Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα: Η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος που το 1840 μεταμφιέστηκε σε άντρα για να σπουδάσει
Η Ελένη Μπούκουρη Αλταμούρα (1821-1900), ήταν η πρώτη Ελληνίδα αβάν γκάρντ καλλιτέχνιδα του 19ου αιώνα.
Το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ), στο πλαίσιο του κύκλου προβολών ντοκιμαντέρ με τίτλο «Το ελληνικό ντοκιμαντέρ στο Ιστορικό Αρχείο ΠΙΟΠ», παρουσιάζει τη Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου (ώρα 19:00), το ντοκιμαντέρ «Ελένη Μπούκουρη Αλταμούρα-Η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος», σε σενάριο-σκηνοθεσία Κλεώνης Φλέσσα.
Η Ελένη Μπούκουρη Αλταμούρα ηταν μια γυναίκα γοητευτική και αινιγματική, που κατάφερε να ανατρέψει όλες τις ισχύουσες συμβάσεις της εποχής της. Το 1848, μια εποχή που οι πόρτες των πανεπιστημίων παραμένουν ερμητικά κλειστές για τις γυναίκες, μεταμφιέζεται σε άντρα, και σπουδάζει ζωγραφική, στη σχολή των Ναζαριστών, στην Ρώμη έως το 1850 και στην Φλωρεντία το 1850- 1851. Στην Ιταλία, παντρεύεται τον ζωγράφο Αλταμούρα και γίνεται μητέρα. Πρωτοπόρος, διεκδικεί να ανοίξουν οι Ακαδημίες των Τεχνών για τις γυναίκες, ενώ αργότερα επιστρέφει στην Ελλάδα ως η πρώτη καθηγήτρια ζωγραφικής.
Με οδηγό το ημερολόγιό της, μια ηθοποιός-ζωγράφος ακολουθεί την ιστορία της.
Το ντοκιμαντέρ απέσπασε το 2010 Βραβείο στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Χαλκίδας καθώς και τιμητική διάκριση στο International Festival of Films on Art, στον Καναδά.
Την προβολή θα προλογίσει η σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ Κλεώνη Φλέσσα, ενώ στο τέλος θα ακολουθήσει συζήτηση με το κοινό.
Η είσοδος είναι ελεύθερη για το κοινό.
Η τραγική ζωή της
Η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα (Σπέτσες, 1821 – Σπέτσες, 19 Μαρτίου 1900) ήταν Ελληνίδα ζωγράφος του 19ου αιώνα, της οποίας η τραγική ζωή έγινε το θέμα ενός μυθιστορήματος, του Ελένη ή ο κανένας της Ρέας Γαλανάκη, και ενός θεατρικού έργου.
Η Μπούκουρα-Αλταμούρα ήταν κόρη του καπετάν Γιάννη Μπούκουρα ή Μπούκουρη, του μετέπειτα πρώτου θεατρώνη της Αθήνας. Παιδί ακόμα, έκλεβε αποκέρια και ζωγράφιζε φίλες της που της πόζαραν στην αυλή του παρθεναγωγείου. Ο πατέρας της, αναγνωρίζοντας το ταλέντο της, προσέλαβε δάσκαλο στο σπίτι τον καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών, Ραφαέλο Τσέκκολι. Με συστατική επιστολή του, η Ελένη έφυγε στην Ιταλία το 1848 για σπουδές.
Στην Ιταλία, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στην Νεάπολη, στην Ρώμη και ίσως στην Φλωρεντία, μεταμφιεσμένη σε άντρα. Ερωτεύθηκε τον ιταλό ζωγράφο και γαριβαλδινό επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα (Franceso Saverio Altamura) και απέκτησε μαζί του τρία εξώγαμα παιδιά: τον Ιωάννη, την Σοφία και τον Αλέξανδρο. Προκειμένου να νομιμοποιήσει την σχέση της με τον Αλταμούρα, ασπάστηκε τον καθολικισμό και τον παντρεύτηκε. Όμως, το 1857 ο σύζυγός της την εγκατέλειψε και έφυγε με την ερωμένη του, την αγγλίδα φίλη της ζωγράφο Τζέιν Μπένμαν Χέυ, παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους, τον Αλέξανδρο.
Η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε κατόπιν στην Ελλάδα με τον Ιωάννη και την Σοφία, και άρχισε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε κοπέλες της Αθήνας. Όμως, το 1872 αρρώστησε από φυματίωση η κόρη της και αναγκάστηκε να πάει στο σπίτι του αδελφού της στις Σπέτσες προκειμένου να αλλάξει αέρα το άρρωστο παιδί της. Τελικά, η Σοφία πέθανε στα τέλη του 1872 σε ηλικία μόνον 18 ετών. Μετά τον θάνατο της κόρης της, η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε στην Αθήνα.
Το 1876 ο γιος της και ανερχόμενος ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη και επέστρεψε στην Αθήνα γεμίζοντας με χαρά την χαροκαμένη μητέρα. Όμως η χαρά της διήρκεσε πολύ λίγο· ο Ιωάννης προσβλήθηκε και αυτός από φυματίωση και πέθανε τον Μάιο του 1878. Η απώλεια των δύο νέων προκάλεσε νευρικό κλονισμό στην μητέρα τους και την οδήγησε στην τρέλα.
Σε ηλικία 60 ετών περίπου, η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε στις Σπέτσες, όπου και πέθανε σχεδόν άγνωστη το 1900.
Kηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Aγίας Άννας στις Σπέτσες, αλλά αργότερα, τα οστά της, όπως και εκείνα της Σοφίας και του Ιωάννη, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A΄ Nεκροταφείο Aθηνών σε κοινό τάφο της οικογενείας Mπούκουρα-Aλταμούρα.
Φημολογείται πως πριν πεθάνει έκαψε όλα — ή σχεδόν όλα — τα ζωγραφικά της έργα, αν και κατά μία εκδοχή τα έργα της καταστράφηκαν από συγγενείς της που καθάρισαν το σπίτι της μετά τον θάνατό της.