Δημοσιονομικά και πανδημία
Το πλήγμα για την ελληνική οικονομία από την υγειονομική κρίση θα είναι βαρύ. Από τις εκτιμήσεις που έχουν δημοσιοποιηθεί, ως βάση λαμβάνουμε αυτή της Κομισιόν, η οποία δημοσιοποιήθηκε στις 19/5 και συνοδεύει την έκθεση ενισχυμένης επιτήρησης. Στην έκδοσή της συνεισέφερε και η ελληνική κυβέρνηση. Ακόμη και εάν οι εκτιμήσεις της διαφέρουν, ελήφθησαν υπόψιν, όπως και ο σχολιασμός της πριν από την έκδοση. Κατά την Κομισιόν, το ΑΕΠ το 2020 θα συρρικνωθεί περί το 9,7% και το πρωτογενές έλλειμμα θα φθάσει το 3,5%. Στο αποτέλεσμα έχουν συνεκτιμηθεί και τα δημοσιονομικά μέτρα που είχε εξαγγείλει η ελληνική κυβέρνηση. Πρόσφατα δημοσιοποιήθηκε συγκριτική ανάλυση των μέτρων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ από το Ινστιτούτο Bruegel και η Ελλάδα βρίσκεται μακράν τελευταία. Πρόσθετος προβληματισμός γεννάται, δεδομένων της κατάστασης των ελληνικών τραπεζών και των χαρακτηριστικών της οικονομίας (πολλές μικρές επιχειρήσεις με προβλήματα ήδη πριν από την κρίση) – είναι αμφίβολη η αποτελεσματικότητα της μεταφοράς ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.
Η εκτίμηση της Κομισιόν για το έλλειμμα, μαζί με το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, αντιστοιχεί σε 11 δισ. ευρώ. Τα μέτρα της κυβέρνησης έχουν ταμειακό κόστος 11,7 δισ. ευρώ. Κατά το 2020 πρέπει να χρηματοδοτηθεί το σύνολο των 22,7 δισ. ευρώ – με τα μέτρα που ανακοινώθηκαν στις 20/5, το σύνολο ανεβαίνει. Το κενό χρηματοδοτείται εν μέρει από μεταφορά πόρων 2,9 δισ. από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και από διαρθρωτικά κεφάλαια της Ε.Ε. κατά 1,5 δισ. – εκτιμάται πως θα χρησιμοποιηθεί και 1,5 δισ. δανειακών πόρων από το πρόγραμμα SURE.
Τα διαθέσιμα του Δημοσίου κατά το τέλος του 2019 ήταν 43 δισ. ευρώ – στα οποία συμπεριλαμβάνονται το «σκληρό μαξιλάρι» των 15,7 δισ. και τα «διαθέσιμα ασφαλείας», περίπου 8 δισ. Με την άντληση 4,5 δισ. ευρώ μέσω της έκδοσης ομολόγων, η κατάσταση εμφανίζεται οριακώς διαχειρίσιμη. Το οριακό της κατάστασης καθιστά ακατανόητη την άρνηση του ΥΠΟΙΚ να καταφύγει στον δανεισμό από τον ESM (σχεδόν μηδενικού επιτοκίου, χωρίς περιορισμούς). Τα στελέχη της κυβέρνησης υιοθετούν αντιμνημονιακή ρητορική, με δαιμονοποίηση του ESM, θεσμικού εργαλείου της Ευρωζώνης. Η Ελλάδα δεν «κινδυνεύει» από μνημόνια – το δήλωσε εμφατικά ο Ρέγκλινγκ. Εχει, όμως, ανάγκη από πόρους κατά τη διάρκεια της κρίσης και ανάγκη συνεννόησης με τους δανειστές για την επόμενη μέρα.
Η κυβερνητική πολιτική περιστρέφεται γύρω από την επιλογή υψηλών διαθεσίμων – το «μαξιλάρι» για το οποίο επαίρεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Τα διαθέσιμα απεδείχθησαν ελάχιστα πειστικά για τους επενδυτές. Αντιθέτως, αυτοί πείθονται από τη στήριξη της ΕΚΤ – κυρίως από το waiver, το οποίο αφρόνως απεμπόλησαν οι Τσίπρας – Τσακαλώτος. Η ακολουθούμενη πολιτική είναι συνέχεια της επιλογής Τσίπρα και είναι βέβαιο πως βάζει τα ίδια βαρίδια στην ελληνική οικονομία – και πιο βαριά, περιορίζοντας το εύρος της παρέμβασης κατά την κρίση.
Με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν, το χρέος ανεβαίνει από 177% στο 197% του ΑΕΠ – εάν δεν υπάρξει πρόσθετος δανεισμός, ο οποίος όμως είναι σχεδόν βέβαιος λόγω της στενότητας. Με το τέλος της κρίσης, η σχέση με τους δανειστές υποχρεωτικώς θα επανεξετασθεί. Με ή χωρίς μνημόνιο, το πλαίσιο από το 2022 θα είναι ιδιαίτερα περιοριστικό. Ο αυτόβουλος δημοσιονομικός περιορισμός μπορεί να εξυπηρετεί τον ύστερο αντιμνημονιασμό, δεν συμβάλλει όμως σε μακροπρόθεσμη λύση – προσφέρει μόνο πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη
Για τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν στις 20/5 απαιτείται πρόσθετη χρηματοδότηση περίπου 2,5 δισ. ευρώ. Είναι αναμφίβολα θετικά, γιατί αμβλύνουν τις επιπτώσεις της κρίσης και προετοιμάζουν την ανάπτυξη του 2021, όμως μεταθέτουν χρονικά την ανάκαμψη των εσόδων, φορολογικών και ασφαλιστικών. Αυτό ακριβώς επεσήμαινε η Κομισιόν ως βασικό κίνδυνο περαιτέρω αύξησης του ελλείμματος.
Μια άλλη πολιτική, που θα αυξάνει το μέγεθος του stimulus στην οικονομία, σε συνεννόηση με τους δανειστές, είναι απαραίτητη. Η Ελλάδα μπορεί να αιτηθεί: α) την απελευθέρωση των πόρων στο «σκληρό μαξιλάρι» με παροχή άλλων εγγυήσεων, β) μορατόριουμ δύο ετών στις πληρωμές χρεολυσίων προς τον μηχανισμό στήριξης, γ) κεφαλαιοποίηση τόκων δύο ετών προς τους φορείς του μηχανισμού. Μια τέτοια ρύθμιση προσφέρει ρευστότητα της τάξεως των 24 δισ. ευρώ (15,7, 4, 4,5 δισ. ευρώ, αντιστοίχως) τη διετία, με οριακή μόνον αύξηση του χρέους (από τους τόκους στο γ). Είναι προς το συμφέρον της χώρας η όποια ρύθμιση να γίνει το συντομότερο δυνατόν. Η ανάγκη για πρόσθετους πόρους είναι τώρα, και όσο περνάει ο καιρός, με την οξύτητα της κρίσης να απομακρύνεται, τόσο δυσκολότερη θα είναι η διευθέτηση.
Η έκθεση της Κομισιόν αναφέρει εμφατικά πως, έπειτα από αίτημα προς τον ESM, θα μπορούσε να απελευθερωθεί το «μαξιλάρι» για άλλες χρήσεις. Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει αιτηθεί! Ο λόγος που ούτε καν συζητείται μια τέτοια προοπτική είναι η αυστηρότητα των δεσμεύσεων που τη συνοδεύει. Υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο, αφού θα έχουμε περάσει το σοκ της υγειονομικής κρίσης με «υποχρηματοδότηση» –δηλαδή, με τεράστια προβλήματα στην οικονομία–, να βρεθούμε ενώπιον της επαναφοράς του 3,5% του ΑΕΠ των πλεονασμάτων και της ανάκλησης του waiver της ΕΚΤ. Η κυβέρνηση φαίνεται να προτιμά αυτή την εξέλιξη για να μην τη χαρακτηρίσουν μνημονιακή, ενώ είναι έτοιμη να αποδεχθεί τους «μνημονιακούς» όρους που προανήγγειλαν οι Μέρκελ – Μακρόν για το Ταμείο Ανάπτυξης. Τότε θα έχει να ζυγίσει τα πράγματα απέναντι στη στασιμότητα, χωρίς τη συγκυριακή πίεση της κρίσης, σε κατάσταση χειρότερη από σήμερα. Ενδέχεται να είναι ακόμη και τότε αντιμνημονιακοί.
* Ο κ. Γιώργος Προκοπάκης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων, πρώην καθηγητής στο Columbia University.