«Έχεις το δικαίωμα να παραμείνεις σιωπηλός»: Πώς προέκυψε η πιο διάσημη αστυνομική φράση

Όλοι το έχουμε ακούσει σε κάποια χολιγουντιανή ταινία ή σε κάποια αστυνομική σειρά. Πολλοί θα το θυμούνται και από την πολλή επιτυχημένη εκείνη διαφήμιση που ο Έλληνας αστυνομικός επηρεασμένος απ όσα βλέπει στους κινηματογράφους θέλει να αντιγράψει τους αμερικανούς συναδέλφους του «συλλαμβάνει» επ’ αυτοφόρω έναν κλεφτοκοτά και σε… άπταιστα αγγλικά του λέει να: «πουτ δεν κοτ νταουν σλόουλι»…

Η ιστορία, ωστόσο, πίσω από το περιβόητο: «Έχεις το δικαίωμα να παραμείνεις σιωπηλός. Ό,τι πεις μπορεί και θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σου στο δικαστήριο» μόνο αστεία δεν είναι.

Για την ακρίβεια είναι εξαιρετικά σοβαρή και, μάλιστα, άπτεται των δικαιωμάτων που έχει ο κάθε ύποπτος όταν συλλαμβάνεται από τους αστυνομικούς.

Είναι μια υπόθεση που συντάραξε το αμερικανικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης και άλλαξε ριζικά τον τρόπο που οι αστυνομικοί αλλά και τα δικαστήρια αντιμετωπίζουν υπόπτους ή κατηγορούμενους.

Η ιστορία μας έχει τις ρίζες της στο, όχι και τόσο μακρινό, 1966 στην Αριζόνα των ΗΠΑ. Έχει και πρωταγωνιστή. Το ονοματεπώνυμο του ήταν Ερνέστο Μιράντα. Κάπως έτσι άλλωστε η προειδοποίηση που απευθύνουν οι αστυνομικοί απέκτησε και όνομα: Στην αμερικανική νομολογία θα το βρει κανείς ως «Miranda Warning».

Μια υπόθεση απαγωγής και βιασμού που άλλαξε τα πάντα

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το 1963 μια 18χρονη γυναίκα από το Φοίνιξ της Αριζόνα, κατήγγειλε στις αστυνομικές αρχές πως είχε απαχθεί και βιαστεί. Η νεαρή κοπέλα είχε πει στους αστυνομικούς πως ένας άγνωστος σε αυτή άνδρας την είχε βάλει με τη βία μέσα σε ένα όχημα, την είχε μεταφέρει στην περίφημη έρημο της περιοχής και εκεί την είχε βιάσει.

Η 18χρονη έδωσε στους αστυνομικούς την περιγραφή του υπόπτου αλλά και την περιγραφή του οχήματος το οποίο οδηγούσε. Μετά από έρευνες των αστυνομικών και με τη βοήθεια του αδερφού του θύματος που πρώτος αυτός εντόπισε το όχημα του φερόμενου ως δράστη, συνελήφθη ο Ερνέστο Μιράντα ο οποίος μετά από πολύωρη ανάκριση, ομολόγησε το έγκλημά του και υπέγραψε, μάλιστα και τη σχετική ομολογία.

Το περίεργο είναι πως η 18χρονη Lois Ann Jameson  ουδέποτε κατάφερε με σιγουριά να πει πως πράγματι ο Μιράντα ήταν ο άνθρωπος που την είχε απαγάγει και στη συνέχεια την είχε βιάσει. Είπε μόνο πως η φωνή του Μιράντα, μοιάζει με εκείνη του δράστη που τη βίασε. Παρ’ όλα αυτά η δίκη του Μιράντα έγινε και καταδικάστηκε. Από το σημείο αυτό και έπειτα, ξεκινάει, ουσιαστικά η ιστορία μας.

Αμέσως μετά την καταδίκη του ο δικηγόρος του Μιράντα ξεκίνησε έναν δικαστικό αγώνα για να αποδείξει πως ουσιαστικά οι αστυνομικοί εκβίασαν την ομολογία του πελάτη του ο οποίος αναγκάστηκε να παραδεχθεί το έγκλημα επειδή κανείς δεν τον είχε ενημερώσει πως θα μπορούσε να παραμείνει σιωπηλός και να μην πει οτιδήποτε θα μπορούσε να τον ενοχοποιήσει ή πως κατά την διάρκεια της ανάκρισης από τους αστυνομικούς ο Μιράντα δικαιούταν να έχει στο πλευρό του τον δικηγόρο του.

Υπόθεση: Μιράντα εναντίον Αριζόνας

Ουσιαστικά αυτό που έλεγε ο Μιράντα (μέσω του δικηγόρου του) ήταν πως η ομολογία του ήταν προϊόν εξαναγκασμού από τα αστυνομικά όργανα.

Όπως προέκυψε, μάλιστα, στην έγγραφη ομολογία του, στο πάνω μέρος κάθε σελίδας, υπήρχε η σημείωση πως η ομολογία «έχει γίνει εθελοντικά και με τη δική μου ελεύθερη βούληση, χωρίς απειλές, εξαναγκασμούς ή υποσχέσεις ασυλίας και με πλήρη γνώση των νομικών μου δικαιωμάτων, κατανοώντας οποιαδήποτε δήλωση που κάνω μπορεί και θα χρησιμοποιηθεί εναντίον μου»!

Πρακτικά αυτό σήμαινε πως οι αστυνομικοί ήξεραν πως έπρεπε να ενημερώσουν τον ύποπτο για τα δικαιώματα του αλλά ουδέποτε το έκαναν και προσπάθησαν να ξεπεράσουν το «σκόπελο» αυτό με το συγκεκριμένο τέχνασμα.

Ο δικαστικός αγώνας που ξεκίνησε είχε σαν τελικό προορισμό το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο των ΗΠΑ.

Ο 76χρονος δικηγόρος του Μιράντα είχε προβλήματα υγείας και αποσύρθηκε από την υπεράσπισή του και την υπόθεση ανέλαβε να «τρέξει» η Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών (ACLU) που έφτασε τελικά μέχρι το ανώτατο στάδιο της Δικαιοσύνης στις ΗΠΑ.

Εκεί οι δικαστές αφού μελέτησαν την υπόθεση (οι δικηγόροι του Μιράντα είχαν ετοιμάσει μια αιτιολογική έκθεση 2500 λέξεων) κατέληξαν στο συμπέρασμα πως πράγματι είχαν παραβιαστεί δικαιώματα (5η και 6η τροπολογία του συντάγματος των ΗΠΑ) του κατηγορούμενου και πως ουσιαστικά η ομολογία του ήταν άκυρη από τη στιγμή που οι αστυνομικοί δεν τον είχαν ενημερώσει πως θα μπορούσε να παραμείνει σιωπηλός μέχρι να έρθει ο δικηγόρος του.

Κάνοντας ένα βήμα παραπάνω, μάλιστα, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ακύρωσε την ομολογία του Μιράντα και διέταξε να επαναληφθεί η δίκη του χωρίς να ληφθεί υπόψιν ότι ο δράστης (στο στάδιο της προανάκρισης) είχε ομολογήσει το έγκλημα του!

Η δική επαναλήφθηκε το 1967, η αρχική ομολογία δεν λήφθηκε υπόψιν αλλά και πάλι οι ένορκοι έστειλαν στη φυλακή τον Ερνέστο Μιράντα καθώς πείστηκαν από τα στοιχεία που είχαν συγκεντρώσει οι αστυνομικοί.

Για την ιστορία και μόνο να αναφερθεί πως ο Μιράντα έμεινε τελικά στη φυλακή μέχρι το 1972 οπότε και αποφυλακίστηκε αν και είχε καταδικαστεί σε 20ετη κάθειρξη. Όταν βγήκε από τη φυλακή φρόντισε να εκμεταλλευτεί τον ντόρο που είχε δημιουργηθεί γύρω από το όνομά του και την υπόθεση συνολικά και είχε τυπώσει κάρτες πάνω στις οποίες αναγράφονταν τα δικαιώματα που θα πρέπει να γνωρίζουν οι συλληφθέντες και τις οποίες πουλούσε έναντι 1,5 δολαρίου την μια!

Τελικά, στις 31 Ιανουαρίου 1976  δολοφονήθηκε, σε ηλικία 36 ετών, κατά τη διάρκεια ενός καυγά μέσα στο μπαρ «La Amapola» στο Φοίνιξ. Ο Μιράντα ήταν ήδη νεκρός όταν έφτασε στο νοσοκομείο. Πάνω του οι γιατροί βρήκαν πολλές από τις κάρτες που πουλούσε!

Αντιδράσεις για το «Miranda Warning»

Για να επανέλθουμε στα της υπόθεσης, ωστόσο, η απόφαση αυτή του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου των ΗΠΑ, άλλαξε επί της ουσίας τον τρόπο που η αστυνομία και η Δικαιοσύνη αντιμετωπίζουν τους υπόπτους.

Από εκείνο το σημείο και έπειτα οι αστυνομικοί κατά τη διάρκεια της σύλληψης ή της προσαγωγής θα έπρεπε να ενημερώνουν προφορικά τον ύποπτο για τα δικαιώματά του. Επιπλέον, θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο πως ο ύποπτος αντιλαμβάνεται τα δικαιώματά του και γι αυτό το λόγο ο αστυνομικός θα πρέπει να τον ρωτάει στο τέλος της ανάγνωσης αν πράγματι κατανοεί τα δικαιώματά του.

Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου δεν υπάρχει συγκεκριμένη ορολογία που χρησιμοποιούν οι αστυνομικοί αρκεί να γίνεται σαφές πως ο ύποπτος έχει το δικαίωμα να μη μιλήσει και κυρίως πως δικαιούται πριν γίνει οποιαδήποτε άλλη διαδικασία να έχει στο πλευρό του τον δικηγόρο του (ή τον δικηγόρο που θα του ορίσει η πολιτεία σε περίπτωση δικής του αδυναμίας).

Στα χρόνια που ακολούθησαν πολλές παρόμοιες υποθέσεις έφτασαν στα πολιτειακά δικαστήρια. Όλες οι υποθέσεις (παρά τις αντιδράσεις κυρίως αστυνομικών ή και κάποιων δικαστικών) είχαν την ίδια κατάληξη μιας και η απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν επιδεχόταν καμίας αμφισβήτησης.

Ανάμεσα σε αυτούς που αντιδρούσαν, μάλιστα, ήταν και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον ο οποίος έλεγε ότι όλη η διαδικασία ανάγνωσης των δικαιωμάτων θα κάνει την αστυνομία λιγότερο αποτελεσματική.

Μοναδική εξαίρεση που έδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν το 1990 στην υπόθεση «Πέρκινς εναντίον Ιλινόις» όταν ένας πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών προσποιούμενος τον φυλακισμένο κατάφερε να αποσπάσει την ομολογία ενός δολοφόνου!

newsbeast.gr

Πηγή