Εχει και ποιον ρόλο η πίστη στη σημερινή εποχή;

Τι σημαίνει «πιστεύω» σήμερα, το 2020, στις αρχές του τόσο ταραγμένου εικοστού πρώτου αιώνα; Σε μια περίοδο ρευστή, μεταβατική, τόσο πολιτικά, κοινωνικά όσο και στο επίπεδο της βιοηθικής, των νευροεπιστημών, σε μια εποχή με τις παλαιές βεβαιότητες ολότελα κλονισμένες και νέες αβεβαιότητες να ορθώνονται μπροστά μας, η πίστη τι ρόλο μπορεί να παίξει; Ρόλο παρηγορίας ή ανατροφοδότησης αδιέξοδων ψευδαισθήσεων και παλαιότερων προκαταλήψεων; Μήπως ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο η αναγκαιότητα της πίστης σε ένα υπέρτατο ον ή, έστω, σε κάτι μη ορατό, που κινείται πίσω και πέρα από πάσα τεχνολογική, επιστημονική, απτή πραγματικότητα, είναι πιο επίκαιρη από ποτέ;

Ζητήσαμε από τρεις διανοητές, καθηγητές, συγγραφείς, της Θεολογίας και της Φιλοσοφίας, και έναν ιερέα ο οποίος έχει διακριθεί για τον θεολογικό και φιλοσοφικό στοχασμό του, να αναπτύξουν ορισμένες σκέψεις πάνω σε ένα θέμα που δεν θα πάψει να βασανίζει τον άνθρωπο.

Οσο ο άνθρωπος θα παραμένει θνητός, με απόλυτη γνώση –συνείδηση μάλλον– του επικείμενου τέλους του από τη στιγμή που θα γεννηθεί, το θέμα της πίστης δεν θα φύγει ποτέ από το τραπέζι της όποιας συζήτησης, όσο κι αν η τεχνολογία και η επιστήμη οδηγούν την αντίληψη περί του πραγματικού, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού, προς άλλες διαστάσεις. Σήμερα η «Κ» αποπειράται μια πρώτη τέτοια συζήτηση.

Η. Μ.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ*

Πολλοί οι δρόμοι προς τον Θεό

Δεν μπορεί να μιλάει κανείς για την πίστη με αληθινά λόγια, ερήμην της πραγματικότητας στην οποία ζει. Σήμερα, η πραγματικότητα μέσα στην οποία ζει όλος ο κόσμος είναι η πανδημία του κορωνοϊού, οι δεκάδες χιλιάδες νεκροί, ο φόβος και η αγωνία, οι κλειστές εκκλησίες. Αλλιώς μιλάς για την πίστη τούτη την ώρα και αλλιώς όταν ο ουρανός είναι ανέφελος – όσο είναι για τον καθένα μας. Μόνο γι’ αυτούς που έχουν μέσα τους μια θεολογική κασέτα και τη βάζουν να παίζει όποια ώρα και στιγμή, μόνο γι’ αυτούς δεν αλλάζει τίποτε. Μιλώντας για την πίστη τούτο το Πάσχα της πανδημίας, θα επισκεφθώ για τρίτη φορά μέσα σε λίγες ημέρες την «Πανούκλα» (1947) του Καμύ, για να συναντήσω εκεί τον πιστό και λόγιο ιερέα Πανελού.

Στην αρχή της επιδημίας, ο Πανελού θα εκφωνήσει ένα πύρινο κήρυγμα στον μητροπολιτικό ναό της πόλης. Η ερμηνεία του για την πανούκλα που θανατώνει χιλιάδες συνανθρώπους του με φρικτό τρόπο είναι ότι κάτι τέτοιο τους άξιζε, γιατί η πίστη τους είναι χλιαρή. Ο Θεός όμως είναι απαιτητικός. Απόκαμε να περιμένει την επιστροφή τους και απέστρεψε το πρόσωπό του. Τώρα είναι ώρα κρίσεως, για να ξεχωρίσουν οι δίκαιοι από τους πονηρούς. «Στον τεράστιο σιτοβολώνα του κόσμου, η ανελέητη θεομηνία θα χτυπήσει το ανθρώπινο στάχυ μέχρι που το άχυρο να ξεχωρίσει από το στάρι. Το άχυρο θα είναι περισσότερο από το στάρι, οι κλητοί περισσότεροι από τους εκλεκτούς» (folio, σ. 92). Η πανούκλα είναι η κόκκινη ρομφαία που μας δείχνει την οδό της σωτηρίας και μας σπρώχνει προς τα εκεί (σ. 94).

Λίγο καιρό αργότερα, ο Πανελού θα βρεθεί δίπλα σε ένα μικρό παιδί που πεθαίνει από την πανούκλα. Προσεύχεται γονατιστός για τη σωτηρία του, αλλά δεν εισακούεται. Μετά από αυτό το γεγονός, εντάσσεται στην εθελοντική υγειονομική ομάδα που αγωνίζεται στο πλευρό του γιατρού Ριέ στη μάχη κατά της πανούκλας. Θα εκφωνήσει τότε το δεύτερο κήρυγμά του κατά τη διάρκεια της επιδημίας, πολύ πιο σύνθετο από το πρώτο.

Ο τόνος είναι ήρεμος, στοχαστικός, ο λόγος διστακτικός, αντί «εσείς» λέει τώρα «εμείς». Αντιλαμβάνεται ότι η επιδημία έχει θέσει την πίστη υπό δοκιμασία, ο ίδιος δεν έχει πια τη βεβαιότητα ότι η αιωνιότητα της χαράς μπορεί να αντισταθμίσει μια στιγμή ανθρώπινης οδύνης (σ. 203). Θεωρεί και πάλι, ωστόσο, ότι πρόκειται για ώρα κρίσεως, όχι του Θεού αυτή τη φορά αλλά της πίστης των ανθρώπων: ή τα αποδέχεσαι όλα όσα επέτρεψε ο Θεός να γίνουν (άρα, και τον θάνατο των μικρών παιδιών) ή τα αρνείσαι όλα. Ή αγαπάς τον Θεό ή τον μισείς. Για τον Πανελού τώρα είναι η μεγάλη στιγμή του ή Ολα ή Τίποτε. Αυτή είναι η χάρη που κάνει ο Θεός στους ανθρώπους με την επιδημία! «Η οδύνη των παιδιών ήταν το πικρό ψωμί μας, αλλά χωρίς αυτό το ψωμί η ψυχή μας θα πέθαινε από πνευματική πείνα» (σ. 205). Ο Πανελού διαλέγει το Ολα, αδιαφορώντας για το ότι σε αυτά τα απόλυτα διλήμματα οι περισσότεροι άνθρωποι εξωθούνται να διαλέξουν το Τίποτε.

Ο πιστός ιερέας Πανελού θα αρρωστήσει, αβέβαιο αν από την πανούκλα ή άλλη αρρώστια, μα θα αρνηθεί κάθε ιατρική βοήθεια, γιατί πίστη γι’ αυτόν σημαίνει απόλυτη αυτοεγκατάλειψη στα χέρια του Θεού. Θεωρεί αντίφαση να είσαι ιερέας και να καταφεύγεις στους γιατρούς (σ. 207).

Στο πρώτο κήρυγμα του Πανελού εκφράζεται μια πίστη τρομοκρατική, χωρίς αγάπη (σ. 202), κυρίως μια πίστη βέβαιη για τις βουλές του Θεού, για τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί ο Θεός. Στο δεύτερο κήρυγμα εκφράζεται μια πίστη εξίσου θερμή και απόλυτη, αλλά περισσότερο διστακτική σχετικά με τον τρόπο ενεργείας του Θεού, περισσότερο αποφατική («να προχωρούμε προς τα μπρος, μέσα στο σκοτάδι, λίγο στα τυφλά», σ. 206). Καταλήγει ωστόσο σε μια πίστη η οποία όχι απλώς αποδέχεται τον θάνατο των παιδιών, αλλά, αφού είναι αδύνατο να τον κατανοήσουμε, πρέπει να τον θελήσουμε, αφού τον επέτρεψε ο Θεός (σ. 207). Αν εξεγερθεί ενάντια σε αυτή την οδύνη, φοβάται ότι εξεγείρεται εναντίον του Θεού. Δεν έχει τόση σημασία τελικά να σωθούν οι άνθρωποι ούτε αυτός ο ίδιος, σημασία έχει να σωθεί η πίστη. Ηρωική μοναξιά. Ο Πανελού θέλει να μείνει ο ένας, ο τελευταίος έστω, πιστός πάνω στη γη (σ. 206), για να απαντήσει «ιδού εγώ» στο αγωνιώδες ερώτημα του Χριστού «πλην ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;» (Λκ 18:8). Ο αγνός Ταρρού θα του δώσει δίκιο: αν δεν θέλεις να χάσεις την πίστη σου, πρέπει να τα αποδεχτείς όλα, ακόμη και τα βγαλμένα μάτια ενός νεαρού στρατιώτη (σ. 208).

Ο Πανελού μπορεί να δεχτεί τον θάνατο ενός παιδιού, γιατί δεν μπορεί να δεχτεί ότι υπάρχει και άλλος δρόμος προς τον Θεό, έξω από την τρομοκράτηση (πρώτο κήρυγμα) ή τη μοναχικά γενναία απάντηση στο δίλημμα ή Ολα ή Τίποτε (δεύτερο κήρυγμα). Υπάρχει όμως, και αυτός είναι ο δρόμος της γνήσιας βιβλικής πίστης, που μας καλεί να συναντήσουμε τον Θεό στο πρόσωπο του άλλου, στο πρόσωπο της χήρας και του ορφανού, κατά την παραδοσιακή βιβλική ορολογία. Είναι η πίστη που δεν έχει διαρκώς το βλέμμα στραμμένο στην αιωνιότητα αλλά στον αναγκεμένο διπλανό, που δεν συμφιλιώνεται ποτέ με τον πόνο και τον θάνατο, αλλά εξεγείρεται εναντίον τους. Αυτή η πίστη δεν φορτώνει δυσβάστακτα φορτία και διλήμματα στους ανθρώπους, γιατί όλα αυτά τα σήκωσε ο Χριστός πάνω στον Σταυρό, είναι ταπεινή και χαρούμενη, όχι αλαζονική και σκυθρωπή, φυγόκοσμη ή απάνθρωπη, δεν είναι τρομαγμένη ούτε τρομοκρατική, δεν φοβάται τη λογική και την επιστήμη. Είναι η πίστη που έχει ως τρόπο ύπαρξής της την αγάπη και την ελπίδα. Τα υπόλοιπα, όσα βρίσκονται πέρα από την ανθρώπινη δυνατότητα, τα εναποθέτει προσευχητικά και με εμπιστοσύνη στα χέρια του κυρίου του αμπελώνος.

* Ο κ. Σταύρος Ζουμπουλάκης είναι συγγραφέας και πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

π. ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ ΜΑΡΤΖΟΥΧΟΣ*

Σαν ρεπόρτερ σε άγνωστη χώρα…

Είναι φυσική δυσκολία το να συνειδητοποιήσουμε και να ζήσουμε αυτό που είπε ο Χριστός στον Απόστολο Θωμά «Μακάριοι οἱ μή εἰδόντες καί πιστεύσαντες», και για πολλούς από μας γίνεται ανυπέρβλητη, γιατί ισχύει αυτό που έγραψε η Φλάνερι Ο’ Κόνορ: «Δεν σε γνωρίζω, Κύριε, γιατί ο εαυτός μου ο ίδιος είναι το εμπόδιο»! Η πιο δύσκολη εφαρμογή της πίστης είναι η εφαρμογή της στη ζωή.

Εχουμε στραβή αντίληψη για τα ανθρώπινα δεδομένα και φανταζόμαστε ότι όσα έχουμε, τα μπορούμε ή τα αποκτούμε ή τέλος πάντων μας χορηγούνται ως «πακέτο», δηλαδή σαν ενιαίο σύνολο και όχι ως αύξουσα πορεία μετοχής. Δεχόμαστε και για την πίστη ότι ή έχει κάποιος πίστη ή δεν έχει! Φανταζόμαστε ότι είναι κάτι όπως το χέρι μας ή το χρώμα των ματιών μας. Δηλαδή ή έχω χέρι ή δεν έχω. Ή τα μάτια μου είναι γαλάζια ή όχι. Η πίστη όμως είναι εντελώς άλλη υπόθεση. Είναι μικρή ή μεγάλη, αύξουσα ή μειούμενη. Πίστη είναι η αίσθηση και το βίωμα που δημιουργείται από μια σχέση. Αίσθηση ασφάλειας ή ασάφειας. Σιγουριάς ή εκκρεμότητας. Μεγάλης εμπιστοσύνης ή ελάχιστης εμπιστοσύνης.

Πίστη είναι αυτό που βεβαιώνει την καρδιά του ανθρώπου ώστε να είναι σίγουρος για τον άλλον. Εκείνο που εισέρχεται στην καρδιά των ανθρώπων και την ίδια στιγμή παραμένει ασύλληπτο. Είναι αυτό που λέει ο Βλάσιος Πασκάλ: «Εχει λόγους η καρδιά να εμπιστεύεται, που το μυαλό αδυνατεί να καταλάβει». Πίστη είναι μια ψυχική διεργασία που, ξεκινώντας από τα ανθρώπινα (στη σχέση με τους γονείς), γίνεται η βάση και το βάθρο για να υπάρξει και να στηθεί και η πίστη στον Χριστό. Αυτά όλα, φυσικά, δεν έχουν καμιά σχέση με την απλή διανοητική πεποίθηση ότι ο Θεός υπάρχει. Φυσικά η διανοητική αποδοχή της ύπαρξης του Θεού προϋποτίθεται, γιατί αλλιώτικα η όλη ιστορία καταντάει μια αυταπάτη. Η παραδοχή όμως ύπαρξης Θεού δεν συνιστά εμπιστοσύνη. Η Ευαγγελική πίστη είναι ήδη στην αγάπη. Πίστη στον Χριστό είναι να αφηνόμαστε σ’

Αυτόν για ό,τι συνιστά την ύπαρξή μας. Πίστη είναι η βεβαιότητα ότι αγαπιόμαστε, ότι συνοδευόμαστε και καθοδηγούμαστε, ακόμα και στα χειρότερα, που μπορούν να μας συμβούν!

Ο Θεός είναι πάντα Θεός της Εξόδου, της απελευθέρωσης από τις δουλείες μας. Γι’ αυτό πίστη και χαρά πάνε μαζί. Οπως λέει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή: Πίστη σημαίνει «σιγουριά» για αυτά που ελπίζουμε, «βεβαιότητα» για αυτά που δεν βλέπουμε (11,1). Η πόρνη εκδηλώνει την ευγνωμοσύνη της πριν ο Χριστός της πει: «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» (Λουκ. 7, 35-40). Η πίστη της ήταν μια πίστη που μπόρεσε να προκαταλάβει, με μια χειρονομία ευγνωμοσύνης, την έκβαση της συνάντησης!

Ο Χριστός προσεύχεται να μην «εκλίπει» (δηλαδή να μην εξαφανιστεί) η πίστη του Πέτρου, ώστε να στηρίζει τους αδελφούς του επιστρέφοντας, τότε που ο Σατανάς ζητάει να μας «λειώσει» σαν το σιτάρι στις μυλόπετρες (Λουκ. 22, 31-34). Στην αρχή ο Χριστός μιλάει στον ενικό και στη συνέχεια στον πληθυντικό, επισημαίνοντας ότι το θέμα αφορά όλους.

«Αποκαθήλωση» (τμήμα). Εργο του Ρογήρου βαν ντερ Βάιντεν (π. 1400-1464).

Η αμφιβολία

Οι Ευαγγελιστές μάς έκαναν γνώστες και μετόχους της αβεβαιότητας της πίστεως των μαθητών (των πρώτων πιστών), για να συνειδητοποιήσουμε ότι «μια πίστη που δεν αμφιβάλλει, είναι πεθαμένη πίστη» (Βλ. Πασκάλ). Οι απόστολοι ζητούν από τον Χριστό να τους «προσθέσει» πίστη!

Ο πατέρας του σεληνιαζόμενου νεαρού με την κραυγή του «Πιστεύω, Κύριε, βοήθησέ με στην απιστία μου» εκπέμπει την πιο ανθρώπινη φωνή. Αν χρησιμοποιήσουμε μια σύγχρονη εικόνα, η πίστη σε παρακινεί να προχωράς στη ζωή, όπως ένας ρεπόρτερ σε άγνωστη χώρα…!

Αν η πίστη σας σάς κάνει λιγότερο ευαίσθητους, σας σκληραίνει στη χαρά της ζωής ή και σας κάνει τραχείς, αν σας δίνει την αυταπάτη ότι τα ελέγχετε όλα, αν τέλος πάντων η πίστη σας σάς κάνει λιγότερο… έξυπνους, τότε μπορείτε να πείτε στον εαυτό σας ότι τέτοια πίστη δεν προέρχεται από τον Ζώντα Θεό Ιησού! Είναι μια κακή απομίμηση: Αντί να είναι δυνατή και ανοιχτή στις εκπλήξεις (ως κλήση που είναι από τον Χριστό), κακομοιριάζει και γίνεται ξερή σαν σλόγκαν.

Η πίστη είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην ανθρώπινη αδυναμία και στη θεϊκή παντοδυναμία.

Πίστη είναι το μάτι, με το οποίο βλέπουμε τον Χριστό. Ενα θολό ή ένα δακρυσμένο μάτι εξακολουθεί να είναι ένα μάτι που μπορεί να δει τον Χριστό.

Πίστη είναι το χέρι με το οποίο κρατιόμαστε από τον Χριστό. Ενα χέρι που τρέμει, είναι ένα χέρι που μπορεί να απλώσει και να πιάσει το κράσπεδο του ιματίου του Χριστού.

Πίστη είναι η γλώσσα με την οποία γευόμαστε και διαπιστώνουμε ότι «Χρηστός ὁ Κύριος». Μια γλώσσα που την καίει ο οποιοσδήποτε πυρετός, μπορεί να παραμένει μια γλώσσα επικοινωνίας και εμπιστοσύνης.

Πίστη είναι το πόδι που βαδίζει προς τον Χριστό. Και ένα πόδι που κουτσαίνει, συνεχίζει να είναι ένα πόδι που, έστω και προχωρώντας αργά, μπορεί να πηγαίνει προς τον Χριστό.

Πιστεύουμε, Κύριε, βοήθησέ μας στην απιστία μας, γιατί, Κύριε, δεν πιστέψαμε επειδή τάχα τα καταλάβαμε όλα!

* Ο π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος είναι εφημέριος Ιερού Ναού Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου Πρέβεζας.


«Ανάσταση». Εργο του Ντίριτς Μπόουτς (π. 1415-1475).

ΜΥΡΤΩ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ*

Αγώνας για τη ζωή, για τη σωτηρία του άλλου

Γράφω για την πίστη εν μέσω μιας πρωτόγνωρης για τον σύγχρονο κόσμο πανδημίας και παρατηρώ ότι όχι μόνο δεν έσβησε, αλλά αναζωπυρώθηκε κιόλας. Αναζωπυρώθηκε στο άρρητο κήρυγμα όλων όσων παλεύουν για τη ζωή μας αυτές τις μέρες. Μας συγκινούν οι γιατροί και οι νοσοκόμες που τολμούν να μπουν σε μολυσμένο περιβάλλον, να θέσουν τη ζωή τους σε κίνδυνο, να παραβλέψουν την κούραση, την αϋπνία, τον πενιχρό μισθό, τις χίλιες εναλλακτικές που έχουν για στιγμές με τους δικούς τους ανθρώπους για χάρη του κάθε αγνώστου. Κάποιοι έδωσαν και τη ζωή τους ακόμη σε αυτόν τον αγώνα. Κένωση προς σωτηρία του άλλου. Μας συγκινεί κάτι περισσότερο απ’ αυτό;

Επιβεβαιώνεται, λοιπόν, ότι η πίστη που έχει νόημα να κρατήσει κανείς σήμερα είναι μια πίστη που λογαριάζει τον πόνο του ανθρώπου. Τον παρατηρεί με προσοχή, λεπτομερή προσοχή, γιατί ο πόνος του ανθρώπου είναι συνώνυμος της αλήθειας, μας λέει η Σιμόν Βέιλ.

Η ταύτισή μου με τον Χριστό ξεκίνησε ακριβώς από τη θέαση του πάθους του. Δεν μιλώ για χριστιανισμό γενικά, γιατί σε πολλές εκκλησίες έχει εξωραϊστεί το μαρτύριο, το βάσανο. Ο Χριστός δεν είναι ο ίδιος στους σύγχρονους χριστιανισμούς. Η τάση του ανθρώπου είναι να στρέφει το πρόσωπο μακριά απ’ το άβολο, το βρώμικο, το τσαλακωμένο, να καταφεύγει στο ναρκωτικό που ο ίδιος δημιουργεί. Θέλουμε μια θρησκεία που θα μας φυγαδεύσει απ’ τον πόνο κι από όλους όσοι ενοχλούν τη συνείδησή μας και ζητιανεύουν την προσοχή μας. Και ο Χριστός, ακόμη, εύκολα μετατρέπεται σε μέσο φυγής μεταβάλλοντας κι εμάς σε αυτό που, κατά βάθος, απεχθανόμαστε: σε ανθρώπους που παραβλέπουν, προσπερνούν, αδιαφορούν για την οδύνη του κόσμου. Εμένα με κέρδισε η αφήγηση του πάθους του Χριστού, με κάθε φρικτή της λεπτομέρεια. Εκεί γεννήθηκε η πίστη μου.

Οταν ο Γιούργκεν Μόλτμαν, Γερμανός θεολόγος, επέστρεψε πίσω στην τάξη του στη Γοττίγγη, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είπε ότι «μια θεολογία που δεν παρουσίαζε τον Θεό ως αυτόν που εγκαταλείφθηκε και σταυρώθηκε δεν είχε να πει τίποτα σε εμάς τότε» [The Crucified God: The Cross of Christ as the Foundation and Criticism of Christian Theology (New York: Harper and Row, 1973) 1.]. Αρχισε να αναδύεται αυτό το μπούχτισμα με κάθε είδους πίστη που δεν κοιτά κατάματα το ανθρώπινο δράμα. Η απαίτηση ήταν, αν είναι να κηρύξουμε Θεό, να είναι ένας Θεός που ήταν εκεί.

Αυτό θυμίζει και τα βιώματα του Ελί Βιζέλ στο Αουσβιτς. Οταν κρεμούσαν μπροστά του οι SS ένα μικρό αγόρι, κάποιος που στεκότανε πίσω απ’ τον Βιζέλ ρωτάει: «Για όνομα του Θεού, πού είναι ο Θεός;». Ο Βιζέλ ακούει μια φωνή μέσα του να λέει: «Πού είναι; Εδώ είναι – κρέμεται απ’ αυτήν την κρεμάλα» [Night (trans. Marion Wiesel; New York: Hill and Wang, 2006), 65.]. Ενας Θεός που βρίσκεται στο κουφάρι του κρεμασμένου.

Αν δεν βρίσκεται ακριβώς εκεί, δεν μ’ ενδιαφέρει να τον γνωρίζω. Αν δεν είναι μέσα στις λάσπες της Μόριας, αν δεν κοιμάται πάνω στα παγκάκια στο Πεδίον του Αρεως, αν δεν είναι εγκλωβισμένος στα πορνεία της Κολωνού, δεν τον πιστεύω.

Είναι απαίτηση πια και πιο επιτακτική ανάγκη από ποτέ η πίστη μου, ο Θεός μου, να μην απέχει, να μη δίνει οδηγίες αφ’ υψηλού σε κακόμοιρους ανθρώπους για των οποίων την κατάσταση δεν έχει ιδέα. Είναι απαίτηση ο Θεός μου να έχει ζήσει ως ο τελευταίος άνθρωπος στον πάτο αυτού του κόσμου. Ευάλωτος. Ανήμπορος. Πίστη, λοιπόν, είναι απόκριση σ’ αυτόν. Στον δρόμο του Θεού της κένωσης, όχι άλλου.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να παρατηρήσει τον δρόμο του Χριστού και αλλού. Διάβασα πρόσφατα το γράμμα του Γερμανού θεολόγου και μάρτυρα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Φλόσενμπεργκ, Ντίτριχ Μπονχόφερ, το οποίο έγραψε στον Γκάντι. Απογοητευμένος ο Μπονχόφερ από έναν χριστιανισμό που δεν κήρυττε πλέον Χριστό, γράφει στον Γκάντι: «Εμείς οι δυτικοί χριστιανοί θα πρέπει να διδαχθούμε από σένα τι πάει να πει πραγμάτωση της πίστης, τι μπορεί να καταφέρει μια ζωή αφιερωμένη στην πολιτική και φυλετική ειρήνη. Εάν υπάρχει κάπου ένα ορατό παράδειγμα τέτοιων επιτευγμάτων, το βλέπω στο δικό σου κίνημα.

Ξέρω ότι δεν είσαι βαπτισμένος χριστιανός, αλλά οι άνθρωποι των οποίων την πίστη επαινούσε ο Ιησούς περισσότερο απ’ όλους δεν ανήκαν ούτε εκείνοι σε κάποια επίσημη εκκλησία (…) δεν υπάρχει κανείς να μας δείξει τον δρόμο προς μια νέα χριστιανική ζωή ασυμβίβαστα σύμφωνη με την Επί του Ορους Ομιλία. Γι’ αυτόν τον λόγο απευθύνομαι σε σένα για βοήθεια». (Ακόμη δεν έχει εκδοθεί επίσημα. Παρουσιάστηκε από τον Clifford Green στο International Bonhoeffer Society, 21 Ιανουαρίου 2020.)

Μεγάλη Εβδομάδα, λοιπόν, και πάλι στήνεται μπροστά μας το ξύλο της πιο εξευτελιστικής ποινής που κατάφερε να επινοήσει η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία: ο σταυρός. Ο Θεός κρεμόταν εκεί, μαζί με τους κατάδικους. Ενα άβολο μήνυμα ότι πίστη, πίστη Χριστού δηλαδή, είναι αγώνας για τη ζωή του άλλου. Ενα μήνυμα που καλεί πρώτα την εκκλησία να σιγουρευτεί ότι δεν αλλοίωσε την πίστη της σε κάτι βολικότερο, ενδοκοσμικό.

Πιστεύω σ’ έναν Θεό παντοδύναμο, γιατί αυτό είναι δύναμη – η βούληση να κενώσει τον εαυτό του προκειμένου να ταυτιστεί, να κατανοήσει, να σώσει τον άνθρωπο. Κι αυτή η αμετακίνητη αγάπη, αποφασισμένη να συναντήσει τον άνθρωπο όπου κι αν αυτός βρίσκεται, τροφοδοτεί και την πίστη ότι η ίδια αυτή αγάπη θα βρει τον τρόπο να μας συναντήσει και πέραν του τάφου.

* Η κ. Μυρτώ Θεοχάρους είναι καθηγήτρια Βιβλικών Σπουδών στο Ελληνικό Βιβλικό Κολέγιο.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΙΡΒΙΔΑΚΗΣ*

Το «πώς» υπέρτερο του «τι» και του «γιατί»

Στην ιστορία της φιλοσοφίας και της χριστιανικής θεολογίας αντιπαρατίθενται δύο βασικές αντιλήψεις για τις σχέσεις πίστης και Λόγου. Από τη μια πλευρά βρίσκονται εκείνοι οι οποίοι θεωρούν πως η πίστη όχι μόνο δεν αντιστρατεύεται τον Λόγο, αλλά πως λειτουργεί συμπληρωματικά με αυτόν και πως μάλιστα μπορεί σε κάποιο βαθμό να στηριχθεί με ορθολογικές αρχές και με συλλογιστικές διαδικασίες. Ασφαλώς, παραδέχονται πως για την υιοθέτηση δογμάτων τα οποία γίνονται γνωστά με την αποκάλυψή τους από τον Θεό και την παρουσίασή τους μέσα στις Γραφές και κατανοούνται με τη συνδρομή της θείας Χάριτος, δεν αρκούν από μόνες τους οι ανθρώπινες λογικές δυνάμεις. Από την άλλη, τοποθετούνται όσοι θεωρούν πως η πίστη έρχεται σε σύγκρουση με τον Λόγο, απαιτώντας όχι απλώς την υπέρβαση, αλλά και την ταπείνωσή του, και πως η ίδια έχει αξία ακριβώς δυνάμει του παράλογου χαρακτήρα της. Ετσι, η φιντεϊστική αντίληψη των τελευταίων δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την εμπιστοσύνη των πρώτων στο φως του Λόγου, κατά την ανάπτυξη της φυσικής τους θεολογίας.

Κανείς βέβαια δεν θα αρνηθεί πως η πίστη σε ένα προσωπικό αγαπητικό Θεό είναι κάτι πολύ περισσότερο από την απλή αποδοχή πεποιθήσεων για την ύπαρξη και τις βασικές του ιδιότητες και δεν μπορεί να προκύψει μέσω της αναζήτησης επαρκών τεκμηρίων ή της συναγωγής συμπερασμάτων από έγκυρα επιχειρήματα. Εκφράζει μια υπαρξιακή στάση που ανταποκρίνεται σε βαθύτερες ανάγκες νοηματοδότησης του βίου και επιτρέπει να αρθούν τυχόν επιφυλάξεις για την αποδοχή της δογματικής διδασκαλίας της Βίβλου και της Εκκλησίας. Ωστόσο, ακόμη και αν κανείς εστιάζει την προσοχή του στη βιωματική γνησιότητα αυτής της πίστης, χωρίς να απαιτεί ασφαλή γνωστικά τεκμήρια ή άλλα εχέγγυα ορθολογικότητας για την αποτίμησή της, μπορεί να απορρίπτει και την ακραία φιντεϊστική αντίσταση στην υποβολή της σε οποιοδήποτε νοητικό έλεγχο.

Τα σημαντικότερα κριτήρια ενός τέτοιου ελέγχου είναι υπό μια ευρεία έννοια ηθικά. Ανάμεσα στους πραγματιστικούς λόγους για να οδηγηθεί κάποιος στην πίστη και για να παραμείνει σε αυτήν ξεχωρίζει η ποιότητα της μορφής ζωής την οποία φαίνεται να αντανακλά και να προάγει. Και αυτή η ποιότητα καθορίζεται πρωτίστως από αξίες, κανονιστικές αρχές και αρετές που συγκροτούν ηθικά πρότυπα, μέσα από τις συγκεκριμένες πρακτικές που τα ερμηνεύουν και τα εφαρμόζουν. Εκείνο που ενδιαφέρει εδώ δεν είναι τόσο το οντολογικό τι, ούτε το ψυχολογικό γιατί, αλλά το πώς πιστεύει κανείς και το πώς εκδηλώνεται αυτή η πίστη, επιδρώντας στη συμπεριφορά και στις σχέσεις του με τους άλλους.

Η ηθική διάσταση μιας πίστης αναδεικνύεται και δοκιμάζεται ουσιαστικά σε περιόδους μεγάλων κρίσεων, όπως αυτή που διανύει η χώρα μας αλλά και ολόκληρος ο πλανήτης. Στις μέρες μας, μαζί με τη χριστιανική κοσμοαντίληψη, δοκιμάζονται ποικίλες θρησκευτικές πεποιθήσεις και ηθικές θεωρίες απέναντι σε μια απρόσμενη απειλή για τη ζωή και την ευημερία των ανθρώπων σε Ανατολή και Δύση. Αφενός, η νέα τρομακτική εκδήλωση του φυσικού κακού σε παγκόσμια κλίμακα προκαλεί την αίσθηση της απουσίας ενός Παντοδύναμου, Πανάγαθου και Παντοδύναμου Θεού που προνοεί για τα δημιουργήματά του. Αφετέρου, ανακύπτουν δυσεπίλυτα ηθικά διλήμματα κατά τις προσπάθειες αντιμετώπισης της πανδημίας σε διάφορες χώρες με εκατόμβες νεκρών και εκθετική αύξηση των κρουσμάτων.

Η ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία καλείται να περιορίσει την ευχαριστιακή λατρεία που αποτελεί συγκροτητικό στοιχείο της ταυτότητάς της και να αποκλείσει τα μέλη της από τη συμμετοχή στις ακολουθίες και μάλιστα τις μέρες του Πάσχα, της κορυφαίας χριστιανικής γιορτής, για να προστατεύσει τη ζωή και την υγεία τους. Ορισμένοι ιεράρχες αψηφούν τις σχετικές αποφάσεις της Πολιτείας, υποστηρίζοντας πως θέλουν να σεβαστούν όχι μόνο την παράδοση, αλλά και τον ίδιο τον πυρήνα της ζωής της Εκκλησίας, ενώ άλλοι, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν σε φυσικές καταστροφές, προσπαθούν να δικαιολογήσουν την εμφάνιση του ιού διακρίνοντας σ’ αυτήν τη θεϊκή οργή και την τιμωρία για τις αμαρτίες μας. Το ερώτημα είναι κατά πόσον τέτοιες αντιλήψεις και αντιδράσεις συνάδουν με την πραγματική φροντίδα για τον πλησίον και με το κήρυγμα της αγάπης, της μείζονος χριστιανικής αρετής, που υπαγορεύει, όχι μόνο αλληλεγγύη, αλλά και θυσιαστική προσφορά. Σε κάθε περίπτωση, ο ηθικός έλεγχος δεν μπορεί παρά να αξιώνει την περιστολή των επικίνδυνων λατρευτικών πρακτικών και την άσκηση αρετών που συμβάλλουν ουσιωδώς στην καταπολέμηση του κακού.

Για πολλούς από εμάς είναι πολύ δύσκολο να ενστερνιστούμε μια κυριολεκτική ερμηνεία του οντολογικού και του σωτηριολογικού περιεχομένου της διδασκαλίας για την ύπαρξη και την ενανθρώπιση του αγαπητικού Τριαδικού Θεού και την ανάσταση εκ νεκρών ψυχών και σωμάτων. Και στερούμαστε οποιαδήποτε μυστική εμπειρία που θα παρείχε ενδεχομένως άμεση πρόσβαση στην αλήθεια των σχετικών πεποιθήσεων. Ετσι, η πίστη μας περιορίζεται στην έμπρακτη αναγνώριση μιας αξιακής και ηθικής πραγματικότητας και στην πλήρη κατάφαση στο νόημα της ζωής. Εστιάζεται στη μη αναγώγιμη και απόλυτη, ιερή αξία του ανθρώπινου προσώπου. Τη συνοδεύουν η ελπίδα, η αγάπη και η συμπόνια, αλλά και το θάρρος και η καρτερία, που στηρίζουν την αλληλεγγύη και τον κοινό αγώνα ενάντια στον θάνατο, τον πόνο και την αρρώστια. Δεν παύει να είναι μια θρησκευτική πίστη, μια πίστη με ή χωρίς υπερβατικό Θεό, η οποία χαρακτηρίζει σήμερα όσους και όσες διακινδυνεύουν ακόμη και τη ζωή τους για να αντιμετωπιστεί η πανδημία.

* Ο κ. Στέλιος Βιρβιδάκης είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

agrinio24.gr