Χωρίς «πυξίδα» αεροπορικές εταιρείες και αεροδρόμια
Σε ένα μικρό αεροδρόμιο της περιφέρειας πριν από την έλευση του κορωνοϊού μετατράπηκε το «Ελευθέριος Βενιζέλος» τον περασμένο Απρίλιο, καθώς ο αριθμός των διακινηθέντων επιβατών από τη μεγαλύτερη πύλη εισόδου και εξόδου της χώρας ήταν μόνο ελαφρώς μεγαλύτερος από αυτόν του αερολιμένα της Ζακύνθου τον αντίστοιχο μήνα του 2019. Τότε, μέσω του «Διονύσιος Σολωμός» είχαν διακινηθεί 20.000 άτομα, δηλαδή μόλις 2.000 λιγότεροι επιβάτες σε σχέση με τον αριθμό των ανθρώπων που πέρασαν από το «Ελ. Βενιζέλος» τον Απρίλιο. Η δε κυκλοφορία στον αερολιμένα Ζακύνθου τον μήνα εορτασμού του καθολικού και του ορθόδοξου Πάσχα περιορίστηκε σε 110 άτομα, όλοι ταξιδιώτες εσωτερικού.
Διαχωριστικά πλέξιγκλας
Με τα δεδομένα αυτά, οι επιτελικές ομάδες των εταιρειών διαχείρισης αεροδρομίων και των αερομεταφορέων περιορίζονται στην κατάρτιση σχεδίου ταμειακών ροών (cash flow), επειδή απουσιάζει σειρά κρίσιμων παραμέτρων που θα μπορούσε να στηρίξει ένα business plan. Ενας από τους παράγοντες αυτούς, όπως εξηγούν στελέχη του κλάδου, σχετίζεται με το πότε θα αποκατασταθούν οι πτήσεις, σε ποιο βαθμό και βάσει ποιων προδιαγραφών και πρωτοκόλλων υγειονομικής ασφάλειας. Αυτή τη στιγμή, όπως πληροφορείται η «Κ», έχουν γίνει ορισμένες αρχικές συσκέψεις μεταξύ των αρμοδίων, με αντικείμενο την εφαρμογή μέτρων για την αποτροπή μετάδοσης του ιού, όπως η τοποθέτηση διαχωριστικών πλέξιγκλας στα αεροδρόμια ή η διαμόρφωση των κατάλληλων αποστάσεων από τα γκισέ check-in. Η σταδιακή επιστροφή των επιβατών είναι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου ο Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών (ΔΑΑ) και η Fraport Greece να πάψουν να αιμορραγούν, δεδομένου ότι, σε αντίθεση με άλλους επιχειρηματικούς κλάδους, δεν είναι δυνατόν να κατεβάσουν ρολά στα αεροδρόμια, με αποτέλεσμα το ύψος των λειτουργικών δαπανών να παραμένει αμετάβλητο. Ως εκ τούτου, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2020, o γερμανικός όμιλος Fraport AG εμφάνισε ζημίες 35,7 εκατ. ευρώ, από κέρδη 28 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2019, ενώ για την ελληνική θυγατρική του η εξασφάλιση εξάμηνης παράτασης, βάσει όσων προβλέπει η σύμβαση παραχώρησης, έως το τέλος Οκτωβρίου, για την αποπληρωμή υποχρεώσεων 23,4 εκατ. ευρώ προς το ΤΑΙΠΕΔ, λειτούργησε ως πολύτιμη ανάσα.
Σε αντίστοιχη ανάσα προσβλέπει ο ΔΑΑ, που το πρώτο τετράμηνο της χρονιάς κατέγραψε υποχώρηση επιβατικής κίνησης σε ποσοστό 45%, σε 3,4 εκατ. άτομα. Για την εταιρεία, ο δρόμος προς την κανονικότητα είναι στρωμένος με νάρκες: Η ανυπαρξία πτητικού έργου δεν επηρεάζει μόνο τα έσοδα από αεροπορικές δραστηριότητες, που αντιπροσωπεύουν άνω του 60% του συνόλου, αλλά και τις εισπράξεις από μη αεροπορικές εργασίες (εμπορικές δραστηριότητες, υπηρεσίες στάθμευσης), που αντιστοιχούν σε περίπου 20% του συνολικού κύκλου εργασιών. Με στόχο να κερδηθεί μέρος έστω του χαμένου εδάφους, εκτιμάται ότι η Ελλάδα θα πραγματοποιήσει διμερείς συμφωνίες –έχουν ήδη γίνει συζητήσεις με το Ισραήλ και την Κύπρο– με στόχο να τονωθεί ώς ένα βαθμό ο εισερχόμενος τουρισμός, που αντιπροσωπεύει το 95% των εγχώριων ταξιδιωτικών εισπράξεων.
Σταδιακή επάνοδος
Με τον τρόπο αυτό, σε συνδυασμό με τη σταδιακή επάνοδο των πτήσεων εσωτερικού, που φέρεται να δρομολογείται για μέσα στον μήνα, οι εγχώριοι αερομεταφορείς προσβλέπουν, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, σε δύο οφέλη: αφενός στη βελτίωση της ρευστότητάς τους και αφετέρου στο να αποφευχθεί η δημιουργία στρεβλώσεων που σχετίζονται με την ενθάρρυνση του οδικού τουρισμού έναντι των ταξιδιών με αεροπλάνο. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, δηλαδή της επανέναρξης ορισμένων πτήσεων εσωτερικού και εξωτερικού, η εξίσωση παραμένει δύσκολη. Κι αυτό διότι εάν, βάσει των υγειονομικών πρωτοκόλλων, οι επιβάτες τοποθετούνται αραιά στις θέσεις και κατά συνέπεια η πληρότητα είναι χαμηλότερη του 80% που απαιτείται για να είναι αποδοτική μια πτήση, εκτιμάται ότι θα πρέπει να θεσπιστεί επιδότηση ναύλου, ειδάλλως οι αεροπορικές θα «στεγνώσουν» από ρευστότητα ακόμη ταχύτερα. Οπως εξηγούν επίσης παράγοντες της αγοράς, η εφαρμογή των αναγκαίων υγειονομικών πρωτοκόλλων, που ενδέχεται να προβλέπουν τη θερμομέτρηση των επιβατών, υπολογίζεται ότι θα μειώσει τη συχνότητα των πτήσεων, γεγονός που σημαίνει ακόμη μικρότερο περιθώριο κέρδους για τις αεροπορικές εταιρείες.