«Έφυγε» ο Αλέξανδρος Βέλλιος: Η συγκλονιστική τελευταία πράξη του (pics-vids)
Ήρεμος, όπως ήθελε, και όρθιος, όπως διεκδικούσε, πέθανε τα ξημερώματα της Δευτέρας σε ηλικία 63 ετών ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Αλέξανδρος Βέλλιος.
Έπασχε από καρκίνο και αφού έδωσε επί μήνες τη μάχη με ιατρικά μέσα, επέλεξε από ένα σημείο και μετά, εκτιμώντας ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος -καθώς θεώρησε μη αναστρέψιμη την πορεία προς το μοιραίο- να σταματήσει τις θεραπείες και να αναζητήσει την ευθανασία.
Στο βίντεο που ακολουθεί λίγο πριν πεθάνει ο Αλέξανδρος Βέλλιοςμε ένα ιδιόχειρο σημείωμα διαβασμένο (ηχητικό) από τον ίδιο εξηγεί πώς κατέφυγε στη λύση της μη υποβοηθούμενης
ευθανασίας.
Το κείμενό του με τίτλο το αντίο μου καταλήγει: «Εζησα δημιουργικά και, εν πολλοίς, ασυμβίβαστα. Φεύγω πλήρης».
Ο Αλέξανδρος Βέλλιος πριν λίγες μέρες είχε νοσηλευτεί στο νοσοκομείο ΙΑΣΩ GENERAL, προκειμένου να του παρασχεθεί ιατρική βοήθεια για να δυναμώσει ο οργανισμός του που είχε καταπονηθεί από τη νόσο. Εισήχθη στο νοσοκομείο την περασμένη Τετάρτη 31 Αυγούστου και πήρε εξιτήριο το Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου.
Εκτός από την αποχαιρετιστήρια επιστολή, άφησε και ακόμα ένα ιδιόχειρο σημείωμα στο οποίο εξηγούσε πώς επιθυμούσε να γίνει η κηδεία του.
Η κηδεία του θα γίνει την Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου στις 15:00 το μεσημέρι στο Α΄ νεκροταφείο. Η σύζυγός του τον αποχαιρέτησε μέσω Facebook με τις εξής λέξεις: «Αγάπη μου, καλό σου ταξίδι. Θα είσαι πάντα στην καρδιά μου!».
Ο ίδιος είχε μιλήσει πριν λίγο καιρό για την απόφαση να φύγει… «Για μένα από την 1η Σεπτεμβρίου, ο χρόνος θα κυλάει αντίστροφα.Δεν θα φτάσει το τέλος του Σεπτέμβρη για να φύγω, αλλά αυτό θα γίνει πολύ νωρίτερα… Οι θεράποντες γιατροί μου είπαν ότι δεν υπάρχει δυνατότητα παράτασης της ζωής μου. Τελικά δεν θα πάω για ευθανασία στο εξωτερικό για δικούς μου προσωπικούς λόγους. Νομίζω όμως ότι θα πετύχω να φύγω με τους δικούς μου όρους και στο δικό μου πλαίσιο αξιοπρέπειας».
Τον Ιούνιο είχε μιλήσει σε τηλεοπτική εκπομπή για τη μάχη με τον καρκίνο: «Το μαθαίνω το Σεπτέμβριο. Είχα κάποια συμπτώματα οργανικά, πάω κάνω τις εξετάσεις μου και μου λένε έχεις έναν όγκο ήδη πολύ προχωρημένο. Ξεκινάω μια σειρά από χημειοθεραπείες. Αναζητούμε ένα παράθυρο ευκαιρίας για χειρουργείο, δεν υπάρχει. Ο δεύτερος κύκλος χημειοθεραπείας δείχνει ότι ο όγκος είναι πιο ισχυρός από τα φάρμακα και αυτή τη στιγμή δεν παίρνει καν χημειοθεραπεία. Άρα αυτή τη στιγμή είμαι αφημένος στην ενέργεια και στις αντοχές του οργανισμού μου οι οποίες προφανώς δεν είναι και ανεξάντλητες. Ο ηπατολόγος μου έχει πει για 2-3 μήνες(…) Στην πραγματικότητα από τον περασμένο Σεπτέμβριο, δίνω μια μάχη η οποία για να το πούμε νηφάλια και πολύ ήρεμα, έχει αποδειχθεί άνιση. Αυτή τη στιγμή στην ουσία δεν δίνω καμία μάχη, απλά περιμένω. Αν θα περιμένω ελπίζοντας να τελειώσω ειρηνικά σε 2-3 μήνες ή 5-6 μήνες, αυτό μόνο ο οργανισμός μου και τα αποθέματα ενέργειας μπορούν να μου το πούνε».
https://www.youtube.com/watch?v=Dz85P0cDgGE
Ο αντισυμβατικός κοσμοπολίτης: Ποιος ήταν ο Αλέξανδρος Βέλλιος
Ο τρόπος που αντιμετώπισε τον θάνατο ο Αλέξανδρος Βέλλιος, αλλά στην ουσία και το τελευταίο στάδιο της ζωής του απηχεί το πώς ακριβώς έζησε τις έξι και κάτι δεκαετίες που του μοίρασε η μοίρα. Αν και έγινε ευρύτερα γνωστός από περιφερειακής κλίμακας, έως και θεωρούμενα περιθωριακά τηλεοπτικά κανάλια, λίγοι γνωρίζουν ότι μόνος του αρνήθηκε να καθιερωθεί ως ένας mainstream δημοσιογράφος. Κι όμως, είχε όλες τις λεγόμενες αποδεκτές προδιαγραφές για να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.
Γέννημα θρέμμα Αθηναίος, γόνος αστικής και εύπορης οικογένειας, ξεκίνησε με… γαλλικά, έστω χωρίς πιάνο. Για την ακρίβεια, σπούδασε Λογοτεχνία και Φιλοσοφία στο Παρίσι τη δεκαετία του 1970. Εξαιρετικός στη χρήση της γλώσσας, πνευματώδης, οξυδερκής, διεισδυτικός στην κρίση του, με ικανότητα βαθιάς ανάλυσης των πραγμάτων. Αδυναμία του ωστόσο ήταν εξαρχής η ποίηση και η λογοτεχνία. Εγραφε και εξέδιδε κείμενα από την αρχή των σπουδών του.
Παρότι στα φοιτητικά του χρόνια δεν ασχολήθηκε με την πολιτική, παρασυρμένος και από την μποέμ ζωή στα σοκάκια του Σεν Ζερμέν και της Μονμάρτρης, με την επιστροφή του στην Αθήνα, κάπου στα 1979, άρχισε συνεργασία με το «Βήμα» και τη σταδιακή ενασχόληση με τα πολιτικά πράγματα. Από το Παρίσι δεν επέστρεψε μόνος του: έχει κάνει ήδη τον πρώτο από τους τρεις συνολικά γάμους του, υποκύπτοντας σε μία από τις μεγάλες αδυναμίες του, τις γυναίκες.
Στο «Βήμα» θα μείνει για μικρό διάστημα, καθώς απηυδισμένος από τον «βυζαντινισμό», όπως λέει σήμερα, θα αποχωρήσει αδράχνοντας την ευκαιρία που του δίνει ο μέντοράς του στη συνέχεια Παναγιώτης Λαμπρίας με την έκδοση τότε της «Μεσημβρινής». Ξεκινά από το ρεπορτάζ των πανίσχυρων τότε φοιτητικών παρατάξεων και των νεολαιών των κομμάτων. Σύντομα μεταπηδά στο διπλωματικό και το πολιτικό ρεπορτάζ και εξελίσσεται σε στέλεχος της εφημερίδας, με όλες τις δυνατότητες για ραγδαία ανέλιξη.
Ηταν καλλιεργημένος, με μορφωτικό βάθος και κοσμοπολίτης. Ο,τι πρέπει για μια σπουδαία καριέρα στον αστικό Τύπο. Ομως δεν του ήταν εύκολο να φορέσει αυτό το ήδη ραμμένο κουστούμι. Η πορεία του στη «Μεσημβρινή» θα ανακοπεί κάπου στο 1986, όταν συγκρούεται με τον τότε διευθυντή του Χρήστο Πασαλάρη με αφορμή τις διαφορετικές προσεγγίσεις τους γύρω από τις εξελίξεις στη συντηρητική παράταξη και φυσικά τίθεται εκτός εφημερίδας.
Το ΚΑΝΑΛΙ 29 και η μητσοτακική Δεξιά
Ο Βέλλιος είχε ταχθεί υπέρ του Κωστή Στεφανόπουλου στην κόντρα του με τον Κώστα Μητσοτάκη. Μάλιστα γοητεύεται για πρώτη και τελευταία φορά από την ιδέα εμπλοκής στα κομματικά και είναι για ένα μικρό διάστημα επιτελικό στέλεχος της ΔΗΑΝΑ. Αποχωρεί όμως σύντομα και δεν ανακατεύεται ποτέ ξανά οργανωτικά με οποιοδήποτε κόμμα. Στο μεταξύ πρωτοστατεί στο εγχείρημα του τότε δημάρχου Πειραιά Ανδρέα Ανδριανόπουλου και συμμετέχει στην ίδρυση του ΚΑΝΑΛΙΟΥ 1, του οποίου γίνεται ο πρώτος διευθυντής. Η πίεση του κομματικού μηχανισμού της Ν.Δ. για απόλυτο έλεγχο του ραδιοφωνικού σταθμού τον εξοργίζει και παραιτείται και από κει. Η αναζήτησή του ουσιαστικά και ο επαναπροσδιορισμός μόλις ξεκινούν. Σύντομα μετακομίζει στο ιστορικό ΚΑΝΑΛΙ 15 του Ρούσσου Κούνδουρου και αρχίζει να διαπιστώνει ότι τα πέραν του «καθεστωτικού» πλαισίου μέσα ενημέρωσης δίνουν περιθώριο ελεύθερης έκφρασης.
Οι δραματικές εξελίξεις του 1989-’90 στο πολιτικό σκηνικό αποτελούν αφορμή για τομή στη δική του πορεία: η διαφωνία του με την πολιτική Μητσοτάκη έτσι κι αλλιώς τον «κυνηγά» και αποφασίζει να δώσει μάχη εναντίον του, πολύ περισσότερο μάλιστα που θεωρεί ότι η συγκρότηση της συγκυβέρνησης Τζαννετάκη και πολλές από τις εξελίξεις εκείνης της περιόδου είναι η πρώτη επίδειξη της «διαπλοκής» στην Ελλάδα. Η επιλογή του αυτή τον οδηγεί στο «αντιστασιακό» και φιλοπαπανδρεϊκό ΚΑΝΑΛΙ 29, όπου δίνει το δικό του στίγμα. Ενώ δεν ανήκει ιδεολογικά και πολιτικά στο ΠΑΣΟΚ -μάλιστα τον απωθεί η καμαρίλα του βαθέως Κινήματος-, πολεμά λυσσαλέα για τη δικαίωση του Ανδρέα Παπανδρέου και την πτώση της μητσοτακικής δεξιάς κυβέρνησης.
Οι καθημερινές του εμφανίσεις στο ΚΑΝΑΛΙ 29 συχνά θυμίζουν μονόπρακτο με συναρπαστικούς όσο και δηλητηριώδεις μονολόγους. Η επιθετική ρητορική του για τα πεπραγμένα του Μητσοτάκη, αλλά και αργότερα επόμενων κυβερνήσεων (βλέπε Σημίτη) τον καθιστά μόνιμη φωνή διαμαρτυρίας για τις εξουσίες εκείνης της εποχής, αλλά συνάμα και τον καθιερώνει. Δεν είναι όμως μόνο η ουσία των λεγομένων του. Από τις εκπομπές που κάνει εκεί αρχίζει να γίνεται γνωστός – μάλιστα είναι εκνευριστικά αιρετικός και ενίοτε απροκάλυπτα εκκεντρικός: Τόσο στο ΚΑΝΑΛΙ 29 όσο και στις διάδοχες μορφές του στις οποίες παραμένει (ΚΑΝΑΛΙ 5, EXTRA, ALTER) εμφανίζεται συχνά όρθιος να κάνει βόλτες στο στούντιο καπνίζοντας μονίμως πίπα (!), ενώ άλλοτε φοράει αποκριάτικες μάσκες. Σε μια έμπνευση της στιγμής και θέλοντας να δείξει ότι δεν πτοείται από την πίκρα που επιφυλάσσει η πολιτική στους απλούς πολίτες, βγάζει στη διάρκεια μιας εκπομπής και τρώει on air μια σοκολάτα! Εξαλλος, ο καλεσμένος του Θόδωρος Κατσανέβας θεωρεί την κίνηση αδόκιμη και προσβλητική και αποχωρεί από το στούντιο υπό το σαρδόνιο χαμόγελο του οικοδεσπότη.
Παρά τα πικρόχολα σχόλια, που απέδιδαν αυτές τις κινήσεις σε επιδειξιμανία και κομπορρημοσύνη, ο Αλέξανδρος Βέλλιος επιχειρεί να κάνει ένα είδος «αντι-τηλεόρασης». Ο τρόπος που επιλέγει να κάνει τις εκπομπές του έχει ένα σπέρμα ασέβειας και μιας ταυτόχρονης απαξίωσης του ίδιου του μέσου και της δύναμής του στην επιρροή των μαζών. Αναζητούσε μονίμως το εναλλακτικό, την αυθόρμητη έκφραση, καθετί που θα μπορούσε να κάνει ενδιαφέροντα τα πράγματα και θα διέλυε την μονοτονία και την ομοιομορφία.
Αντικομφορμιστής από τη φύση του, απεχθανόταν τον στείρο και ετοιματζίδικο κομματικό λόγο, εκνευριζόταν με την ένδεια και τη σκοπιμότητα της δημόσιας ρητορικής των πολιτικών. Τον απωθούσε οτιδήποτε ανέδυε την αίσθηση του στημένου και του άνευρου.
Και ήταν ακριβώς αυτή η ελευθερία στην έκφραση που του έδιναν τα «μικρά» κανάλια για να επιλέξει διαχρονικά τη μη επιστροφή του σε πρώτης γραμμής μέσα ενημέρωσης. Απέρριψε ακόμη και πρόταση του ΑΝΤ1 τότε προκειμένου να διαφυλάξει αυτή του την ανεξαρτησία, ενώ μέχρι και πρόσφατα προτιμούσε την ελευθεριότητα αυτών των καναλιών.
Ο Βέλλιος ένιωθε πρωτίστως δημοσιολόγος, ένας «ελεύθερος σκοπευτής» και ανεξέλεγκτος στηλιτευτής της διαχρονικής ελληνικής παθογένειας παρά ένας δημοσιογράφος που κυνηγούσε την καριέρα, έστω κι αν στις επαγγελματικές συνεργασίες του ήταν αρκετά σκληρός διαπραγματευτής και ταυτόχρονα ρεαλιστής. Ετσι κι αλλιώς αισθανόταν ποιητής και λογοτέχνης κατά κύριο λόγο – γι’ αυτό και λίγο αργότερα, περί το 2000, θα ξεκινήσει τη συνεργασία του με τις εκδόσεις Ροές ως διευθυντής της σειράς microMEGA, έχοντας επιμεληθεί, μεταφράσει και προλογίσει περισσότερα από 25 έργα.
Η σύγκρουσή του με την εξουσία Μητσοτάκη θα τον φέρει στον… αφρό, αλλά θα του δημιουργήσει και κάποια προσωπικά προβλήματα. Την ώρα που επιτίθεται με μανία ασκώντας ισοπεδωτική κριτική στην κυβέρνηση της Ν.Δ. -την οποία θεωρεί περίπου ως το πρώτο «προϊόν» της διαπλοκής στην Ελλάδα-, ανήκει στην οικογένεια, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, της δεξιάς παράταξης, καθώς έχει παντρευτεί, σε δεύτερο γάμο πια, με ανιψιά του Αθανάσιου Τσαλδάρη. Δεν τον πτοεί ωστόσο ούτε αυτό. Αν και αστός στην καταγωγή, τον ενοχλούν τα πάντα: νιώθει ασφυξία στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο που διαμορφώνεται τη δεκαετία του 1990 – μάλιστα βρίσκεται με την ίδια σφοδρότητα απέναντι και στον Κώστα Σημίτη, παρότι θεωρεί τον εαυτό του έναν αστό εκσυγχρονιστή. Αποδοκιμάζει και την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων με πύρινους τηλεοπτικούς λόγους και άρθρα. Θεωρεί ότι αρχίζει να επικρατεί πλέον η «Ελλάδα της χρυσόσκονης», της «ευκολίας», του «χάι λάιφ», της ψευτογκλαμουριάς, της βιτρίνας και της επαρχιώτικης νεοπλουτίστικης αντίληψης. Μια κατάρα για την Ελλάδα του πνευματικού κόσμου, του πολιτισμού και των τεχνών δηλαδή.
Ακόμα χειρότερα, εκτιμά ότι επί Σημίτη γιγαντώνεται πια η διαπλοκή και παίρνει διαστάσεις η λεηλασία του δημόσιου χρήματος και η απροκάλυπτη νομή της εξουσίας.
Ο πόλεμος στην αστική τάξη
Αισθάνεται προδότης της τάξης του, αλλά δεν μετανιώνει που απομακρύνθηκε από αυτήν, καθώς αρνείται τον συντηρητισμό και δηλώνει αναρχοφιλελεύθερο πνεύμα. Θεωρεί ότι η ελληνική αστική τάξη διακατέχεται από υποκρισία, ρηχότητα και ελαφρότητα, ότι ουσιαστικά έχει πειρατική και παρασιτική νοοτροπία, χωρίς πνευματική και δημιουργική δυναμική, χωρίς αίσθημα εθνικής ευθύνης. Μιλά διαρκώς για την ξιπασιά και τη μυωπική αντίληψη των μεγαλοαστών και επιμένει να κινείται στις παρυφές μιας συνολικής απόρριψης, γι’ αυτό και αποφεύγει να θυσιάσει την ελευθερία καυτηριασμού αυτών των φαινομένων για χάρη μιας «ορθολογικής δημοσιογραφικής πορείας».
Χαμένος όμως στις αντιφάσεις του και την ανάγκη επαγγελματικής επιβίωσης, δεν αποφεύγει μερικές συνεργασίες που δεν συμβαδίζουν κατ’ ανάγκην με την αποσκίρτηση από το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα και την αστική του προέλευση. Αποδέχεται την πρόταση του Αναστάση Παπαληγούρα και για χάρη της προσωπικής τους φιλίας γίνεται σύμβουλός του στο υπουργείο Δικαιοσύνης το 2005. Φεύγει αμέσως μετά την έξοδο του υπουργού στον ανασχηματισμό του 2006. Τότε είναι που αποφασίζει, μάλλον και εξαιτίας των κοινών αναζητήσεων γύρω από την τέχνη, να συνεργαστεί ως σύμβουλος Στρατηγικού Σχεδιασμού με τον πρόεδρο του ΣΕΒ Δημήτρη Δασκαλόπουλο, ο οποίος του εγγυάται πλήρη ελευθερία έκφρασης και επαναχάραξη της πορείας του συνδέσμου. Ετσι, δεν είναι τυχαίο ότι με την έναρξη της κρίσης, και ειδικά με την απογύμνωση του παλιού δικομματισμού, ο ΣΕΒ του κ. Δασκαλόπουλου κάνει άνοιγμα και στροφή προς τον ΣΥΡΙΖΑ, προκαλώντας σοκ και δέος στα παλιά και αρτηριοσκληρωτικά επιχειρηματικά τζάκια του συνδέσμου. Μάλιστα πριν από τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, ο κ. Δασκαλόπουλος εκφράζει δημοσίως και με τυμπανοκρουσίες την άποψη ότι η συστημική ισορροπία θα έφερνε -ή και απαιτούσε κιόλας- τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, στη θέση του καταρρέοντος ΠΑΣΟΚ. Τότε ξεσηκώθηκαν και οι πέτρες στον ΣΕΒ, όμως τρία χρόνια μετά εκείνη η ανάλυση της νέας πραγματικότητας στο ελληνικό πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό, όπως και η στρατηγική προσέγγισης ή και ενσωμάτωσης του ΣΥΡΙΖΑ, όπως την εισηγήθηκε ο Αλέξανδρος Βέλλιος, δικαιώθηκε. Και μάλιστα χωρίς να έχει ο ίδιος την παραμικρή οργανική επαφή ή σχέση με την Κουμουνδούρου. Ηταν το αισθητήριο και ίσως η «εκδίκησή» του προς την αστική τάξη αυτή του η επιλογή.
Αλλωστε οι προσωπικές επιλογές του κατά την τελευταία δεκαετία ήταν εντελώς στον αντίποδα μιας συμβατικής, μίζερης, συντηρητικής διαδρομής, που έτσι κι αλλιώς τον απωθούσε από πάντα. Ερωτεύτηκε παράφορα και τόλμησε τρίτο γάμο (με τη Νάντια, που είναι η πηγή της εμπνευσής του), έκανε μία κόρη σε μεγάλη για τα κοινωνικά στερεότυπα ηλικία (είχε και από τον δεύτερο γάμο του τον Νικόλα), φοιτητή της Νομικής, μιλούσε όλο και πιο απαξιωτικά για τις σοφές ελίτ που θέλουν να αποφασίζουν προνομιακά για τους άλλους και εξυμνούσε συνεχώς τον λαϊκό παράγοντα. Εμοιαζε, πριν ακόμη τον χτυπήσει η αρρώστια, να βρίσκεται σε μια μοναχική πορεία, έχοντας όντας αποσκιρτήσει από την ταξική του κοίτη και αναζητώντας μορφές έκφρασης όλο και πιο αφοριστικές προς το κατεστημένο, προκαλώντας τις αντοχές και τα όρια – και τα δικά του και του κατεστημένου.
Γοητευμένος από τον Εμμανουήλ Ροΐδη, υιοθέτησε στη δημόσια κριτική του, αλλά και στη συγγραφή ποιημάτων (εξέδωσε εσχάτως τη συλλογή «Οδύσσεια») πολλά στοιχεία από τον απορριπτικό, αφοριστικό και διαλυτικό λόγο του αιρετικού, φιλοπαίγμονα λογοτέχνη και δοκιμιογράφου. Ηταν το ίδιο σαρδόνιος και απροσάρμοστος, με λίγο στόμφο παραπάνω, αλλά με την ίδια αλλεργία στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Καυστικός με καθετί που θεωρούσε ότι κρατά τη χώρα στην οπισθοδρόμηση: από τους ψηφοφόρους και τους πολιτικούς έως την Εκκλησία και τους βαλτωμένους και αναχρονιστικούς θεσμούς της Πολιτείας.
Το βιογραφικό του
O Αλέξανδρος Βέλλιος γεννήθηκε στις 14-5-1953 στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Παρίσι (PARIS IV). Ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα στο ΒΗΜΑ (1978-80). Μεταπήδησε στη ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ του Τάκη Λαμπρία, το 1980, όπου παρέμεινε ως διπλωματικός και εν συνεχεία πολιτικός συντάκτης μέχρι το 1986. Υπήρξε ο πρώτος διευθυντής του δημοτικού ραδιοφώνου Πειραιά ΚΑΝΑΛΙ το 1987, ενώ κατόπιν ανέλαβε διευθυντής ενημέρωσης στο εμβληματικό ΚΑΝΑΛΙ 15 του Ρούσσου Κούνδουρου. Από το 1990 ξεκίνησε να παρουσιάζει δική του εκπομπή στο τηλεοπτικό ΚΑΝΑΛΙ 29 του συγκροτήματος Κουρή, με το οποίο εξακολούθησε να συνεργάζεται σε όλες τις φάσεις της μετεξέλιξής του (ΚΑΝΑΛΙ 5, ΕΧΤRΑ, ΑLTER). Διετέλεσε πολιτικός σύμβουλος του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, κατά τη ρηξικέλευθη 8ετή θητεία του στην προεδρία του ΣΕΒ (2006-2014).
Από το 1995 ήταν υπεύθυνος της σειράς δοκιμίων MICROMEGA στις εκδόσεις ΡΟΕΣ, στο πλαίσιο των οποίων εξέδωσε μεταξύ άλλων: Το ιστορικοπολιτικό δοκίμιο «Η αλληλογραφία της αυτοεξορίας Καραμανλή», μία συγκριτική μελέτη Θουκυδίδη-Μακιαβέλλι, μία μονογραφία για το φαινόμενο του βοναπαρτισμού, μία παράλληλη ανθολόγηση Δημοσθένους-Ισοκράτη, καθώς και μια πλειάδα μεταφράσεων των (Μοντεσκιέ, Πασκάλ, Ζολά, Λαφάργκ, Βαλερύ, Michault, Herault de Sechelles, Mandeville, Πεσόα κ.ά).
Το βιβλίο του «Εγώ κι ο θάνατός μου -Το δικαίωμα στην ευθανασία» εκδόθηκε στις αρχές Ιουνίου 2016, τρεις μήνες πριν από τον θάνατό του και ανέδειξε ένα θέμα που παραμένει ταμπού στη χώρα μας. Ο θόρυβος που ξεσήκωσε, σε συνδυασμό με την προσωπική του άνιση μάχη, συνετέλεσε στο να εκδηλωθεί ένα απρόσμενα μεγάλο ρεύμα υποστήριξης υπέρ της νομιμοποίησης της ευθανασίας.
Σε μία από εκείνες τις γυμνές από κάθε ελπίδα νύχτες που αφιέρωσε για να αποτυπώσει την κραυγή αγωνίας στο χαρτί αυτού του βιβλίου, αυτής της τελευταίας παρακαταθήκης του, έγραφε: «Η ζωή είναι μία συλλογική πορεία, ακόμα και για τον πιο μοναχικό άνθρωπο. Ο θάνατος, αντίθετα, είναι μια καθαρά προσωπική υπόθεση, επιλογή και απόφαση: το δικαίωμα στο θάνατο συνιστά για μένα το πιο θεμελιώδες ίσως ανθρώπινο δικαίωμα. Σ’ αυτό αποκορυφώνονται η ατομική ελευθερία και η ελευθερία της βούλησης, ο απογαλακτισμός του ανθρώπου από κάθε – θεϊκό, κοινωνικό ή άλλον- καταναγκασμό. Γι’ αυτό ακριβώς το καταπολεμούν όλες οι εξουσίες».
Πηγή: protothema.gr