Μπαίνουμε σε μία νέα εποχή: «Φτιάχνουμε τη μετά-ανθρωπότητα, δεν μπορεί να συντηρηθεί η παλιά ζωή»
«Ξεχάστε ό,τι ξέρατε μέχρι σήμερα γιατί μπαίνουμε σε μια νέα εποχή». Αυτό υποστηρίζει σε εκτενές άρθρο του στο RT ο Σλαβόι Ζίζεκ αναφορικά με τις συνέπειες – σωματικές, οικονομικές, κοινωνικές και ψυχολογικές – που αφήνει ήδη πίσω της η πανδημία του Covid-19.
Ο πολιτιστικός φιλόσοφος, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και διευθυντής του Ινστιτούτου Μπίρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, θεωρεί ότι «είναι καιρός να αποδεχθούμε ότι η πανδημία του κορονοϊού άλλαξε τον τρόπο της ύπαρξης μας για πάντα. Πλέον, το ανθρώπινο είδος οφείλει να ξεκινήσει μια τεράστιας δυσκολίας πορεία που θα οδηγήσει στην απόφαση του πώς θα είναι αυτή η “νέα κανονικότητα”».
«Ο πλανήτης έζησε με την πανδημία το μεγαλύτερο μέρος του 2020. Αλλά ποια είναι η κατάσταση σήμερα, αρχές Δεκεμβρίου, στο μέσο αυτού που τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ ονομάζουν «δεύτερο κύμα»; Κατά πρώτον, ας σημειώσουμε ότι η διάκριση μεταξύ πρώτου και δεύτερου κύματος επικεντρώνεται κυρίως στην Ευρώπη γιατί στη Λατινική Αμερική ο ιός ακολούθησε διαφορετική πορεία: κορυφώθηκε μεταξύ των δύο ευρωπαϊκών κυμάτων και τώρα, καθώς η Ευρώπη υποφέρει από το δεύτερο κύμα, η κατάσταση στη Λατινική Αμερική άρχισε κάπως να βελτιώνεται», τονίζει ο σλοβένος φιλόσοφος.
«Πρέπει επίσης να έχουμε κατά νου τις διαφοροποιήσεις του τρόπου με τον οποίο η πανδημία επηρεάζει τόσο διαφορετικές τάξεις (οι φτωχοί έχουν πληγεί περισσότερο), όσο και διαφορετικές φυλές (στις ΗΠΑ, οι μαύροι και οι Λατίνοι έχουν υποφέρει πολύ περισσότερο) αλλά και τα διαφορετικά φύλα. Και πρέπει να επικεντρωθούμε ειδικά στις χώρες που η κατάσταση είναι τόσο κακή – λόγω πολέμου, φτώχειας, πείνας και βίας – που η πανδημία θεωρείται το μικρότερο κακό. Όπως για παράδειγμα η Υεμένη. Όπως έγραφε η Guardian, «σε μια χώρα που την χτυπούν από παντού αρρώστιες, τα κρούσματα κορονοϊού με το ζόρι καταγράφονται. Ο πόλεμος, η πείνα και οι καταστροφικές περικοπές της ανθρωπιστικής βοήθειας έχουν κάνει αβίωτη την κατάσταση για τους κατοίκους της Υεμένης». Το ίδιο συνέβη και κατά τον σύντομο πόλεμο μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, που η πανδημία πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Παρά ταύτα και παρά αυτές τις επιπλοκές, υπάρχουν ορισμένες γενικές παρατηρήσεις που μπορούμε να κάνουμε συγκρίνοντας το δεύτερο κύμα με την κορύφωση του πρώτου κύματος», γράφει.
Τι ανακαλύψαμε για τον ιό
Όπως σημειώνει ο Ζίζεκ, «κατ’ αρχήν, κάποιες ελπίδες μας ήδη συνετρίβησαν: Η ανοσία της αγέλης δε φαίνεται να δουλεύει, ενώ οι θάνατοι κυμαίνονται ακόμη σε επίπεδα ρεκόρ στην Ευρώπη, οπότε καταρρέει και η όποια ελπίδα ότι έχουμε να κάνουμε με μια ηπιότερη μορφή του ιού».
«Επίσης, έχουμε να κάνουμε με πολλές άγνωστες παραμέτρους, ειδικά σε σχέση με τον τρόπο διάδοσης του κορονοϊού. Σε κάποιες χώρες, αυτή η πίεση έχει οδηγήσει στην αναζήτησή κάποιων “ενόχων”, όπως στις ιδιωτικές κατ’ οίκον συγκεντρώσεις και στους χώρους εργασίας. Η φράση που ακούμε συχνά, ότι πρέπει να «μάθουμε να ζούμε με τον ιό», εκφράζει ουσιαστικά τη “συνθηκολόγησή” τους με αυτόν τον εχθρό», επισημαίνει.
«Αν και τα εμβόλια δημιουργούν ελπίδες, δεν πρέπει να περιμένουμε ότι δια μαγείας θα θέσουν τέλος σε όλα τα προβλήματα και η παλιά κανονικότητα θα επιστρέψει. Η διανομή των εμβολίων θα είναι το μέγιστο ηθικό τεστ: θα κατορθώσει να επιβιώσει η αρχή της οικουμενικής διανομής, που θα καλύψει όλη την ανθρωπότητα ή θα διαλυθεί μέσα σε ευκαιριακούς συμβιβασμούς;», αναρωτιέται ορθά ο σλοβένος φιλόσοφος.
Ο Ζίζεκ υποστηρίζει επίσης ότι «γίνονται όλο και πιο ορατοί οι περιορισμοί του μοντέλου που ακολουθούν πολλές χώρες – ειδικά όσες έχουν στόχο την επίτευξη μιας ισορροπίας μεταξύ της καταπολέμησης της πανδημίας και της επιβίωσης της οικονομίας. Το μόνο πράγμα που φαίνεται να λειτουργεί πραγματικά είναι το ακραίο lockdown. Για παράδειγμα, στην πολιτεία της Βικτώριας στην Αυστραλία, τον Αύγουστο είχαν 700 νέα κρούσματα την ημέρα, αλλά στα τέλη Νοεμβρίου, το Bloomberg ανέφερε ότι «πέρασαν 28 ημέρες χωρίς νέα κρούσματα, ένα αξιοζήλευτο ρεκόρ την ώρα που οι ΗΠΑ και πολλές ευρωπαϊκές χώρες παλεύουν με την αύξηση των κρουσμάτων και τα διαρκώς καινούργια lockdown».
«Σε σχέση με την ψυχική υγεία, σήμερα μπορούμε, εκ των υστέρων, να πούμε, ότι η αντίδραση των ανθρώπων στην κορύφωση του πρώτου κύματος ήταν φυσική και υγιής, έναντι της απειλής καθώς επικεντρώθηκαν στην αποφυγή της επιμόλυνσης. Ήταν λες και δεν είχαν τον χρόνο να ασχοληθούν με τα όποια ψυχικά προβλήματα. Αν και σήμερα συζητάμε ευρέως για ψυχικά προβλήματα, ο κυρίαρχος τρόπος που οι άνθρωποι αντιδρούν στην πανδημία είναι έναν μείγμα ετερογενών στοιχείων. Αν και υπάρχει αύξηση των μολύνσεων, στις περισσότερες χώρες δεν έχουν πάρει και πολύ σοβαρά την πανδημία -ενώ σε κάποιες περιπτώσεις επικρατεί έως και η παράξενη λογική του «η ζωή απλώς συνεχίζεται». Στη Δυτική Ευρώπη πολλοί ανησυχούν αν θα μπορέσουν να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα και να ψωνίσουν, ή αν θα μπορέσουν να κάνουν χειμερινές διακοπές», συνοψίζει ο Ζίζεκ.
Ο φόβος και η κατάθλιψη
«Ωστόσο, αυτή η άποψη του «η ζωή συνεχίζεται» – ίσως μια ένδειξη ότι με κάποιο τρόπο έχουμε μάθει να ζούμε με τον ιό – είναι μάλλον το αντίθετο του τρόπου με τον οποίο θα ηρεμούσαμε αν το χειρότερο είχε περάσει. Η θέση αυτή εμπεριέχει ισόποσα απελπισία, παραβιάσεις των κρατικών κανονισμών και έντονες διαμαρτυρίες εναντίον τους. Και αφού δεν υπάρχει στον ορίζοντα μια ξεκάθαρη προοπτική, εδώ λειτουργεί κάτι βαθύτερο από το φόβο: η κατάθλιψη. Νοιώθουμε φόβο όταν υπάρχει μια ξεκάθαρη απειλή και ματαίωση όταν εγείρονται εμπόδια ξανά και ξανά και μας εμποδίσουν να φτάσουμε σε αυτό που τόσο επιθυμούμε. Αλλά η κατάθλιψη είναι σημάδι ότι η ίδια η επιθυμία μας εξαφανίζεται», τονίζει με νόημα ο Ζίζεκ, προσθέτοντας:
«Την αίσθηση αυτού του αποπροσανατολισμού την δημιουργεί το γεγονός ότι διαταράχθηκε η ξεκάθαρη, ως τώρα, σχέση μεταξύ αιτίας και αιτιατού. Στην Ευρώπη, για λόγους που παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστοι, ο αριθμός των μολύνσεων μειώνεται στη Γαλλία και αυξάνεται στη Γερμανία. Χωρίς κανείς να γνωρίζει γιατί, χώρες που ως πριν δύο μήνες θεωρούνταν πρότυπα στην αντιμετώπιση της πανδημίας, σήμερα είναι τα χειρότερα της θύματα. Οι επιστήμονες εξετάζουν διάφορες υποθέσεις, αλλά και αυτό το γεγονός κάνει ακόμη πιο ισχυρή την αίσθηση της σύγχυσης και συνεισφέρει περαιτέρω στην ψυχική κρίση», σημειώνει.
«Ο αποπροσανατολισμός αυτός μεγαλώνει ακόμη περισσότερο από το μείγμα διαφορετικών επιπέδων που χαρακτηρίζει την πανδημία. Ο Κριστιάνο Ντρόστεν, ο κορυφαίος Γερμανός ιολόγος, τόνισε ότι η πανδημία δεν είναι απλά ένα επιστημονικό ή υγειονομικό φαινόμενο, αλλά μια φυσική καταστροφή. Και εδώ οφείλει κανείς να προσθέσει ότι είναι επίσης ένα κοινωνικό, οικονομικό και ιδεολογικό φαινόμενο.
Επίσης έχουμε και τον αντίκτυπο της πανδημίας στην οικονομία, όπως λέει ο Ζίζεκ: «Στα δυτικά Βαλκάνια τα νοσοκομεία έχουν ξεπεράσει τα όρια. Ένας γιατρός στη Βοσνία είπε «ένας από μας μπορεί να κάνει τη δουλειά τριών, αλλά όχι πέντε ανθρώπων». Όπως μετέδωσε το France24, κάποιος δεν μπορεί να καταλάβει την κρίση χωρίς να θυμηθεί “την κρίση του brain drain, την εθελουσία φυγή πολλά υποσχόμενων νεαρών γιατρών και νοσοκόμων που εγκατέλειψαν τις χώρες τους για να αναζητήσουν καλύτερα μεροκάματα στο εξωτερικό”. Άρα, τα καταστροφικά αποτελέσματα της πανδημίας ξεκάθαρα προκαλούνται και από την μετανάστευση του εργατικού δυναμικού».
Αποδεχόμενοι την εξαφάνιση της κοινωνικής ζωής
Μπορούμε λοιπόν, κατά τον σλοβένο φιλόσοφο, με ασφάλεια να καταλήξουμε πως ένα πράγμα είναι βέβαιο: «αν η πανδημία όντως προχωρήσει σε τρία κύματα, ο γενικός χαρακτήρας κάθε κύματος θα είναι ξεκάθαρα διαφορετικός. Το πρώτο κύμα επικέντρωσε την προσοχή μας, όπως είναι λογικό, στα θέματα υγείας και στο πώς θα μπορέσουμε να εμποδίσουμε τον ιό να εξαπλωθεί πέρα από τα ανεκτά επίπεδα. Γι’ αυτό και οι περισσότερες χώρες αποδέχθηκαν τις καραντίνες και την κοινωνική απόσταση. Παρότι ο αριθμός των μολύνσεων είναι πολύ μεγαλύτερος στο δεύτερο κύμα, ο φόβος των μακροπρόθεσμων οικονομικών συνεπειών συνεχίζει να αυξάνεται. Και αν τα εμβόλια δεν εμποδίσουν το τρίτο κύμα, είναι βέβαιο ότι αυτό θα επικεντρωθεί κυρίως στην ψυχική υγεία, στις καταστροφικές συνέπειες της εξαφάνισης αυτού που θεωρούμε “κανονική κοινωνική ζωή”. Γι’ αυτό θεωρώ ότι ακόμη και αν τα εμβόλια λειτουργήσουν καλά, η ψυχική και ψυχολογική κρίση θα επιμείνει».
«Το κορυφαίο ερώτημα που αντιμετωπίζουμε είναι το εξής: πρέπει όντως να προσπαθήσουμε πάση θυσία να επιστρέψουμε στην παλιά μας κανονικότητα; Ή μήπως πρέπει να αποδεχθούμε ότι η πανδημία είναι ένα από τα σημάδια ότι μπαίνουμε σε μία “μετα-ανθρώπινη” εποχή (“μετά-ανθρώπινη” με βάση την αίσθηση του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος);», αναρωτιέται ο Ζίζεκ, προσθέτοντας ότι «αυτή είναι ξεκάθαρα μια επιλογή που δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο την ψυχική μας υγεία, αλλά είναι μια επιλογή κατά κάποιον τρόπο οντολογική που αφορά στη συνολική μας σχέση με αυτό που βιώνουμε ως πραγματικότητα».
Οι συγκρούσεις για τον τρόπο που είναι καλύτερος στην αντιμετώπιση της πανδημίας δεν είναι συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών ιατρικών απόψεων, είναι σοβαρές υπαρξιακές συγκρούσεις, λέει ο Ζίζεκ.
«Να πως εξηγεί την άρνηση του να φορέσει μάσκα ο Μπρένταν Ντίλι, παρουσιαστής ενός σώου στο Τέξας: “Καλύτερα νεκρός, παρά κορόιδο”, δηλαδή ”καλύτερα να πεθάνω παρά να μοιάζω σαν ηλίθιος”». O Ντίλι αρνείται να φορέσει μάσκα διότι, σύμφωνα με τον ίδιο, “το να κυκλοφορεί κάποιος φορώντας μάσκα είναι ασύμβατο με την θεμελιώδη ανθρώπινη αξιοπρέπεια”. Ποια είναι λοιπόν η θεμελιώδης μας στάση απέναντι στην ανθρώπινη ζωή; Είμαστε, όπως και ο Ντίλι, φιλελεύθεροι που απορρίπτουμε κάθε καταπάτηση των προσωπικών μας ελευθεριών; είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε χιλιάδες ζωές για την οικονομική ευημερία της πλειοψηφίας; είμαστε αυταρχικοί που πιστεύουν ότι μόνο ο πολύ αυστηρός κρατικός έλεγχος και η κρατικές ρυθμίσεις μπορούν να μας σώσουν; είμαστε new age πνευματιστές που θεωρούν ότι η πανδημία είναι μια “προειδοποίηση της φύσης ή η τιμωρία μας για την υπερεκμετάλλευση των φυσικών πηγών”; Κάθε μία από αυτές τις θέσεις στηρίζεται σε μία συγκεκριμένη οπτική για την φύση του ανθρώπου. Αφορά σε εκείνο το επίπεδο που, κατά έναν τρόπο, είμαστε όλοι μας φιλόσοφοι», επισημαίνει ο Ζίζεκ.
Τούτων δοθέντων, ο Ιταλός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν, σε πρόσφατο άρθρο του, υποστηρίζει ότι «αν δεχθούμε τα μέτρα κατά της πανδημίας, αυτομάτως εγκαταλείπουμε τον κοινωνικό χώρο ως τον πυρήνα της ανθρώπινης μας υπόστασης, και μετατρεπόμαστε σε απομονωμένες μηχανές επιβίωσης, ελεγχόμενες από την επιστήμη και την τεχνολογία, καθώς και υπηρέτες της εκάστοτε κρατικής εξουσίας. Οπότε, ακόμη και όταν καίγονται τα σπίτια μας, πρέπει να βρίσκουμε το κουράγιο να συνεχίζουμε τη ζωή μας σαν να μη τρέχει τίποτε και εν τέλει να πεθάνουμε με αξιοπρέπεια. Γράφει ο Ιταλός: «Τίποτε από όσα κάνω δεν έχει νόημα, όταν το σπίτι καίγεται. Και όμως, ακόμη κι όταν το σπίτι καίγεται είναι αναγκαίο να συνεχίσουμε όπως κάναμε και πριν, να κάνουμε τα πάντα με φροντίδα και ακρίβεια, ίσως και πιο πολύ από πριν, ακόμη κι όταν κανείς δε μας προσέχει. Ίσως η ίδια η ζωή εξαφανιστεί από το πρόσωπο της Γης, ίσως καμία μνήμη να μην μείνει από όσα είχαν γίνει, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Όμως εσύ συνεχίζεις όπως πριν, είναι πολύ αργά για να αλλάξεις, γιατί δεν υπάρχει πια χρόνος».
Γιατί δεν μπορεί να συντηρηθεί ο παλιός τρόπος ζωής
Μήπως αυτό σημαίνει, αναρωτιέται ο σλοβένος φιλόσοφος, ότι «αν διαφωνήσουμε με τον Αγκάμπεν, θα πρέπει απλώς να αφεθούμε στην απώλεια της ανθρωπότητας και να ξεχάσουμε τις συνηθισμένες μας κοινωνικές ελευθερίες; Ακόμη και αν αγνοήσουμε το γεγονός ότι αυτές οι ελευθερίες είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο περιορισμένες από ότι φαίνεται, το παράδοξο είναι ότι απλά και μόνο περνώντας από το σημείο μηδέν αυτής της εξαφάνισης, μπορούμε να κρατήσουμε χώρο ανοικτό για τις όποιες νέες ελευθερίες που έρχονται».
«Αν επιμείνουμε στον παλιό μας τρόπο ζωής, μετά βεβαιότητας θα καταλήξουμε σε μία νέα βαρβαρότητα», υποστηρίζει ξεκάθαρα ο Ζίζεκ.
«Στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, οι “νέοι βάρβαροι” είναι ακριβώς αυτοί που βίαια διαμαρτύρονται ενάντια στα μέτρα κατά της πανδημίας εν ονόματι της προσωπικής ελευθερίας και αξιοπρέπειας – άνθρωποι σαν τον γαμπρό του Ντόναλντ Τραμπ, τον Τζάρεντ Κούσνερ, που τον Απρίλιο καμάρωνε ότι ο Τραμπ “απελευθερώνει τη χώρα από τους γιατρούς”, δηλαδή τους μόνους που μπορούν να μας βοηθήσουν!», γράφει.
Όμως, αξίζει να σημειωθεί ότι στην τελευταία παράγραφο του κειμένου του, ο Αγκάμπεν αφήνει ανοικτή την πιθανότητα για μια νέα μετα-ανθρώπινη πνευματικότητα να αναδυθεί.
«Σήμερα, γράφει ο Ιταλός, το ανθρώπινο είδος εξαφανίζεται, σαν ένα πρόσωπο ζωγραφισμένο στην άμμο που το σβήνουν τα κύματα. Όμως, αυτό που παίρνει τη θέση του είναι μια γυμνή και άλαλη ζωή χωρίς ιστορία, στο έλεος των υπολογισμών της εξουσίας και της επιστήμης. Ίσως, πάλι, μόνο μέσα από αυτό το επερχόμενο ναυάγιο να μπορεί να εμφανιστεί κάτι άλλο, είτε αργόσυρτα είτε αιφνίδια – σίγουρα όχι ένας θεός αλλά ούτε κι ένας άλλος άνθρωπος – ένα άλλο ζώο ίσως, μια ψυχή που ζει με κάποιον άλλο τρόπο».
«Ο Αγκάμπεν εδώ υπαινίσσεται τη διάσημη παράγραφο από το “Les mots et les choses” του Φουκώ, που αναφέρεται στο ανθρώπινο γένος, το οποίο εξαφανίζεται σαν πρόσωπο χαραγμένο στην άμμο, από τα κύματα της ακτής. Ήδη εκ του αποτελέσματος εισερχόμαστε σε μια εποχή που μπορεί να ονομαστεί “μετα-ανθρώπινη”. Η πανδημία, η υπερθέρμανση του πλανήτη και η ψηφιοποίηση των ζωών μας διαβρώνουν τις βασικές συντεταγμένες της ανθρωπιάς μας», επισημαίνει ο σλοβένος φιλόσοφος.
Πώς εφευρίσκεται λοιπόν αυτή η «μετά-ανθρωπότητα»;
«Θα σας δώσω μία ένδειξη: αντιτιθέμενος στην χρήση προστατευτικής μάσκας, ο Αγκάμπεν αναφέρεται στο Γάλλο φιλόσοφο Εμανουέλ Λεβινά, και την άποψη του ότι το πρόσωπο “μού μιλά και άρα με προσκαλεί σε μια σχέση δυσανάλογη προς την ασκούμενη εξουσία”. Το συμπέρασμα του Αγκάμπεν είναι ότι, καθιστώντας το ανθρώπινο πρόσωπο αόρατο, η μάσκα καθιστά αόρατη την ίδια την αόρατη άβυσσο που αντηχεί από το ανθρώπινο πρόσωπο. Υπάρχει μια ξεκάθαρη φροϋδική απάντηση σε αυτό τον ισχυρισμό: ο Ζίγκμουντ Φρόιντ γνώριζε πολύ καλά γιατί σε μια αναλυτική συνεδρία ο ασθενής και ο αναλυτής δεν βρίσκονται αντιμέτωποι πρόσωπο με πρόσωπο. Το πρόσωπο είναι, στη βάση του, ένα ψέμα, η υπέρτατη μάσκα, και ο αναλυτής μπορεί μόνον να προσχωρεί στην άβυσσο του Άλλου μόνον ΧΩΡΙΣ να βλέπει το πρόσωπο του», σημειώνει.
«Η αποδοχή της πρόσκλησης αυτής της “μετά-ανθρωπότητας” είναι η μόνη μας ελπίδα. Αντί να ονειρευόμαστε μια επιστροφή στην παλιά κανονικότητα, οφείλουμε να εμπλακούμε στη δύσκολη και επίπονη διαδικασία της κατασκευής μιας νέας κανονικότητας. Αυτή η κατασκευή δεν είναι ούτε ιατρικό ούτε οικονομικό ζήτημα. Είναι ένα βαθιά πολιτικό ζήτημα: υποχρεούμεθα να εφεύρουμε μία νέα μορφή όλης της κοινωνικής μας ζωής», καταλήγει με νόημα ο Ζίζεκ.