Χαμηλά η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας


Οι εξαγωγές θα μπορούσαν να βελτιωθούν, αν η χώρα επικεντρωνόταν περισσότερο σε τομείς όπου έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως είναι τα αγροτικά προϊόντα διατροφής, η ενέργεια και η τεχνολογία πληροφοριών.

Χαμηλό ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας την ώρα που υπάρχουν ανάγκες για υψηλές επενδύσεις, διαπιστώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεση αξιολόγησης των μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου 2020, η οποία δημοσιοποιήθηκε χθες ταυτόχρονα με την έκτη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα. Στην ίδια έκθεση γίνεται επίσης εκτενής αναφορά στο εξαγωγικό προφίλ της Ελλάδας, με την Κομισιόν να επισημαίνει ότι το συνεχιζόμενο εμπορικό έλλειμμα καταδεικνύει χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες που συνεπάγονται αυξημένο κόστος για τις επιχειρήσεις και απώλειες ανταγωνιστικότητας.

«Η αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής είναι θετική, αλλά υπερβολικά χαμηλή για να μπορέσει η Ελλάδα να καλύψει, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, την απόσταση που τη χωρίζει από άλλες χώρες της Ζώνης του Ευρώ ως προς το βιοτικό επίπεδο», σημειώνει χαρακτηριστικά η Κομισιόν. Προσθέτει δε πως αν και οι επενδύσεις αυξάνονται από το 2015 –έστω και με αργούς ρυθμούς– διαπιστώνει τους ακόλουθους βασικούς ανασχετικούς παράγοντες στην αύξηση της παραγωγικότητας: α) χαμηλές επιχειρηματικές επενδύσεις, ιδίως στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης, β) υψηλό κανονιστικό φόρτο, δηλαδή τα ρυθμιστικά εμπόδια που δυσκολεύουν το επιχειρείν και συχνά στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό, γ) ανεπάρκειες στη δημόσια διοίκηση και το δικαστικό σύστημα, δ) περιορισμούς της πρόσβασης σε χρηματοδότηση και ε) αναντιστοιχίες δεξιοτήτων.

Το 1/3 της διαφοράς παραγωγικότητας που έχει η ελληνική οικονομία σε σύγκριση με τον δείκτη αναφοράς της Ε.Ε. είναι το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων. «Το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι μικρότερο απ’ ό,τι στην Ε.Ε., γεγονός που υποδηλώνει σχετικά περιορισμένη ικανότητα εκμετάλλευσης των οικονομιών κλίμακας και καινοτομίας», αναφέρεται στην έκθεση.

Σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές η έκθεση διαπιστώνει ότι παραμένει σημαντικό το χάσμα της Ελλάδας με τους Ευρωπαίους εταίρους της ως προς την εξωστρέφεια του ελληνικού εμπορίου αναφέροντας μεταξύ άλλων στα εμπόδια την περιορισμένη χρήση της εικόνας της χώρας ως «εμπορικού σήματος», καθώς και τον κατακερματισμό των εργαλείων και οργανισμών για την προώθηση των εξαγωγών. «Οι εξαγωγικές επιδόσεις θα μπορούσαν να βελτιωθούν αν επικεντρώνονταν περισσότερο σε τομείς με υψηλές προοπτικές ανάπτυξης και σε τομείς στους οποίους η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα», υποστηρίζει η Κομισιόν, προτείνοντας ως τέτοιους τα αγροτικά προϊόντα διατροφής, την ενέργεια, την τεχνολογία πληροφοριών και επικοινωνιών.

Πέρα από τα μόνιμα διαρθρωτικά προβλήματα, παρατηρούνται και συγκεκριμένες καθυστερήσεις σε κρίσιμα πρακτικά ζητήματα. Στην έκθεση ενισχυμένης εποπτείας επισημαίνει ότι υπάρχει καθυστέρηση στη δημιουργία του ηλεκτρονικού συστήματος αδειοδότησης των επενδύσεων –υποχρέωση που έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί στα τέλη του 2019– καθώς εκκρεμεί στο Διοικητικό Εφετείο αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων για το ζήτημα της ανάθεσης κατασκευής του εν λόγω συστήματος. Επίσης, στην έκθεση διαπιστώνονται καθυστερήσεις στην εφαρμογή του νέου πλαισίου για τους ελέγχους της οικονομικής δραστηριότητας, με τις καθυστερήσεις να είναι μεγαλύτερες ειδικά σε κάποιους τομείς, όπως αυτόν που αφορά τους ελέγχους για την προστασία του περιβάλλοντος.

kathimerini.gr