Δεν θα επηρεάσει τα ελληνικά ομόλογα η αξιολόγηση της Fitch
Στον «χρησμό» της Fitch για την ελληνική οικονομία έχουν αρχίσει και στρέφονται τα βλέμματα της αγοράς, καθώς θα είναι ο πρώτος οίκος που θα αξιολογήσει την Ελλάδα μετά τα πρώτα χειροπιαστά αποτελέσματα του αντίκτυπου της κρίσης λόγω πανδημίας καθώς και των μέτρων στήριξης στα οποία έχουν προχωρήσει ελληνική κυβέρνηση και ευρωπαϊκοί θεσμοί. Η Fitch είχε αποφασίσει εκτάκτως στα τέλη Απριλίου να υποβαθμίσει τις προοπτικές –και όχι την αξιολόγηση– της Ελλάδας σε σταθερές από θετικές, εξηγώντας στην «Κ» πως ήταν η πιο ήπια κίνηση που μπορούσε να κάνει δεδομένου του σοκ που προκάλεσε σε οικονομία και αγορές ο κορωνοϊός και το οποίο δεν δικαιολογούσε την αξιολόγηση με θετικές προοπτικές για οποιαδήποτε χώρα τη δεδομένη στιγμή. Σε ανάλογη κίνηση, άλλωστε, είχαν προχωρήσει εκείνο το διάστημα και η S&P και η DBRS.
Η «ετυμηγορία» της Fitch για την Ελλάδα αναμένεται στις 24 Ιουλίου, ακριβώς πέντε μήνες μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Σαφώς, τα δεδομένα που έχει διαθέσιμα ο οίκος είναι πολύ περισσότερα από ό,τι τον Απρίλιο, καθώς έχουν δημοσιευτεί οικονομικά στοιχεία α΄ τριμήνου καθώς και τα αποτελέσματα τριμήνου των ελληνικών τραπεζών. Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση έχει αυξήσει κατά πολύ το πακέτο των μέτρων στήριξης, η ΕΚΤ έχει αυξήσει το μέγεθος του PEPP (που σημαίνει περισσότερες αγορές ελληνικών ομολόγων) και υπάρχει στο τραπέζι η πρόταση της Κομισιόν για το Ταμείο Ανάκαμψης, με την Ελλάδα να εκτιμάται ότι θα είναι από τους πλέον ωφελημένους.
Επίσης, η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει άλλη μια επιτυχημένη έξοδο στις αγορές (10ετές), μετά το 7ετές που είχε εκδώσει τον Απρίλιο, τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα (στα 34,5 δισ. ευρώ), ενώ τα ελληνικά ομόλογα καταγράφουν τις καλύτερες επιδόσεις στην Ευρωζώνη από τα μέσα Μαρτίου, με την απόδοση του 10ετούς να έχει σημειώσει βουτιά κατά 73% (στο 1,1% την Παρασκευή), φλερτάροντας με τα ιστορικά χαμηλά. Τον Απρίλιο ο οίκος είχε προβλέψει ότι η ύφεση της Ελλάδας φέτος θα διαμορφωθεί στο 8,1%. Τότε η Ελλάδα ήταν σε lockdown, με αβέβαιο το πότε θα γινόταν η άρση του, ενώ δεν υπήρχε εικόνα για την εξέλιξη της πανδημίας στη χώρα μας, ούτε για το πότε θα άνοιγε ο τουρισμός.
Οπως σημειώνουν αναλυτές στην «Κ», πρέπει να θεωρείται βέβαιο, και αυτό αφορά όλες τις χώρες, ότι οι αναβαθμίσεις των αξιολογήσεων και των προοπτικών έχουν «παγώσει» και θα επανέλθουν πιθανώς το 2021, εάν βέβαια δεν υπάρξει νέο σοκ στη συνέχεια. Επομένως, είναι δύσκολο η Ελλάδα να αναμένει μια θετική κίνηση –και αυτό το αποτιμούν ήδη οι αγορές– και η Fitch θα προτιμήσει να περιμένει να δει τη συνολική εικόνα των επιπτώσεων της πανδημίας πριν προχωρήσει σε κάποια σημαντική κίνηση.
Σύμφωνα, ωστόσο, με τον Τζενς Πίτερ Σόρενσεν, επικεφαλής αναλυτή της αγοράς ομολόγων της Danske Bank, η Ελλάδα δεν αναμένεται να δει ούτε αρνητική κίνηση από τη Fitch σε δύο Παρασκευές από σήμερα.
Οπως σημειώνει μιλώντας στην «Κ», η Fitch αναμένεται να διατηρήσει αμετάβλητη την αξιολόγηση στο ΒΒ, όπως και τις προοπτικές, καθώς: α) είναι πολύ νωρίς για να αναθεωρήσει τις προοπτικές σε θετικές και πάλι και β) δεν έχουν υπάρξει νέα που να υποδηλώνουν υποβάθμιση της Ελλάδας ή αλλαγή των προοπτικών σε αρνητικές. Για τον Σόρενσεν, η αξιολόγηση της Fitch θα είναι non event (μη συμβάν) για την αγορά, και το κυριότερο είναι ότι η ΕΚΤ συνεχίζει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα. Επομένως, οι προοπτικές για τα ελληνικά ομόλογα παραμένουν αισιόδοξες και οι αποδόσεις τους θα συνεχίσουν να «νικούν» τις ιταλικές.
Κανέναν αντίκτυπο δεν αναμένει στα ελληνικά ομόλογα από την όποια ετυμηγορία της Fitch και ο Σεμπάστιεν Γκάλι, ανώτερος μακροοικονομικός αναλυτής της Nordea Asset Management, τονίζοντας στην «Κ» πως ο οίκος δεν αναμένεται να προσθέσει κάποια σημαντική «πληροφορία» στην αγορά και να χαλάσει το θετικό μομέντουμ. Κατά την άποψή του, υπάρχει μια μικρή πιθανότητα ο οίκος να προχωρήσει σε υποβάθμιση των προοπτικών σε αρνητικές, κυρίως για λόγους… «φήμης», καθώς, αν και η ελληνική οικονομία έχει κρατηθεί αρκετά καλά (α΄ τρίμηνο) σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη, το χτύπημα στον τουρισμό, το οποίο μπορεί να διαρκέσει έως και το 2021, θα καθυστερήσει την ανάκαμψη.