Εν αναμονή των μέτρων της Ε.Ε. για τη στήριξη των επιχειρήσεων
Με την κατάθεση της γαλλογερμανικής πρότασης, την οποία στήριξαν δημοσίως η Ισπανία και η Ιταλία, η μπάλα είναι πλέον ξεκάθαρα στο γήπεδο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένονται τα μέτρα που θα προτείνει για την κεφαλαιακή ενίσχυση και τη διάσωση ευρωπαϊκών επιχειρήσεων με έδρα σε χώρες που δεν έχουν τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο να το κάνουν. Υπενθυμίζεται ότι από το 1,95 τρισ. ευρώ σε κρατικές ενισχύσεις που έχουν εγκριθεί τους τελευταίους δύο μήνες στο πλαίσιο της προσωρινής χαλάρωσης των ευρωπαϊκών κανόνων, τα 994,5 δισ. ευρώ έχουν καταβληθεί από τη Γερμανία (51%), τα 331,5 δισ. από τη Γαλλία (17%) και 302,2 δισ. από την Ιταλία (15,5%). Αντιθέτως, στην Ισπανία, την τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία της Ε.E., αντιστοιχεί λιγότερο από το 1,5% των εγκεκριμένων ενισχύσεων, ενώ στην Ελλάδα περίπου το 0,3%.
Ισοι όροι
Στην ομιλία της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την περασμένη Τετάρτη, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν εισήγαγε την ιδέα ενός «εργαλείου φερεγγυότητας» το οποίο θα συμβάλει στην αποκατάσταση των ίσων όρων ανταγωνισμού εντός της ενιαίας αγοράς. Το εργαλείο αυτό, όπως είπε, «θα συμβάλει στην κάλυψη των αναγκών ανακεφαλαιοποίησης των υγιών εταιρειών οι οποίες τέθηκαν σε κίνδυνο ως αποτέλεσμα των μέτρων περιορισμού – οπουδήποτε και αν βρίσκονται στην Ευρώπη».
Ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Επιτροπής Βάλντις Ντομπρόβσκις είπε χθες ότι η φιλοδοξία της Κομισιόν είναι να αυξήσει τη χρηματοδοτική ικανότητα του ΠΔΠ «κατά περισσότερο από 1 τρισ. ευρώ», τα οποία θα χορηγηθούν ως «δάνεια και επιχορηγήσεις». Ο κ. Ντομπρόβσκις πρόσθεσε ότι χρειάζεται «ισχυρή διασύνδεση μεταξύ επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων» στη διαχείριση του Ταμείου Ανάκαμψης, μέσω του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.
Τέλος, εγκρίθηκε χθες επισήμως από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το πρόγραμμα επιδότησης εργασίας SURE της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το πρόγραμμα, το οποίο προβλέπει τη χορήγηση χαμηλότοκων δανείων ύψους 100 δισ. ευρώ στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. από πόρους που θα προκύψουν μέσω έκδοσης χρέους της Επιτροπής, αναμένεται να είναι διαθέσιμο τον Ιούλιο, σύμφωνα με εκτίμηση του επιτρόπου Οικονομικών Υποθέσεων Πάολο Τζεντιλόνι.