεις των κυρίων Μητσοτάκη και Γεωργιάδη για ενίσχυση της αγοράς θα κινδυνέψουν να μείνουν στα χαρτιά. Χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, η Αναπτυξιακή Τράπεζα, το ΤΕΠΙΧ ΙΙ, δεν θα μπορέσουν να εκπληρώσουν τον ρόλο τους αν οι τράπεζες δεν τύχουν αυστηρής εποπτείας στη διαχείριση των επενδυτικών πόρων, που είναι χρήματα του κράτους.
Τα τραπεζικά ιδρύματα έχουν επείγουσα ανάγκη όχι μόνο για restart στην προσέγγιση της επιχειρηματικότητας, αλλά και για διοικήσεις τολμηρές, εμπλουτισμένες από ικανούς, καταξιωμένους επιχειρηματικούς παράγοντες και όχι διορισμένα αλλοδαπά στελέχη με πλήρη άγνοια των ιδιαιτεροτήτων της εγχώριας αγοράς.
Οι τράπεζες χρειάζονται υποστήριξη, αλλά στον ρόλο τους ως στυλοβατών της ανάπτυξης της οικονομίας και της βελτίωσης της κοινωνικής ευημερίας και όχι για την στενή εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων, όπως πιθανώς τα εννοούν οι ίδιες.
Κλείνουμε με ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Πρόσφατα η Εθνική Τράπεζα ανακοίνωσε τα αποτελέσματα του πρώτου 3μήνου. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν κάνει ούτε μία αναφορά στις δανειοδοτήσεις! Ούτε λάθος ούτε τυχαίο. Η Εθνική, με τη δύναμη της μακράς ιστορίας της, λειτουργεί σαν παγίδα ρευστότητας. Συγκεντρώνει καταθέσεις τις οποίες δεν μετασχηματίζει σε δάνεια και ρευστότητα προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά (δίνει κάποια ελάχιστα…), αλλά τις εκτρέπει σε επενδύσεις χαρτοφυλακίου. Η πορεία του δείκτη δανείων προς καταθέσεις είναι χαρακτηριστική. Από 70% στο πρώτο 3μηνο του 2019 υποχωρεί συνέχεια και στο πρώτο 3μηνο του 2020 φθάνει στο 64%, καθώς οι καταθέσεις αυξάνονται ενώ τα δάνεια μειώνονται συνεχώς. Αντίθετα, το χαρτοφυλάκιο επενδύσεων της ΕΤΕ, από 9,3 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019, έφτασε τα 11,5 δισ. στο τέλος Μαρτίου 2020.
* Ο κ. Ηλ. Πεντάζος είναι οικονομολόγος, τ. γ.γ. του υπουργείου Οικονομικών, τ. πρόεδρος του ΟΔΔΗΧ.