Χτύπησε με κράνος τη φοιτήτρια σύζυγό του στο κεφάλι, γιατί πίστευε ότι έχει σχέση με καθηγητή της
Η παθολογική ζήλια στα ζευγάρια φτάνει κάποιες φορές σε ακραία βίαιες συμπεριφορές και σε σοβαρούς τραυματισμούς, με αποτέλεσμα να εκδίδονται καταδικαστικές αποφάσεις λόγω ενδοοικογενειακής βίας. Τους αρεοπαγίτες απασχόλησε περίπτωση ζευγαριού όπου εκείνον τον είχε τυφλώσει η ζήλια για τη φοιτήτρια σύζυγό του, σε σημείο που την υποχρέωσε να διαγραφεί από το Πανεπιστήμιο Αθηνών επειδή πίστευε πως διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με κάποιον καθηγητή της.
Την ημέρα που ο σύζυγος την πήγε στο πανεπιστήμιο, έκανε και πάλι σκηνή ζηλοτυπίας για τις δήθεν ερωτικές σχέσεις της. Εκείνη αρνήθηκε για πολλοστή φορά ότι είχε σχέσεις με καθηγητή, αλλά εκείνος για ακόμη μία φορά δεν πείστηκε. Ετσι, με δόλο την τραυμάτισε με το κράνος της μηχανής που φορούσε. Η υπόθεση οδηγήθηκε κατ’ επανάληψη στα δικαστήρια, αφού με ασφαλιστικά μέτρα τού απαγορεύτηκε να τη βρίζει και να συμπεριφέρεται βίαια.
Παντρεύτηκαν από έρωτα πολύ σύντομα μετά τη γνωριμία τους και εγκαταστάθηκαν στο σπίτι του συζύγου στην Αττική. Ενα μήνα μετά τον γάμο και έπειτα από φορτικές πιέσεις του πήγαν με τη μηχανή που οδηγούσε εκείνος στη γραμματεία του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας, όπου σπούδαζε η κοπέλα.
Οπως αναφέρει η απόφαση του Αρείου Πάγου, ξεκίνησαν να πάνε στο πανεπιστήμιο «προκειμένου να ενημερωθούν για τα απαιτούμενα έγγραφα για τη διαγραφή αυτής από τις σπουδές της, απόφαση που έλαβε η φοιτήτρια κατόπιν επιβολής εκείνου.
Κατά την επιστροφή στην οικία τους με τη μοτοσικλέτα εκείνου, κινούμενοι στο κέντρο της Αθήνας και συγκεκριμένα επί της οδού Πανεπιστημίου, κατά τη διάρκεια επεισοδίου ζηλοτυπίας, το οποίο ο σύζυγος είχε ξεκινήσει ήδη από τον χώρο του πανεπιστημίου, κατηγορώντας την ότι στο παρελθόν διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με κάποιον καθηγητή της σχολής της, δημιουργήθηκε μεταξύ τους διαπληκτισμός και έντονος καβγάς, οφειλόμενος κυρίως στην επιμονή του συζύγου να παραδεχθεί η φοιτήτρια τη σχέση με τον καθηγητή της, παρότι η τελευταία τον διαβεβαίωνε ότι ουδέποτε συνέβη κάτι τέτοιο».
Παρ’ όλα αυτά, ο ζηλιάρης σύζυγος δεν πείστηκε και τότε «κτύπησε δυνατά και με πρόθεση τη γυναίκα του στο πρόσωπο δύο φορές με το πίσω μέρος του κεφαλιού του και της προκάλεσε -καθώς εκείνη δεν φορούσε προστατευτικό κράνος- απλή σωματική βλάβη και συγκεκριμένα εκχύμωση άνω και κάτω βλεφάρου δεξιά». Μετά τον τραυματισμό της πήγε στο Αττικό νοσοκομείο για να της παρασχεθεί ιατρική βοήθεια, ενώ έλαβε και σχετική βεβαίωση για τον τραυματισμό της.
Η καταδίκη
Οπως ήταν αναμενόμενο η υπόθεση οδηγήθηκε στα δικαστήρια. Από το Τριμελές Εφετείο Αθηνών κρίθηκε ο σύζυγος ότι από δόλο «τέλεσε την αξιόποινη πράξη της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης που του αποδίδεται», δηλαδή της παραβίασης του νόμου 3500/2006 «για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας». Τελικά, κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης ενός έτους με τριετή αναστολή.
Οι εφέτες απέρριψαν το αίτημα του συζύγου για αναγνώριση του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς μετά την τέλεση της πράξης για την οποία καταδικάστηκε, έτσι ώστε να μειωθεί η ποινή του.
Το αίτημα για αναγνώριση ελαφρυντικού απορρίφθηκε από το Εφετείο με το σκεπτικό ότι δεν στοιχειοθετείται «η έννοια της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς, αφού συνέχισε να παρενοχλεί τη σύζυγό του και μόνο μετά την έκδοση προσωρινής διαταγής, κατόπιν της από αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αυτής πρώην συζύγου, υποχρεώθηκε να παύσει κάθε μειωτική (εξυβριστική ή βίαιη) συμπεριφορά σε βάρος της».
Μετά την εφετειακή απόφαση ο σύζυγος προσέφυγε στον Αρειο Πάγο ζητώντας να αναιρεθεί η καταδικαστική για εκείνον απόφαση. Ενώπιον των αρεοπαγιτών υποστήριξε ότι η εφετική απόφαση δεν έχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ενοχή του, όπως απαιτούν το Σύνταγμα και η ποινική νομοθεσία.
Επιπρόσθετα υποστήριξε ότι δεν του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς, παρότι έκτοτε «δεν έχει ενοχλήσει, ούτε και αντικρίσει εκ νέου την τέως σύζυγο του» και μάλιστα της κατέβαλε το ποσό των 24.512 ευρώ που επιδίκασαν σε βάρος τα αστικά δικαστήρια. Επίσης, επικαλέστηκε ότι επιδίδεται «μόνο στην ενασχόληση με την εργασία του, τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες, όπως η ζωγραφική, και με τις αθλητικές του δραστηριότητες».
Ακόμη, επικαλέστηκε ότι «δεν έχει απασχολήσει τις δικαστικές αρχές και δεν έχει υποπέσει σε καμία παράβαση νόμου, ούτε έχει κατηγορηθεί για κάτι στο ίδιο χρονικό διάστημα», ενώ συνδράμει με κοινωνικό – φιλανθρωπικό έργο σε ίδρυμα της Αττικής.
Το ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου απέρριψε την αίτηση αναίρεσής του και ως προς το σκέλος της κατηγορίας κρίνοντας ότι η εφετειακή απόφαση έχει την απαιτούμενη πλήρη αιτιολογία.
Αντίθετα, οι αρεοπαγίτες δέχθηκαν την αναίρεση της εφετειακής απόφασης ως προς το σκέλος της μη αναγνώρισης ελαφρυντικού και ανέπεμψαν την υπόθεση ως προς αυτό για νέα κρίση στο Εφετείο Αθηνών.