Ασφαλιστικό: Αναντιστοιχία «λόγων και έργων»
Η μελέτη του νομοσχεδίου που κατατέθηκε στο Κοινοβούλιο αναδεικνύει την αναντιστοιχία «λόγων και έργων» της κυβέρνησης. Αποτελεί ουσιαστικά μια ακόμη δημοσιονομικού, εφαρμοστικού και διευθετικού χαρακτήρα παρέμβαση προσαρμοσμένη στις κατευθύνσεις και στη στρατηγική των τριών μνημονίων καθώς και στις αποφάσεις του ΣτΕ. Ως εκ τούτου, στερείται των προϋποθέσεων μιας κοινωνικοασφαλιστικής μεταρρύθμισης και μιας αναγκαίας εναλλακτικής επιλογής που θα ανέτρεπε τον δημοσιονομικό χαρακτήρα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας, εγκαθιδρύοντας νέα στοιχεία κοινωνικού και αναπτυξιακού χαρακτήρα, με ισότητα, οικονομική ισορροπία και σταδιακή βελτίωση του επιπέδου των συντάξεων.
Επιπλέον, αποτελεί ένα νομοσχέδιο περιορισμένων, ακόμη και δημοσιονομικών προσδοκιών, αφού και στη ρητορεία αποκατάστασης των σημαντικών απωλειών (45% – 63 δισ. ευρώ από το 2010 έως το 2019) που έχουν υποστεί οι συνταξιούχοι στη χώρα μας, οι προσδοκίες είναι περιορισμένες και αφορούν σε αριθμό και σε όφελος λίγους συνταξιούχους. Η επιδίωξη αποκατάστασης της αρχής της αναλογικότητας εισφορών – παροχών με τη θέσπιση 6+1 ασφαλιστικών κατηγοριών εισφορών και τα νέα τεκμαρτά επίπεδα εισοδήματος στους αυτοαπασχολούμενους και στους ελεύθερους επαγγελματίες, επιτυγχάνεται, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, με ανισότητες, δεδομένου ότι οι μισθωτοί θα χρηματοδοτούν τη μηνιαία σύνταξη των ελεύθερων επαγγελματιών από 12 μέχρι 21 ευρώ. Η πρόκληση ανισοτήτων μεταξύ των ελεύθερων επαγγελματιών και των μισθωτών παρατηρείται και στο επίπεδο των εισφορών υγείας, όπου, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, οι ελεύθεροι επαγγελματίες στο ανώτερο δεύτερο επίπεδο θα καταβάλλουν μηνιαίως 66 ευρώ, ενώ οι μισθωτοί θα καταβάλλουν μηνιαίως εισφορές υγείας 7% του ασφαλιστέου εισοδήματός τους προκειμένου να απολαύσουν ποσοτικά και ποιοτικά το ίδιο επίπεδο παροχών. Η κατάργηση της αποκαλούμενης 13ης σύνταξης (971 εκατ. ευρώ, 2019) προκειμένου, στο πλαίσιο του ουδέτερου δημοσιονομικού αποτελέσματος, να χρηματοδοτηθεί ένα σημαντικό τμήμα των προκαλούμενων δαπανών του νομοσχεδίου, μειώνει το συνταξιοδοτικό εισόδημα των χαμηλοσυνταξιούχων.
Τέλος, η δημοσιονομική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού νομοσχεδίου επιτυγχάνεται, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, από το γεγονός ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη το 2070 εκτιμάται στο 12% ΑΕΠ (34 δισ. ευρώ) αντιστοιχώντας σε αριθμό συνταξιούχων 2.410.000 ατόμων, ποσοστό πολύ κατώτερο του μνημονιακού πλαφόν του 16,2% του ΑΕΠ και με επίπεδο κύριας και επικουρικής σύνταξης 1.150 ευρώ μεικτά σε σταθερές τιμές (52% συνολικός συντελεστής αναπλήρωσης, από 75% το 2009).
* Ο κ. Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.