Αξιολόγηση: Τι αλλάζει για την Ελλάδα με την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία
Σήμα εξόδου στην Ελλάδα για να βγει από το αυστηρό καθεστώς της εποπτείας έδωσε χθες η Κομισιόν. Η λήξη της ειδικής παρακολούθησης και η μη παράταση της για μετά τον Αύγουστο είναι μία θετική εξέλιξη και δεν αποτελεί έκπληξη καθώς εδώ και μήνες κυβερνητικά στελέχη είχαν προϊδεάσει για αυτό το «happy end» παρά την αβεβαιότητα που προκαλεί η ενεργειακή και γεωπολιτική κρίση. Προφανώς η εξέλιξη έχει μεγάλη σημασία για το οικονομικό κλίμα και αδιαμφισβήτητα δίνει πολιτικό αέρα στην κυβέρνηση- αφού σηματοδοτεί την τυπική λήξη του σίριαλ των Μνημονίων- όμως το happy end δεν είναι ακριβώς τέλος καθότι η παρακολούθηση θα συνεχιστεί μέχρι η Ελλάδα να εξοφλήσει το 75% της χρηματοδοτικής συνδρομής έως περίπου το 2059. Θα πραγματοποιείται μία αξιολόγηση ανά εξάμηνο, αντί ανά τρίμηνο που ίσχυε σήμερα, και εντασσεται στο καθεστώς των χωρών χώρες με προγράμματα στήριξης, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Κύπρος και η Ιρλανδία.
Το περιεχόμενο της 14ης αξιολόγησης δίνει επίσης «ψήφο» εμπιστοσύνης στην πρόθεση της κυβέρνησης να μονιμοποιήσει τις μειώσεις στις ασφαλιστικές εισφορές και την εισφορά αλληλεγγύης ενώ σε συνδυασμό με την εισήγηση για πανευρωπαϊκή παράταση της ρήτρας διαφυγής διευκολύνει το Μέγαρο Μαξίμου – κατά το προεκλογικό 12μηνο έως το 2023- να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στα μέτρα κατά της ακρίβειας. Όμως παρά την ευελιξία που εισηγείται η Κομισιόν, οι Βρυξέλλες συστήνουν παράλληλα συνετή δημοσιονομική πολιτική, ειδικά στις χώρες με υψηλό χρέος, όπως η Ελλάδα. Αυτό δυσκολεύει την εξίσωση για την κυβέρνηση η οποία καλείται να καλύψει ένα μεγάλο κόστος από το ενεργειακό βάρος που έχει “πέσει” πάνω στις πλάτες των καταναλωτών και των επιχειρήσεων.
Έτσι, η παράταση της ενεργοποίησης της ρήτρας διαφυγής για ακόμα ένα έτος δίνει ευελιξία μεν στην ελληνική κυβέρνηση -για ελιγμούς στη λήψη εξτρα μέτρων στήριξης κατά της ακριβειας-ομως οι βηματισμοί του οικονομικού επιτελείου παραμένουν προσεκτικοί καθώς η χώρα έχει υψηλό χρέος, το οποίο αναμένεται να μειωθεί στο 180,2% στο τέλος του 2022 (από το 193,3%το 2021). Υπενθυμίζεται ότι το πρόσφατα κατατεθέν Πρόγραμμα Σταθερότητας προβλέπει έλλειμμα 2% του ΑΕΠ το 2022, το 2023 πρωτογενές πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ, το 2024 στο 2,1% του ΑΕΠ και στο 2,4% το 2025.
Η έκθεση της Κομισιόν προαναγγέλλει επίσης ένα συμπληρωματικό προϋπολογισμό που «ψήνει» μέχρι το Σεπτέμβριο η κυβέρνηση. Δηλαδή φωτογραφίζει ένα έκτακτο πακέτο στήριξης της τάξεως του 0,4% περίπου κοντά στα 800 εκατ ευρώ χωρίς να αναφέρονται οι λεπτομέρειες και έτσι η κυβέρνηση αναμενεται να τραβήξει από τα ταμεία ρευστότητα προκειμένου να χρηματοδοτήσει νέα μέτρα ενώσω η ακρίβεια πιέσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Από τα σκουπίδια στην «έξοδο»
Αυτό που «προσφέρει» η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία είναι τα εύσημα της οικονομικής πολιτικής -παρά τις διαδοχικές κρίσεις- και στέλνει ένα θετικό μήνυμα σε αγορές και επενδυτές. Εφόσον η ελληνική οικονομία καταφέρει και ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα το 2023 – κάτι που προυποθετει πολυ προσεκτικά βήματα ως προς τη δημοσιονομική πολιτική λόγω του υψηλού χρέους- τότε η Ελλάδα θα έχει αποτινάξει τη ρετσινιά της κρίσης του 2009. Τότε με συνεχείς υποβαθμίσεις είχε απωλέσει την επενδυτική βαθμίδα και το ελληνικό αξιόχρεο εισήλθε στην κατηγορία “junk”, με αποτέλεσμα να δανείζεται με απαγορευτικά υψηλά επιτόκια, να αποκλειστεί από τις αγορές και να ακολουθήσουν τα “βοηθήματα” από το ΔΝΤ και την Ε.Ε.
Μήνας – ορόσημο για την έξοδο είναι ο Αύγουστος ενώ η τυπική έγκριση θα γίνει στο Eurogroup της 16ης Ιουνίου. Η απόφαση της τελευταίας εκταμίευσης αναμένεται να ληφθεί τον Δεκέμβριο, με βάση το πρώτο πόρισμα της μετάπρογραμματικής αξιολόγησης που θα δημοσιεύει το Νοέμβριο -όπως και για με τα κράτη που είναι στο ίδιο καθεστώς.
Ηέκθεση «αποτελεί ένα ακόμη βήμα προόδου της χώρας» ανέφερε σε ανάρτησή του ο πρωθυπουργός και υπογράμμισε ότι η ελληνική οικονομία αξιολογείται θετικά για 10η συνεχή φορά στο διάστημα που κυβερνά η Νέα Δημοκρατία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επεσήμανε ‘ότι μετά την άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, την πρόωρη απελευθέρωση από τα δάνεια του ΔΝΤ και τις αναβαθμίσεις των διεθνών οίκων, η εξέλιξη ανοίγει τον δρόμο για την έξοδο από την Ενισχυμένη Εποπτεία και καθιστά εφικτό τον εθνικό στόχο για επενδυτική βαθμίδα το 2023. Κλείνει, έτσι, όπως τονίζει, οριστικά μία πολυετής οικονομική δοκιμασία και έστειλε μήνυμα προς τους πολίτες πως η διεθνής αναγνώριση δίνει κουράγιο να επιμείνουμε στην προστασία της κοινωνίας και στην ανάπτυξη της οικονομίας. «Χωρίς πανηγυρισμούς, αλλά με αίσθημα ευθύνης και αφοσίωσης. Με σκληρή και μεθοδική δουλειά. Παρά τη δύσκολη συγκυρία, η Ελλάδα αλλάζει και βαδίζει μπροστά με αυτοπεποίθηση. Συνεχίζουμε!», καταλήγει η δήλωση. Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταικούρας έκανε λόγο μεταξύ άλλων για αναγνώριση της προσπάθειας πολιτών-πολιτείας, χαρακτηρίζοντας την έκθεση-ορόσημο.
Οι δόσεις και οι σταθμοί
Ηχθεσινή έκθεση προτείνει επίσης την έγκριση του πακέτου «δόσεων» 748 εκατ. ευρώ τον Ιούνιο και ένα ακόμη πακέτο στα τέλη του 2022. Καθορίζει τις δεσμεύσεις που θα ακολουθούν τη χώρα και μετά την έξοδο, με ορόσημο υλοποίησης τον Οκτώβριο, οι οποίες θα «αποτελέσουν τη βάση για να αποφασίσει το Eurogroup για την αποδέσμευση αυτής της τελικής δόσης».
Εξηγεί επίσης πως οι ελληνικές αρχές «έχουν εκπληρώσει την πλειονότητα των δημοσιεύσεων και η Ελλάδα έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να τηρήσει τις δεσμεύσεις της κόντρα στις προκλήσεις από την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Μία σειρά εκκρεμοτήτων που παραμένουν αφορούν τα ληξιπρόθεσμα, το κτηματολόγιο, την κωδικοποίηση της εργατικής νομοθεσίας και το πρωτοβάθμιο σύστημα υγείας. Οι θεσμοί διαπιστώνουν πως η ανάκαμψη παραμένει ισχυρή το 2022 και επαναλαμβάνονται οι εκτιμήσεις για ρυθμό ανάπτυξης 3,5% φέτος και 3,1% το 2023, με βασικό οδηγό τις επενδύσεις και σημειώνεται πως η ελληνική κυβέρνηση σκοπεύει να μονιμοποιήσει τις μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών και της εισφοράς αλληλεγγύης «ενισχύοντας την ανάπτυξη».