Ελλειμμα ανταγωνιστικότητας και στην προσέλκυση ταλέντων – Κάτω από Πολωνία και Αζερμπαϊτζάν η Ελλάδα
Η βαθμολογία της Ελλάδας επηρεάζεται σημαντικά από την περιορισμένη εξωστρέφεια της χώρας συγκριτικά με τα κράτη που μας ανταγωνίζονται στο συγκεκριμένο πεδίο.
Στην 47η θέση, κάτω από χώρες όπως η Πολωνία, το Αζερμπαϊτζάν και οι Φιλιππίνες, κατατάσσεται η Ελλάδα στον Δείκτη Ανταγωνιστικότητας Ταλέντων (GTCI).
Από το συνολικό δείγμα των 132 χωρών της έκθεσης, που εκπονείται κάθε χρόνο από το INSEAD σε συνεργασία με την Adecco Group και την Google, την πρώτη θέση καταλαμβάνει η Ελβετία και ακολουθούν Ηνωμένες Πολιτείες και Σιγκαπούρη.
Στη γεωγραφική περιφέρεια της Ευρώπης, η Ελλάδα ανέρχεται 26η από τις 38 χώρες που εξετάσθηκαν, ενώ στην κατηγορία χωρών υψηλού εισοδήματος, η Ελλάδα κατατάσσεται 42η. Ετσι, τόσο η βαθμολογία GTCI της Ελλάδας όσο όμως και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι χαμηλότερα από τα αντίστοιχα των ευρωπαϊκών χωρών και, κατά συνέπεια, ο βαθμός ανταγωνιστικότητας της χώρας μας σε σχέση με την εύρεση ταλέντων θεωρείται αναμενόμενος, δεδομένου του επιπέδου του εισοδήματος της χώρας.
Οπως επίσης, εάν η κατάταξη της χώρας μας συγκριθεί με τον αμέσως προηγούμενο χρόνο, θα φανεί ότι η Ελλάδα χάνει θέσεις στην ανταγωνιστικότητα, συμπέρασμα που από τους ίδιους τους ερευνητές δεν θεωρείται ορθό, καθώς κάθε χρόνο προστίθενται
και νέες χώρες. Ετσι, η Ελλάδα φέτος τοποθετείται στην 47η θέση του δείκτη GTCI, μεταξύ 132 χωρών, έναντι της 45ης θέσης του 2019, όταν όμως συμμετείχαν 125 χώρες.
Το κυριότερο πλεονέκτημα της Ελλάδας σχετίζεται με τον πυλώνα διατήρησης ταλέντων (Retain). Στον αντίποδα, το μεγαλύτερο περιθώριο βελτίωσης παρατηρείται στον πυλώνα προσέλκυσης ταλέντων (Attract), του οποίου ο υποπυλώνας της εξωστρέφειας (External Openness) εμφανίζει χαμηλά ποσοστά.
Αναφερόμενος στην κατάταξη της Ελλάδας, ο επικεφαλής του Cluster Ελλάδας – Βουλγαρίας του ομίλου Adecco Κωνσταντίνος Μυλωνάς σημειώνει πως παρουσιάζει σχετικά καλές επιδόσεις στον πυλώνα της «Διατήρησης», γεγονός που σχετίζεται κυρίως με ολοένα και περισσότερη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας. Βέβαια ο κ. Μυλωνάς αναφέρεται και στη χειρότερη επίδοση της Ελλάδας, που γι’ άλλη μία χρονιά αφορά την ενεργοποίηση και την προσέλκυση ταλέντων, επισημαίνοντας ότι η βαθμολογία επηρεάζεται σημαντικά από την περιορισμένη εξωστρέφεια της χώρας συγκριτικά με τις χώρες που ανήκουν στις ομάδες των ανταγωνιστών μας.
Το 2020 τις κορυφαίες θέσεις στον Δείκτη Ανταγωνιστικότητας Παγκόσμιου Ταλέντου εξακολουθούν να κατέχουν χώρες υψηλού εισοδήματος. Οι ευρωπαϊκές χώρες εξακολουθούν να κυριαρχούν κρατώντας 17 από τις 25 καλύτερες θέσεις, ενώ η Ελβετία διατηρεί την πρώτη θέση, μπροστά από τις ΗΠΑ. Ακολουθούν η Σιγκαπούρη (3η) και χώρες από τη Βόρεια Ευρώπη, όπως η Σουηδία (4η), η Δανία (5η), η Ολλανδία (6η) και η Φινλανδία (7η). Στο άλλο άκρο της κλίμακας, η Υεμένη έρχεται τελευταία, στην 132η θέση, κάτω από αφρικανικές χώρες όπως η Ανγκόλα, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και το Μπουρούντι.
Πρώτη πόλη με την υψηλότερη βαθμολογία στην προσέλκυση ταλέντων είναι η Νέα Υόρκη, ακολουθεί 2ο το Λονδίνο και 3η η Σιγκαπούρη. Τη δεκάδα συμπληρώνουν τρεις πόλεις των ΗΠΑ, Σαν Φρανσίσκο (4η), Βοστώνη (5η) και Λος Αντζελες (9η), δύο από την Ευρώπη, Παρίσι (7η) και Μόναχο (10η), και δύο από την Ανατολική Ασία: το Χονγκ Κονγκ (6η) και το Τόκιο (8η).