Έλληνας γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Η φυλετική συνέχεια και η γενετική καταγωγή είναι θέματα τα οποία απασχολούν τις σύγχρονες κοινωνίες είτε σε επιστημονικό επίπεδο είτε σε πολιτικό-ιδεολογικό. Είναι μάλιστα από τα ζητήματα που έχουν κατά καιρούς προκαλέσει μεγάλες καταστροφές στην ανθρωπότητα, έχοντας υπάρξει πηγή ακραίων διαχωρισμών και παρερμηνειών και οδηγώντας σε ολοκαυτώματα που άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους στην Ιστορία.
Τα ερωτήματα «από πού προερχόμαστε» και «ποιες είναι οι ρίζες μας στο παρελθόν» είναι ίσως από τα πιο δημοφιλή, τα οποία κάθε κοινότητα θέτει στον εαυτό της και αποτελούν ένα πεδίο αντιθέσεων, ανθώντας ιδιαιτέρως σε περιόδους που οι άνθρωποι αναζητούν σταθερές και προσπαθούν να δομήσουν την ταυτότητά και να συγκροτήσουν μία συλλογική συνείδησή.
Ειδικότερα στην Ελλάδα μετά την περίοδο της βαθιάς οικονομικής κρίσης και μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές και τοπικό περιβάλλον, που επιφέρει πολλές και ουσιαστικές αλλαγές στην καθημερινότητα του πολίτη, έχουν κάνει την εμφάνισή τους επιστημονικές ή -όχι τόσο επιστημονικές- απόπειρες να δοθεί μία απάντηση σχετικά με την καταγωγή και τη βιολογική συνέχεια του σύγχρονου Έλληνα.
«Μόνο οι ναζί θεωρούν ότι το έθνος είναι ένα βιολογικό γεγονός»
«Όλοι γινόμαστε κάτι. Μέσα από το περιβάλλον μας. Αν κάποιος πιστεύει ότι βιολογικά ανήκει σε ένα έθνος, τότε έχει σοβαρό πρόβλημα κατανόησης της πραγματικότητας. Φοβούμαι ότι εν τοιαύτη περιπτώσει δεν είναι απλώς φασίστας, είναι εθνικοσοσιαλιστής. Μόνο οι ναζί θεωρούν ότι το έθνος είναι ένα βιολογικό γεγονός. Όλες οι υπόλοιπες κοσμοθεωρίες εντάσσουν το έθνος στην κατηγορία των συνειδησιακών επιλογών και ιδεολογικών».
Ο καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου μας μίλησε για τη διαδικασία μέσα από την οποία δημιουργείται μία εθνική συνείδηση.
«Είμαι Έλληνας διότι έμαθα να είμαι Έλληνας. Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον στο οποίο κυριαρχεί η εθνική συνείδηση της χώρας μου, γιορτάζω την 25η Μαρτίου ως εθνική μου εορτή και πάει λέγοντας. Εάν είχα γεννηθεί σε μια άλλη χώρα ή αν είχα υιοθετηθεί στην ηλικία των 4 μηνών στην Τουρκία ή τον Καναδά και μεγάλωνα εκεί, θα μου εμφυσούσαν την τουρκική ή την Καναδέζικη εθνική συνείδηση. Άρα όλοι πάντα γινόμαστε αυτό που είμαστε. Όταν λέμε “Έλληνας γεννιέσαι” δεν εννοούμε φυσικά ότι γεννιέσαι και έχεις ελληνικό αίμα. Σημαίνει ότι κληρονομείς την ιθαγένεια του πατέρα και της μητέρας σου, αν είναι Έλληνες. Άρα κάνουμε αυτή τη διάκριση: γεννιέμαι Έλληνας σημαίνει ότι αυτομάτως με τη γέννησή μου λαμβάνω την ιθαγένεια των γονέων μου που είναι Έλληνες. Δεν σημαίνει ότι έχω ελληνικό dna. Αυτά ούτε για αστείο δεν υπάρχουν. Αν ένας Πορτογάλος πολιτογραφηθεί Έλληνας και κάνει παιδί το παιδί του “γεννιέται Έλληνας”. Απλό είναι».
«Εγώ λοιπόν τη συγκρότηση της εθνικής συνείδησης ως αποτέλεσμα της βούλησης ενός ανθρώπου μέσα σε ένα πλαίσιο κοινωνικών καταναγκασμών, στους οποίους φυσικά υπάρχουν και πολιτισμικοί παράγοντες, όπως η γλώσσα ή η θρησκεία. Από την άλλη αυτοί οι παράγοντες είναι μαχητοί. Μπορεί να ισχύουν μπορεί όχι και σίγουρα σε διαφορετική δόση στον καθένα μας. Οι Έλληνες αριστεροί ως επί το πλείστον είναι άθεοι αλλά κανείς δε σκέφτεται ότι δεν είναι Έλληνες. Για να πω και κάτι επίκαιρο, υπήρξαν Μακεδονομάχοι στις αρχές του 20ού αιώνα που έδωσαν τη ζωή τους προκειμένου να προσαρτηθεί η Μακεδονία στην Ελλάδα και δεν μιλούσαν ελληνικά. Το ίδιο ισχύει για Αρβανίτες αγωνιστές της ανεξαρτησίας του 1821. Σημασία έχει πού νιώθουμε ότι ανήκουμε. Αυτό το μεγαλειώδες αίσθημα είναι το έθνος. Αυτό κινητοποιεί τους ανθρώπους για το καλό και το κακό» συνέχισε ο κ. Χριστόπουλος.
«Το έθνος είναι ένα καθημερινό δημοψήφισμα»
Ποιοι είναι όμως οι παράγοντες που διαμορφώνουν την εθνική «ταυτότητα»;
«Όντως εδώ πολιτισμικοί παράγοντες έχουν το ρόλο τους, όπως η γλώσσα και η θρησκεία. Για κάποια έθνη περισσότερο, για άλλα λιγότερο. Για το αλβανικό έθνος η θρησκεία δεν έχει μεγάλη σημασία. Αντιθέτως, καθοριστική σημασία έχει η γλώσσα. Για το ελληνικό έθνος αντιθέτως η θρησκεία είναι ιστορικό σήμα κατατεθέν. Δείτε πως δεν λέμε “ομοεθνείς” αλλά “ομογενείς”, του αυτού γένους δηλαδή. Πάντως καμιά από αυτές τις ενδείξεις δεν αποτελεί από μόνη της ενδείξεις εθνικής καθαρότητας. Το έθνος είναι, λέει ο Ερνέστος Ρενάν, ο πατριάρχης του Γαλλικού εθνικού κινήματος, “ένα καθημερινό δημοψήφισμα”: η ένδειξη της βούλησης ενός ανθρώπου. Αν τέτοια βούληση υπάρχει, ο Αντετοκούμπο είναι Έλληνας και ας λέει ό,τι θέλει ο Μιχαλολιάκος, ενώ ο Μάικ Δουκάκης είναι Αμερικάνος και ας νομίζουν κάποιοι στα καθ’ ημάς πως είναι Έλληνας. Η παιδεία είναι ένας βασικός, από τους θεμελιώδεις μηχανισμούς, μέσα από τους οποίους εμφορείται, καλλιεργείται η εθνική συνείδηση. Είναι αυτονόητο αυτό. Δεν είναι όμως ο μόνος. Έχει και η οικογένεια τον ρόλο της. Η εθνική συνείδηση συγκροτείται σταδιακά στη ζωή ενός ανθρώπου. Οι άνθρωποι, εκ φύσεως θέλουν να ανήκουν σε κοινότητες. Κάποτε οι θρησκευτικές κοινότητες ήταν οι πιο καθοριστικές, σήμερα οι εθνικές. Κάποτε, το χωριό καταγωγής είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία στη συγκρότηση των ανθρώπων σήμερα λιγότερο. Ανήκω σε ένα έθνος δεν σημαίνει ότι ξέρω τι είναι έθνος. Ως και η λέξη μπορεί να μου είναι άγνωστη. Βλέπω μπάσκετ, βλέπω ποδόσφαιρο και χειροκροτώ την εθνική ομάδα μου διότι θεωρώ ότι μου ανήκει. Το έθνος είναι μια συναισθηματική ταύτιση. Στη συνέχεια, πηγαίνω σχολείο, κοινωνικοποιούμαι γύρω από μία ιδέα η οποία συγκροτεί την ταυτότητά μου. Μαθαίνω τα σύμβολα, τη σημαία, τον εθνικό ύμνο και σταδιακά όλη αυτή η ύλη γίνεται ένα με μένα, υποβαλλόμενη και επιβαλλόμενη. Δεν τη διαλέγω διότι δεν έχω τέτοια επιλογή. Έχω όμως την επιλογή κάποια στιγμή να διερωτηθώ σχετικά με τα θέσφατά της, να αμφισβητήσω τις δοξασίες της και να αμφιβάλω για τη βασιμότητα των παραδοχών της. Εγώ είμαι Έλληνας αλλά δεν θεωρώ εαυτόν απόγονο του Θεμιστοκλή… Άλλος πιστεύει ότι επειδή είναι Σπαρτιάτης είναι γέννημα θρέμμα του Λεωνίδα. Ελεύθερη χώρα είμαστε, ο καθείς να πιστεύει ό,τι θέλει. Απλώς καλό είναι να ξέρουμε τι είναι ιστορία και τι μυθολογία, όπως πού αρχίζει η χημεία και πού η αλχημεία. Αυτή είναι η εργασία μας στα πανεπιστήμια και θα έπρεπε να ξεκινάει και από τα σχολεία».
Το ζήτημα της μετανάστευσης στην Ελλάδα και της ιθαγένειας πώς επηρεάζει τον δημόσιο διάλογο;
«Ο δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα πριν από περίπου 16-17 χρόνια γινόταν πάνω στο ερώτημα «Έλληνας γεννιέσαι ή γίνεσαι;». Θυμίζω ότι όταν ο αριστούχος Αλβανός μαθητής στη Νέα Μηχανιώνα της Θεσσαλονίκης είχε επιχειρήσει να γίνει σημαιοφόρος, τότε είχαν στραφεί πολλοί εναντίον του, μεταξύ των οποίων ο γραφικός μεν, πλην όμως νομάρχης Θεσσαλονίκης εκείνη την εποχή Παναγιώτης Ψωμιάδης, και είχε πει το περίφημο «Έλληνας γεννιέσαι δεν γίνεσαι». Τότε, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος, και αυτός προερχόμενος από τον χώρο της συντηρητικής παράταξης, αλλά εμφανώς σώφρων άνθρωπος, είχε πει ότι «οι Έλληνες είναι οι της ημετέρας παιδείας μετέχοντες». Πλέον η συζήτηση δεν είναι εκεί. Μετά από 25-30 χρόνια μεταναστευτικής εμπειρίας που έχει σωρεύσει η Ελλάδα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το ερώτημα έχει μετατοπιστεί. Η συζήτηση που γίνεται πλέον είναι πώς να δημιουργήσουμε ένα όσο γίνεται πιο ασφαλές περιβάλλον κοινωνικής ενσωμάτωσης στους ανθρώπους μεταναστευτικής προέλευσης που ζουν μαζί μας θεωρώντας ειδικά για τα παιδιά τους τα οποία μεγαλώνουν εδώ, ότι έχουν πολλά περισσότερα κοινά με τα δικά μας παιδιά παρά με τους γονείς τους. Αυτός είναι ο περίφημος προβληματισμός περί της δευτέρας γενιάς μεταναστών. Το Αλβανάκι το οποίο κάθεται στο ίδιο θρανίο με την κόρη μου στο σχολείο κατ’ ουσίαν έχει περισσότερα να πει με το δικό μου το παιδί παρά με τον παππού του. Ως εκ τούτου, βρίσκεται πιο κοντά σε μία διαδικασία εθνικής διαπαιδαγώγησης πιο κοντινή σε αυτή που αποκτά το δικό μου παιδί παρά με αυτή που έχει ο πατέρας του. Αυτό ισχύει και για το Ελληνάκι στη Γερμανία, το Ελληνάκι στην Αυστραλία και πάει λέγοντας. Τα έθνη δεν είναι τατουάζ ανεξίτηλα. Ο χρόνος και οι γενιές αλλάζουν εθνικές συνειδήσεις. Ο μπαμπάς Αλβανός, το παιδί Έλληνας. Ο μπαμπάς Έλληνας, το παιδί Καναδός και πάει λέγοντας».
«Στον ρατσισμό η Ελλάδα δεν είναι πρωταθλήτρια»
Σήμερα βιώνουμε την εκδήλωση ακραίων συμπεριφορών στην Ελλάδα αλλά και την ανάδυση υπερεθνικισμών σε όλη την Ευρώπη. Έχει «μερίδιο ευθύνης», τουλάχιστον σε τοπικό επίπεδο, η κρίση που έχει βιώσει ο Έλληνας πολίτης;
«Η κρίση φυσικά λειτούργησε ως μία θρυαλλίδα στην ανάπτυξη τέτοιων συμπεριφορών, όμως η κρίση δεν είναι η αιτία. Εξάλλου, τέτοιου είδους συμπεριφορές δεν έχουμε αποκλειστικά και μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη. Και μάλιστα θα έλεγα ότι ειδικά στα ζητήματα ρατσισμού τη χώρα μας δεν τη θεωρώ και πρωταθλήτρια. Υπάρχουν χώρες οι οποίες είναι ακόμη πιο ρατσιστικές από την Ελλάδα. Στον εθνικισμό αντιθέτως πρωτεύουμε. Είναι ωστόσο λάθος να νομίζουμε ότι οι Έλληνες δεν υπήρξαν εξοικειωμένοι με ξένους και πως όλα ξεκίνησαν το 1990. Αυτή είναι μια κυρίαρχη, βολική μα λάθος αφήγηση. Μας αρέσει να παινευόμαστε επειδή η Ελλάδα βρίσκεται στο σταυροδρόμι των λαών, των “τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών”. Η Ελλάδα είναι ένα κατεξοχήν πέρασμα πολιτισμών και ανθρώπων. Υπό την έννοια αυτή είναι ιστορικά ανεδαφικό να θεωρεί κανείς ότι στην Ελλάδα δεν ξέρουμε από ξένους. Φυσικά και ξέρουμε. Και από πρόσφυγες ξέρουμε και από μετανάστες ξέρουμε. Και δεν τους μάθαμε από το 1990 και ύστερα. Τους ξέραμε από πολύ πιο πριν. Να σας το πω απλά: μια χώρα που έχει εμπειρία δύο ανταλλαγών πληθυσμών είναι αστείο να λέει ότι δεν ξέρει από μετανάστες και πρόσφυγες. Ας το αφήσουμε αυτό για τους Ισλανδούς που ζουν τη νησιώτικη μοναξιά τους στο κέντρο του Ατλαντικού. Να κλείσω: Δεν υπάρχει ζήτημα μη εξοικείωσης της Ελλάδας με τους ξένους. Υπάρχει απροθυμία εξοικείωσης. Ουσιαστικά όταν λείπει η πολιτική βούληση λέμε ότι δεν είμαστε έτοιμοι. Εγώ πάντως πιστεύω ότι ήμασταν έτοιμοι από καιρό. Απλώς όταν είμαστε απρόθυμοι λέμε ότι είμαστε απροετοίμαστοι. Γνωστό το κόλπο».
Ο κ. Χριστόπουλος μίλησε και για τη θεωρία της «συνέχειας του αίματος» και για τις μελέτες περί της συνέχειας και της άμεσης καταγωγής των σύγχρονων Ελλήνων από τους αρχαίους πρόγονούς τους.
«Αυτή είναι μία συζήτηση η οποία έχει σαφείς ιδεολογικούς προσανατολισμούς και πολιτικές χρήσεις. Δεν είναι μία συζήτηση που αφορά την επιστήμη. Αν κάποιος πιστεύει ότι υπάρχει βιολογικά μια συνέχεια ενός έθνους εδώ και 2.000-3.000 χρόνια τότε έχει τη σχέση με την Ιστορία που έχει η Χημεία με την αλχημεία. Φυσικά έχει μεγάλη σημασία για το ελληνικό έθνος να στηρίζει και να συγκροτεί γέφυρες με το παρελθόν της ένδοξης αρχαιότητας, αυτό όμως δεν σημαίνει βιολογική συνέχεια. Υπάρχει μια γλωσσική συνέχεια και κυρίως υπάρχει η επινόηση μιας σχέσης η οποία δίνει αυτοπεποίθηση στη σημερινή κοινότητα. Αυτά. Τα υπόλοιπα είναι για τον Μιχαλολιάκο και την παρέα του».