Αρκαδία, γενέτειρα θεών και ηρώων
Στην καρδιά της Πελοποννήσου, η Αρκαδία είναι ένας τόπος στον οποίον οι αξεπέραστες φυσικές ομορφιές και η μακραίωνη ανθρώπινη δημιουργία εναρμονίζονται σε ένα ταιριαστό σύνολο, ένας προορισμός που προσφέρεται για ολιγοήμερες αποδράσεις ή και πολυήμερες διακοπές όλες κυριολεκτικά τις εποχές του χρόνου.
Την εικόνα της Αρκαδίας συνθέτουν, σε γενικές γραμμές, ο ορεινός όγκος του Mαινάλου με τις ατέλειωτες δασικές εκτάσεις, το οροπέδιο της Τρίπολης και η λεκάνη της Μεγαλόπολης με τα ομώνυμα αστικά κέντρα, ιστορικές κωμοπόλεις όπως το Άστρος, η Δημητσάνα και η Στεμνίτσα, οικισμοί με ιδιαίτερα αξιόλογη τουριστική κίνηση (Βυτίνα, Ίσαρης, Καρίταινα, Κοσμάς, Λεβίδι), ορεινά χωριά με παραδοσιακό χρώμα (Άγιος Πέτρος, Καστανίτσα, Καστρί, Λαγκάδια, Πιάνα, Τρόπαια), η ξακουστή πολιτεία του Λεωνιδίου, οι παραθαλάσσιοι οικισμοί του Παράλιου Άστρους και της Παραλίας Τυρού, σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι (Μαντίνεια, Μεγάλη Πόλις, Ορχομενός, Τεγέα κ.ά.) και εκκλησιαστικά μνημεία.
Η Αρκαδία ανήκει στις περιοχές της Πελοποννήσου με την παλαιότερη κατοίκηση. Κατά τον Hρόδοτο και άλλους αρχαίους συγγραφείς, οι Aρκάδες και οι Kυνούριοι ήταν αυτόχθονες.
Tο έθνος των Aρκάδων, όπως αναφέρει ο Aριστοτέλης, κατοικούσε κατά κώμας, με αυτόνομο πολιτικό βίο και κοινούς ηθικούς δεσμούς.
Στους Iστορικούς Xρόνους οι έως τότε μικροί αρκαδικοί συνοικισμοί ενώθηκαν και δημιούργησαν μεγάλες πόλεις (Mαντίνεια, Oρχομενός, Tεγέα κ.ά.), που και αυτές ενώθηκαν μετά τη μάχη στα Λεύκτρα (371 π.X.) υπό την ηγεσία των Θηβαίων. Mετά την υποδούλωση στους Pωμαίους (146 π.X.) η περιοχή άρχισε να παρακμάζει.
Επί Tουρκοκρατίας η Tρίπολη ήταν σημαντικό διοικητικό κέντρο, γι’ αυτό και υπήρξε θέατρο σφοδρών πολεμικών συγκρούσεων, όπως και ολόκληρη η Aρκαδία, κατά την Eπανάσταση του 1821.
Η Τρίπολη (Τριπολιτσά, η ιστορική ονομασία της), πρωτεύουσα της Περιφερειακής Ενότητας Αρκαδίας, είναι χτισμένη σε ένα κατάφυτο, γόνιμο οροπέδιο (υψόμετρο 655), που περιβάλλεται από ορεινούς όγκους.
Η πόλη, με νεοκλασικά κτίρια, παραδοσιακά σπίτια, μεγάλες πλατείες, καταπράσινα πάρκα και σύγχρονα οικοδομήματα, αποτελεί σημαντικό αγροτικό, εμπορικό και συγκοινωνιακό κέντρο της Πελοποννήσου.
Στην ευρύτερη περιοχή της Τρίπολης βρίσκονται δύο αρχαιολογικοί χώροι εξέχουσας σημασίας, η Μαντίνεια και η Τεγέα.
Σε απόσταση 14 χιλιομέτρων Β από την Τρίπολη βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της Μαντίνειας, μιας από τις παλαιότερες και σημαντικότερες αρκαδικές πόλεις, που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία ολόκληρης της Πελοποννήσου.
Εντυπωσιακά είναι τα κατάλοιπα του ισχυρού οχυρωματικού τείχους που περιέκλειε τη Μαντίνεια. Οι ανασκαφικές έρευνες έχουν αποκαλύψει, μεταξύ άλλων, το θέατρο, το βουλευτήριο, την αγορά των Ελληνιστικών και των Ρωμαϊκών Χρόνων, ναούς της Ήρας και (πιθανώς) του Δία Σωτήρα.
Η Τεγέα, που κατείχε το νότιο τμήμα του οροπεδίου της Τρίπολης (το βόρειο ανήκε στη Μαντίνεια), υπήρξε μια από τις σπουδαιότερες αρχαίες πόλεις της Πελοποννήσου. Οι Τεγεάτες συγκρούστηκαν επανειλημμένα με τους Σπαρτιάτες εξαιτίας συνοριακών διαφορών.
Tο σημαντικότερο μνημείο του αρχαιολογικού χώρου είναι ο δωρικός ναός της Aλέας Aθηνάς, κτίσμα του α’ μισού του 4ου αιώνα π.Χ., που οικοδομήθηκε από το φημισμένο παριανό γλύπτη και αρχιτέκτονα Σκόπα.
Στο μέσον περίπου της διαδρομής από την Τρίπολη προς τη Μεγαλόπολη, σε όμορφο φυσικό περιβάλλον, είναι χτισμένη η Ασέα (χωρίζεται σε πάνω και κάτω χωριό, Ασέα και Κάτω Ασέα), πατρίδα του ποιητή και στιχουργού Νίκου Γκάτσου. Η ομώνυμη αρχαιότατη πόλη της Αρκαδίας είχε ιδρυθεί από τον ήρωα Ασεάτη. Tα καλύτερα διατηρημένα λείψανα της αρχαίας Ασέας ανάγονται στους Eλληνιστικούς Xρόνους.
Η Μεγαλόπολη (γνωστή παλαιότερα ως Σινάνο), απλωμένη στο κέντρο σχεδόν του ομώνυμου αρκαδικού λεκανοπεδίου με τα πλούσια λιγνιτικά κοιτάσματα, γνώρισε μεγάλη πληθυσμική ανάπτυξη μετά το 1970, όταν άρχισαν να λειτουργούν στην περιοχή οι δύο πρώτες μονάδες του θερμοηλεκτρικού σταθμού της ΔEH (ΑΗΣ Μεγαλόπολης).
Σε μικρή απόσταση από το σύγχρονο οικιστικό κέντρο της Μεγαλόπολης ήταν χτισμένη η αρχαία πόλη, η Mεγάλη Πόλις, πυρήνας της Aρκαδικής Oμοσπονδίας. Η πόλη αυτή ιδρύθηκε από συνοικισμό αρκαδικών κωμών, κατόπιν διαταγής του θηβαίου στρατηγού Επαμεινώνδα, μετά τη νίκη του τελευταίου επί των Σπαρτιατών στα Λεύκτρα, το 371 π.Χ.
Οι ανασκαφικές έρευνες έχουν αποκαλύψει το θέατρο, το Θερσίλειο βουλευτήριο, όπου συνεδρίαζαν οι αντιπρόσωποι των αρκαδικών πόλεων, λείψανα της αγοράς και των τειχών.
Στην ευρύτερη περιοχή της Μεγαλόπολης βρίσκεται το Λεοντάρι, χωριό με αξιόλογες βυζαντινές εκκλησίες και ερείπια φράγκικου κάστρου.
Εξάλλου, σε απόσταση 15 χλμ Δ από τη Μεγαλόπολη, στις νότιες υπώρειες του Λυκαίου όρους, βρίσκονται τα λείψανα της Λυκόσουρας, της πρώτης κατά τον Παυσανία πόλης που είδε το φως του ήλιου. Η αρχαιότατη πόλη, σύμφωνα με τις παραδόσεις, ιδρύθηκε από τον Λυκάονα, γιο του Πελασγού και γενάρχη των Αρκάδων.
Οι ανασκαφικές έρευνες αποκάλυψαν, μεταξύ άλλων, κατάλοιπα του ιερού της τοπικής θεότητας, της Δέσποινας, που υπήρξε σημαντικό κέντρο λατρείας των Αρκάδων και άκμασε μέχρι το τέλος των Ρωμαϊκών Χρόνων.
Σύμφωνα με τη μυθολογία των Αρκάδων, στο Λύκαιο γεννήθηκαν ο Ζευς και ο Ποσειδών, αλλά και άλλοι θεοί. Στο ιερό όρος των Αρκάδων κατοικούσε ο Παν, προστάτης των βουνών, των δασών, των ποιμένων και των κοπαδιών.
Πέραν των προαναφερθέντων, η Μεγαλόπολη βρίσκεται στην κορυφή ενός νοητού τριγώνου που σχηματίζει στο χάρτη της Αρκαδίας μαζί με τον Ίσαρη και την Καρίταινα.
Ο Ίσαρης απλώνεται αμφιθεατρικά σε μια καταπράσινη βουνοπλαγιά (βελανιδιές, πλατάνια, κυπαρίσσια, πεύκα, καρυδιές) με θέα στον κάμπο της Mεσσηνίας και την πεδιάδα της Mεγαλόπολης. Κοντά του, στα όρια Αρκαδίας και Μεσσηνίας, ανάμεσα στα χωριά Βάστα Αρκαδίας και Δασοχώρι Μεσσηνίας, βρίσκεται ένα εξαιρετικό θρησκευτικό μνημείο, το βυζαντινό εκκλησάκι της Αγίας Θεοδώρας, που κατά την επικρατέστερη εκδοχή χρονολογείται από τον 11ο/12ο αιώνα.
Την Καρίταινα, που είναι χτισμένη σε απότομη πλαγιά, στολίζουν πέτρινα διώροφα ή τριώροφα σπίτια, στενοί πλακόστρωτοι δρόμοι και παλαιές εκκλησίες. Ο οικισμός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο επί Φραγκοκρατίας και Tουρκοκρατίας.
Το κάστρο της Καρίταινας, από τα πλέον εντυπωσιακά της Πελοποννήσου, χτισμένο πάνω σε λόφο (υψόμετρο 582), χρονολογείται στα μέσα του 13ου αιώνα. Σήμερα είναι ερειπωμένο στο εσωτερικό, τα εξωτερικά όμως τείχη του διατηρούνται σε σχετικά καλή κατάσταση.
Μια έκταση εκατοντάδων χιλιάδων στρεμμάτων, από το οροπέδιο της Τρίπολης έως το φαράγγι του ποταμού Λούσιου (περιοχή Δημητσάνας), τα Λαγκάδια και την τεχνητή λίμνη του Λάδωνα, καταλαμβάνεται από τον κατάφυτο ορεινό όγκο του Μαινάλου, ένα γεωμορφολογικό σχηματισμό με πραγματικά εντυπωσιακό ανάγλυφο, καθώς οι κορυφές, οι χαράδρες, τα οροπέδια, τα σπηλαιοβάραθρα, τα ορεινά και τα υποαλπικά λιβάδια εναλλάσσονται συνεχώς.
Το υπέροχο ελατοδάσος (κεφαλληνιακή ελάτη) του Μαινάλου, οι συστάδες δρυών, πεύκων, κέδρων, σφενδάμνων και πρίνων, τα γραφικά μονοπάτια, οι πηγές, οι πετρόχτιστες βρύσες και τα γεφύρια συνθέτουν ένα ειδυλλιακό τοπίο, το οποίο κοσμούν ιστορικά χωριά και παραδοσιακοί οικισμοί, ξακουστά μοναστήρια και παλαιές εκκλησίες.
Η γνωριμία με τη Βυτίνα, τη Δημητσάνα, τα Λαγκάδια, το Λεβίδι, τη Στεμνίτσα, την Αλωνίσταινα, το Βαλτεσινίκο, το Ελληνικό και την Πιάνα φέρνει τους ταξιδιώτες σε επαφή με οικιστικά σύνολα μεγάλης λαογραφικής και ιστορικής αξίας, σε ένα περιβάλλον εξαιρετικού κάλλους.
Όμως, το Μαίναλο αποτελεί και έναν τόπο φορτισμένο με ιστορικές μνήμες, καθώς οι περήφανοι, ακατάβλητοι και ανυπότακτοι κάτοικοί του διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις κρίσιμες ιστορικές περιόδους του ελληνισμού, προπάντων δε στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821.
Το Χιονοδρομικό Κέντρο Μαινάλου και το ορειβατικό καταφύγιο «Πάνος Αλεξόπουλος», στο οροπέδιο της Οστρακίνας, κάτω από την ψηλότερη κορυφή του Μαινάλου (Προφήτης Ηλίας, υψόμετρο 1.981), προσελκύουν τους λάτρεις των χειμερινών σπορ, της ορειβασίας και της αναρρίχησης.
Όσοι πάλι επιθυμούν να απολαύσουν τις ομορφιές της φύσης και να επιδοθούν σε δραστηριότητες εναλλακτικού τουρισμού ανακαλύπτουν στο Μαίναλο αυτό που αποζητούν: ράφτινγκ, καγιάκ, ορεινή ποδηλασία, πεζοπορικές διαδρομές και διάσχιση φαραγγιών προσφέρουν ωραίες εικόνες και έντονες συγκινήσεις.
Η τουριστική υποδομή της ευρύτερης περιοχής του Μαινάλου είναι άκρως ικανοποιητική. Τους ταξιδιώτες υποδέχονται και εξυπηρετούν παραδοσιακοί ξενώνες και αρχοντικά, φροντισμένα τουριστικά καταλύματα, ταβέρνες και μεζεδοπωλεία με ξεχωριστές γεύσεις, καταστήματα με τοπικές νοστιμιές και είδη λαϊκής τέχνης.
Τη μεγαλύτερη κίνηση στον ορεινό όγκο του Μαινάλου συγκεντρώνουν η Βυτίνα, κεφαλοχώρι με θαυμάσια τουριστική υποδομή, χτισμένο σε μια περιοχή εξαιρετικού φυσικού κάλλους, η Δημητσάνα, κωμόπολη απλωμένη αμφιθεατρικά σε μια φύσει οχυρή θέση, πάνω από το φαράγγι του ποταμού Λούσιου, με ένα άκρως ενδιαφέρον Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης, το γραφικό Λεβίδι, τόπος καταγωγής του διακεκριμένου πολιτικού και κοινωνιολόγου Αλέξανδρου Παπαναστασίου, με το ευρέως γνωστό σπήλαιο Κάψια και τον αρχαίο Ορχομενό σε μικρή απόσταση, και η Στεμνίτσα, κωμόπολη της Γορτυνίας με πετρόχτιστα σπίτια, χτισμένη αμφιθεατρικά στις δυτικές πλαγιές του ελατοσκέπαστου Mαινάλου.
Το ενδιαφέρον των ταξιδιωτών προσελκύουν, επίσης, τα Λαγκάδια, πατρίδα μαστόρων, χτιστάδων και αγωνιστών του 1821, ένα από τα πλέον εντυπωσιακά χωριά της χώρας μας, το Δάρα, γραφικό χωριό, χτισμένο στους βόρειους πρόποδες του Μαινάλου, κοντά στα σύνορα της Αρκαδίας με την Αχαϊα και την Κορινθία, η Βλαχέρνα, παραδοσιακός οικισμός με προσεγμένη ρυμοτομία, πλατείες και βρύσες, πάνω στη διαδρομή από το Λεβίδι προς τη Βυτίνα, η Πιάνα, παραδοσιακός οικισμός, ορμητήριο κλεφτών επί Τουρκοκρατίας και κέντρο ανεφοδιασμού των αγωνιστών κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, το Λιμποβίσι, όπου έζησαν και έδρασαν οι ανυπότακτες γενιές των Κολοκοτρωναίων, το Βαλτεσινίκο, με σπίτια αντιπροσωπευτικά της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της Γορτυνίας, η Αλωνίσταινα, παραδοσιακός οικισμός με διάσελο εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς (στη διαδρομή προς τη Βυτίνα), και το Ελληνικό, χωριό απλωμένο σε λόφο.
Σε έναν άλλο μεγάλο ορεινό όγκο με ιδιαίτερη φυσική ομορφιά, αυτόν του Πάρνωνα, βρίσκονται, μεταξύ άλλων οικισμών της Περιφερειακής Ενότητας Αρκαδίας, το κεφαλοχώρι του Αγίου Πέτρου, το Καστρί και τα Άνω Δολιανά, μακρύτερα δε η Καστανίτσα και ο Κοσμάς.
Τα Άνω Δολιανά είναι ένα γραφικό χωριό, χτισμένο σε υψόμετρο 1.050, με ωραία καλντερίμια και πετρόχτιστα παραδοσιακά σπίτια, σε περιοχή κατάφυτη από καστανιές, καρυδιές και κερασιές. Το χωριό είναι γνωστό για τα κάστανά του, αλλά και για τη μάχη που έλαβε χώρα εδώ μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821.
Ο Κοσμάς, σε υψόμετρο 1.150, είναι ένα από τα ωραιότερα χωριά της Αρκαδίας. Το «μπαλκόνι της Κυνουρίας» είναι χτισμένο αμφιθεατρικά, ανάμεσα σε έλατα, καστανιές, καρυδιές και πλατάνια, σε περιοχή με άφθονα τρεχούμενα νερά, πηγές και ρεματιές.
Στην περιοχή του Κοσμά, στη θέση «Καρυά», βρέθηκε το αγαλματίδιο του Μαλεάτη Απόλλωνος, ένα αριστούργημα της λακωνικής χαλκοτεχνίας, που φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Ιδιαίτερης ομορφιάς είναι η διαδρομή από τον Κοσμά προς το Λεωνίδιο, με το μοναδικού κάλλους φαράγγι του Δαφνώνα, τη μονή της Έλωνας (ένα από τα γραφικότερα θρησκευτικά προσκυνήματα της Πελοποννήσου, χτισμένο στο κοίλωμα μιας επιβλητικής κοκκινωπής ορθοπλαγιάς) και τα εκπληκτικής ωραιότητας δάση του Πάρνωνα.
Στο βορειοδυτικό τμήμα της Αρκαδίας, κοντά στο φράγμα και την τεχνητή λίμνη του Λάδωνα, τοπίο εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς, βρίσκονται τα Τρόπαια, ορεινό χωριό, χτισμένο αμφιθεατρικά σε υψόμετρο 760.
Μια ξεχωριστή ενότητα της Αρκαδίας αποτελούν το Άστρος Κυνουρίας, γνωστό ως τόπος συγκλήσεως της Β’ Εθνοσυνελεύσεως των επαναστατημένων Ελλήνων, την άνοιξη του 1823, και το επίνειό του, το Παράλιο Άστρος, με νησιώτικο χρώμα και μεγάλη τουριστική κίνηση.
Στην ευρύτερη περιοχή του Άστρους Κυνουρίας, κοντά σε ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα ολόκληρης της Αρκαδίας, τη μονή Λουκούς, βρίσκεται ένα ιδιαίτερα αξιόλογο μνημειακό συγκρότημα της αρχαιότητας, η έπαυλη του Ηρώδη του Αττικού.
Νοτιότερα, ανάμεσα στον επιβλητικό Γερόβραχο του Πάρνωνα (ύψους 450 μέτρων) και τα καταγάλανα νερά του Αργολικού κόλπου και του Μυρτώου πελάγους, βρίσκεται ο Τυρός, όμορφη παραθαλάσσια κωμόπολη της Αρκαδίας, που αποτελείται από τρεις οικισμούς: την Παραλία Τυρού, τουριστικό θέρετρο με δαντελωτές ακρογιαλιές και καθαρές παραλίες, τα Σαπουνακαίικα και τον Άνω Τυρό.
Ο Τυρός, τμήμα της ιστορικής Τσακωνιάς (περιοχής της επαρχίας Κυνουρίας), είναι μια πολιτεία με μακραίωνη ναυτική παράδοση, άρρηκτα δεμένη με τη θάλασσα και τη ναυτοσύνη. Ως γνωστόν, τα καΐκια του Τυρού ταξίδευαν το 19ο και τον 20ό αιώνα σε ολόκληρο το Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
Όμως, το χαρακτηριστικό εκείνο που δίνει ένα πραγματικά μοναδικό χρώμα στον Τυρό είναι τα τσακώνικα, η αρχαιοπρεπής γλωσσική διάλεκτος (κατάγεται από την αρχαία δωρική διάλεκτο της Λακωνίας) που ακόμη και σήμερα ακούγεται εκεί, αφού χρησιμοποιείται από ντόπιους προχωρημένης ηλικίας.
Κοντά στο νοτιοανατολικό άκρο της Αρκαδίας, στα ριζά του εντυπωσιακού Κοκκινόβραχου και σε μικρή απόσταση από τις ακτές του Μυρτώου πελάγους, απλώνεται το Λεωνίδιο, η πρωτεύουσα της Tσακωνιάς. Επίνειο του Λεωνιδίου είναι ο οικισμός Πλάκα. Η περιοχή είναι ιδιαίτερα εύφορη και άριστα καλλιεργημένη με οπωροφόρα δέντρα, ελιές και κηπευτικά (ονομαστή είναι η «τσακώνικη μελιτζάνα»).
Μοναδικό χρώμα έχει ο εορτασμός του Πάσχα στο Λεωνίδιο, καθώς τη νύχτα της Αναστάσεως αναβιώνει εκεί ένα από τα πλέον φαντασμαγορικά αναστάσιμα έθιμα της χώρας μας, το έθιμο με τα αερόστατα.