Ενδοοικογενειακή βία & κακοποίηση ανηλίκων: Τα παιδιά μας έχουν ανάγκη


*Η ειδική παιδοψυχίατρος Τριανταφυλλιά Γαροφαλάκη και συστημική ψυχοθεραπεύτρια Ζεύγους και Οικογένειας έχει λάβει την εκπαίδευσή της στην Παιδοψυχιατρική Κλινική του ΓΝΑ Σισμανόγλειο ενώ έχει συμμετάσχει σε πολυάριθμα συνέδρια, ημερίδες και σεμινάρια σχετικά με την ειδίκευσή της. Από το 2011 συμμετέχει ως εισηγήτρια σε εκπαιδευτικά προγράμματα που απευθύνονται σε εκπαιδευτικούς, γονείς ή παιδιά/εφήβους και διοργανώνονται από σχολικούς και ιδιωτικούς φορείς.

Ζούμε σε μια εποχή όπου περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης ανηλίκων είναι καθημερινά στην ειδησεογραφική ατζέντα. Ποιος είναι ο λόγος που παρουσιάζονται όλο και πιο συχνά τέτοια περιστατικά;

Η αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης ανηλίκων που παρατηρείται στην ειδησεογραφία εξηγείται από την αυξημένη προβολή και ευαισθητοποίηση γύρω από αυτά τα θέματα και οδηγεί περισσότερους ανθρώπους να αναφέρουν τέτοια περιστατικά, καθώς η κοινωνία σήμερα αναγνωρίζει τα δικαιώματα των παιδιών και την ανάγκη για ασφάλεια και προστασία.

Παράλληλα, οι οικονομικές και ψυχολογικές πιέσεις που προκύπτουν από τις σύγχρονες συνθήκες ζωής –όπως η οικονομική αβεβαιότητα, η ανεργία και η κοινωνική απομόνωση– αυξάνουν τα επίπεδα άγχους στις οικογένειες, κάτι που μπορεί να εντείνει τις διενέξεις ανάμεσα στα μέλη και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να οδηγήσει σε εκρήξεις βίας.

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης επίσης έχουν συμβάλει στην γνωστοποίηση περιστατικών που παλαιότερα ίσως παρέμεναν «αόρατα».

Το θετικό που προκύπτει από αυτή την εξέλιξη είναι ότι η ευρύτερη ενημέρωση και κατανόηση του προβλήματος φέρνουν την κοινωνία πιο κοντά στην ουσιαστική στήριξη των θυμάτων και στην πρόληψη της ενδοοικογενειακής βίας.

Με ποιους τρόπους επηρεάζει η ενδοοικογενειακή βία, συμπεριλαμβανομένης της ψυχολογικής, λεκτικής ή σωματικής κακοποίησης, την ψυχική και συναισθηματική ανάπτυξη ενός παιδιού και πώς μπορεί αυτές οι πρώιμες εμπειρίες να επηρεάσουν τη συμπεριφορά και τις σχέσεις του στην ενήλικη ζωή;

Η ενδοοικογενειακή βία σε όποια μορφή κι αν είναι, σωματική, ψυχολογική ή λεκτική – μπορεί να έχει βαθιά επίδραση στην ψυχική και συναισθηματική ανάπτυξη ενός παιδιού, διαμορφώνοντας τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, τους άλλους και τον κόσμο. Αυτές οι εμπειρίες δημιουργούν ένα βαθύ τραύμα στον ψυχισμό του παιδιού με ποικίλες επιπτώσεις.

Κάποια παιδιά μπορεί να εκδηλώσουν αντικοινωνική ή επιθετική συμπεριφορά, ενώ άλλα μπορεί να κλειστούν στον εαυτό τους, καταπιέζοντας συναισθήματα και ανάγκες.

Ένα παιδί που έχει βιώσει ή έχει γίνει μάρτυρας επεισοδίων ενδοοικογενειακής βίας συχνά δυσκολεύεται να δημιουργήσει υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις στην ενήλικη ζωή.

Μπορεί να έχει μειωμένη εμπιστοσύνη στους άλλους, να είναι επιφυλακτικό ή, αντίθετα, να ανέχεται τοξικές ή κακοποιητικές σχέσεις, αναπαράγοντας ασυνείδητα τα μοτίβα που έζησε.

Γι’ αυτό είναι σημαντική η έγκαιρη παρέμβαση και στήριξη από ειδικούς ψυχικής υγείας, ώστε να περιοριστούν οι αρνητικές συνέπειες και να δοθεί στο παιδί η ευκαιρία να χτίσει ένα πιο σταθερό και υγιές συναισθηματικό υπόβαθρο.

Από θεραπευτικής πλευράς, πόσο βαθιά πρέπει να εμβαθύνει ένας παιδοψυχίατρος στις τραυματικές εμπειρίες των νεαρών ασθενών για να αναπτύξει αποτελεσματικά θεραπευτικά πλάνα, και ποιες μέθοδοι θεωρούνται πιο ωφέλιμες για την αποκάλυψη και την επούλωση αυτών των βαθιά ριζωμένων τραυμάτων;

Η εμβάθυνση στις τραυματικές εμπειρίες πρέπει να γίνεται με προσοχή και πάντα με γνώμονα την ασφάλεια και την ψυχική ετοιμότητα του παιδιού.

Ο παιδοψυχίατρος χρειάζεται να χτίσει πρώτα μια σχέση εμπιστοσύνης, δημιουργώντας ένα ασφαλές περιβάλλον όπου το παιδί νιώθει αποδεκτό και οι ανάγκες του κατανοητές.

Η σταδιακή προσέγγιση επιτρέπει στον θεραπευτή να αξιολογήσει πότε είναι έτοιμο το παιδί να αντιμετωπίσει τα τραύματά του χωρίς να κινδυνεύει να αναβιώσει την τραυματική εμπειρία με τρόπο που να επιδεινώσει την κατάστασή του.

Μεταξύ των πιο ωφέλιμων θεραπευτικών μεθόδων για τη θεραπεία τραυμάτων είναι η Γνωσιακή-Συμπεριφορική Θεραπεία (CBT) και η Θεραπεία απευαισθητοποίησης και ανακούφισης για το Ψυχικό τραύμα  (EMDR).

Τα αρχικά EMDR σημαίνουν στην αγγλική γλώσσα Eye Movement Desensitization and Reprocessing, όρος που αποδίδεται στα ελληνικά ως “απευαισθητοποίηση και επεξεργασία μέσω οφθαλμικών κινήσεων”.

Η CBT βοηθά το παιδί να αναγνωρίσει και να αναδιαμορφώσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα που συνδέονται με το τραύμα, ενώ η  EMDR επικεντρώνεται στην επεξεργασία τραυματικών αναμνήσεων με τρόπο που μειώνει τη συναισθηματική τους ένταση.

Σε μικρότερα παιδιά, μπορεί να εφαρμοστεί και η παιγνιοθεραπεία, η οποία επιτρέπει στο παιδί να εκφράσει τραυματικές εμπειρίες με μη λεκτικό τρόπο.

Μέσα από το παιχνίδι επεξεργάζεται με συμβολικό τρόπο τα συναισθήματά του, βοηθώντας στη σταδιακή επούλωση.

Η προσέγγιση που θα επιλεγεί εξαρτάται από την ηλικία, την προσωπικότητα και την ένταση του τραύματος, αλλά πρωταρχικός στόχος είναι πάντα να μην επανενεργοποιηθεί το τραύμα με επιζήμιο τρόπο.

Σε κάθε περίπτωση, δεν νοείται να μπαίνει το παιδί σε θεραπεία και οι γονείς να μην κάνουν τουλάχιστον συμβουλευτική, σε σταθερή βάση, καθώς το οικογενειακό περιβάλλον παίζει καθοριστικό ρόλο στη θεραπευτική διαδικασία ενός παιδιού και στην επίτευξη μακροπρόθεσμης επούλωσης.

Πιστεύετε ότι η αυξημένη ευαισθητοποίηση για τα τραύματα που προέρχονται από το οικογενειακό περιβάλλον το 2024 επηρεάζει να εξαλειφθεί το στίγμα γύρω από την αναζήτηση ψυχιατρικής βοήθειας για παιδιά;

Η αυξημένη ευαισθητοποίηση γύρω από τα οικογενειακά τραύματα έχει αναμφίβολα συμβάλλει στη μείωση του στίγματος σχετικά με την αναζήτηση ψυχιατρικής βοήθειας για παιδιά.

Σήμερα, το κοινό είναι περισσότερο ενημερωμένο για τις επιπτώσεις της ψυχολογικής και συναισθηματικής κακοποίησης, γεγονός που έχει ενισχύσει την αντίληψη ότι η ψυχική υγεία είναι εξίσου σημαντική με τη σωματική υγεία.

Επιπλέον, οι εκστρατείες ενημέρωσης και η αυξημένη συζήτηση γύρω από την παιδική ψυχολογία έχουν βοηθήσει τους γονείς να κατανοήσουν ότι η ψυχιατρική βοήθεια δεν αφορά μόνο σοβαρές ψυχικές διαταραχές, αλλά μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά στη διαχείριση τραυματικών εμπειριών και στην ενίσχυση της συναισθηματικής ανθεκτικότητας των παιδιών.

Ως αποτέλεσμα, οι γονείς σήμερα δείχνουν μεγαλύτερη διάθεση να απευθυνθούν σε παιδοψυχιάτρους χωρίς να φοβούνται τον κοινωνικό στιγματισμό.

Παρόλα αυτά, το στίγμα δεν έχει εξαλειφθεί πλήρως.

Η συνεχής ενημέρωση και εκπαίδευση της κοινωνίας είναι ζωτικής σημασίας για να ενθαρρυνθεί κάθε οικογένεια να αναζητήσει υποστήριξη όταν την χρειάζεται.

Ποιος είναι ο ρόλος του οικογενειακού περιβάλλοντος στη θεραπευτική διαδικασία και πόσο σημαντική είναι η εμπλοκή των μελών της οικογένειας στην πορεία θεραπείας ενός παιδιού για να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη επούλωση;

Οι γονείς και τα άλλα μέλη της οικογένειας επηρεάζουν σημαντικά τον τρόπο που το παιδί αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και διαχειρίζεται τις δυσκολίες του.

Όπως τόνισα και προηγουμένως η εμπλοκή των γονέων στη θεραπεία είναι απαραίτητη.

Ενισχύει την αίσθηση ασφάλειας του παιδιού και υποστηρίζει την προσπάθειά του να επεξεργαστεί και να ξεπεράσει τα τραύματά του.

Η οικογένεια μπορεί να συμμετέχει στην θεραπευτική διαδικασία μέσω συμβουλευτικής γονέων ή οικογενειακής θεραπείας, όπου οι γονείς μαθαίνουν πώς να κατανοούν καλύτερα τις ανάγκες του παιδιού και να το υποστηρίζουν κατάλληλα.

Έτσι παρέχονται στους γονείς εργαλεία για να διαχειριστούν δύσκολες καταστάσεις και να προσφέρουν ένα σταθερό περιβάλλον που βοηθά το παιδί να αναπτύξει ψυχική και συναισθηματική ανθεκτικότητα.

Η ενεργή συμμετοχή της οικογένειας διευκολύνει την ενίσχυση θετικών συμπεριφορών και προάγει τη μακροπρόθεσμη επούλωση, καθώς ενθαρρύνει το παιδί να εφαρμόζει όσα μαθαίνει στη θεραπεία και εκτός του θεραπευτικού πλαισίου.

Επιπλέον, συμβάλλει στη μείωση της πιθανότητας υποτροπής και βοηθά στην καλλιέργεια υγιών σχέσεων μέσα στην οικογένεια.

Με τις συνεχιζόμενες κοινωνικές αλλαγές και πιέσεις που μπορεί να επιδεινώσουν τις εντάσεις στις οικογένειες, ποια προληπτικά μέτρα ή συστήματα υποστήριξης θα μπορούσαν να μειώσουν τη συχνότητα της ενδοοικογενειακής βίας και να προστατεύσουν τα παιδιά από τα ψυχικά τραύματα που αυτή αφήνει;

Για να μειωθεί η συχνότητα της ενδοοικογενειακής βίας και να προστατευτούν τα παιδιά από τα ψυχικά τραύματα που προκαλεί, είναι απαραίτητη η ανάπτυξη προληπτικών μέτρων και συστημάτων υποστήριξης που να ενισχύουν την οικογένεια και να προάγουν την ψυχική ευεξία των μελών της.

Ένα βασικό προληπτικό μέτρο είναι η εκπαίδευση γονέων με προγράμματα που προσφέρουν συμβουλευτική και εργαλεία διαχείρισης του άγχους, της συναισθηματικής ρύθμισης και των συγκρούσεων.

Αυτά τα προγράμματα μπορούν να δώσουν στους γονείς δεξιότητες επικοινωνίας και ενσυναίσθησης, ενισχύοντας τη συναισθηματική σύνδεση ανάμεσα στα μέλη  της οικογένειας και μειώνοντας τις εντάσεις.

Παράλληλα, η ύπαρξη προσιτών και εύκολα προσβάσιμων υπηρεσιών ψυχολογικής υποστήριξης για τις οικογένειες είναι κρίσιμη.

Τα κέντρα ψυχικής υγείας, οι υπηρεσίες κοινωνικής υποστήριξης και οι ειδικοί ψυχικής υγείας στις σχολικές κοινότητες, μπορούν να παρέχουν έγκαιρη παρέμβαση, αναγνωρίζοντας τις ανάγκες των παιδιών και των οικογενειών προτού τα προβλήματα κλιμακωθούν σε περιστατικά βίας.

Επιπλέον, η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης και η καλλιέργεια κουλτούρας μηδενικής ανοχής στη βία μέσω εκστρατειών, εκπαιδευτικών προγραμμάτων στα σχολεία και δράσεων που προωθούν τη θετική ανατροφή των παιδιών, συμβάλλουν στη μείωση της ενδοοικογενειακής βίας σε μακροπρόθεσμο επίπεδο.

Η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και η παροχή υποστήριξης σε ευάλωτες οικογένειες μπορεί να αποτελέσουν βασικό προληπτικό παράγοντα για την προστασία των παιδιών από τις ψυχικές και σωματικές επιπτώσεις της βίας.

Ποιες είναι οι πιο συχνές ψυχολογικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα παιδιά στην εποχή μας και πώς μπορούμε να τις αναγνωρίσουμε ως γονείς ή εκπαιδευτικοί;

Στη σύγχρονη εποχή, τα παιδιά και οι έφηβοι αντιμετωπίζουν πολλές ψυχολογικές προκλήσεις που σχετίζονται με τις ταχέως μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες, την τεχνολογία και τις πιέσεις από το εκπαιδευτικό σύστημα και τις κοινωνικές τους σχέσεις.

Κάποιες από τις πιο συχνές προκλήσεις περιλαμβάνουν το άγχος, την κατάθλιψη, τα θέματα συμπεριφοράς, την κοινωνική απομόνωση και την υπερβολική ενασχόληση με την τεχνολογία.

Ως γονείς και εκπαιδευτικοί, είναι σημαντικό να παρατηρούμε σημάδια που μπορεί να υποδηλώνουν αυτές τις δυσκολίες.

Για παράδειγμα, αν το παιδί φαίνεται ανήσυχο, έχει μειωμένη όρεξη ή προβλήματα ύπνου, αποσύρεται από κοινωνικές ή αθλητικές δραστηριότητες  που άλλοτε  αγαπούσε ή παρουσιάζει απότομες αλλαγές στη διάθεση μπορεί να πάσχει από κατάθλιψη.

Η επίδοση στο σχολείο και η επίμονη ε στα κοινωνικά δίκτυα είναι επίσης σημαντικοί παράγοντες.

Η υπερβολική προσκόλληση στις οθόνες μπορεί να είναι ένδειξη εξάρτησης ή αποφυγής, και συχνά συνοδεύεται από συναισθήματα χαμηλής αυτοεκτίμησης, ειδικά όταν το παιδί συγκρίνει τον εαυτό του με άλλους.

Για την αναγνώριση αυτών των σημείων, είναι ουσιαστικό να διατηρούμε ανοιχτή επικοινωνία και να ακούμε με ενεργητική ακρόαση τα παιδιά, να παρατηρούμε την συμπεριφορά τους και να τα ενθαρρύνουμε να εκφράζουν συναισθήματα χωρίς να νιώθουν πίεση ή κριτική.

Πώς επηρεάζει η σύγχρονη τεχνολογία, όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα ψηφιακά παιχνίδια, την ψυχική υγεία των παιδιών και τι ρόλο παίζουν οι γονείς στη διαχείριση αυτού του φαινομένου;

Η σύγχρονη τεχνολογία και ειδικότερα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα ψηφιακά παιχνίδια, έχει διττό αντίκτυπο στην ψυχική υγεία των παιδιών.

Από τη μία πλευρά, η τεχνολογία προσφέρει τρόπους για κοινωνικοποίηση, ψυχαγωγία και πρόσβαση σε γνώση.

Από την άλλη πλευρά, μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα, όπως αυξημένο άγχος, χαμηλή αυτοεκτίμηση, απομόνωση και υπερδιέγερση με την μορφή απροσεξίας ή επιθετικότητας.

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενισχύουν την τάση για σύγκριση με τους άλλους, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την αυτοεικόνα των παιδιών.

Οι συνεχείς ενημερώσεις και τα “likes” προσφέρουν εφήμερη ικανοποίηση, η οποία όμως μπορεί να ενισχύσει την εξάρτηση από την αποδοχή των άλλων.

Επίσης, τα ψηφιακά παιχνίδια, ειδικά αν είναι ανταγωνιστικά ή έχουν στοιχεία βίας, μπορούν να προκαλέσουν υπερβολικό στρες και δυσκολίες στη ρύθμιση του συναισθήματος (θυμός – επιθετικότητα), καθώς και προβλήματα στη συγκέντρωση.

Οι γονείς παίζουν και εδώ σημαντικό ρόλο.

Αρχικά, είναι σημαντικό να καθυστερήσουν όσο περισσότερο γίνεται την εξοικείωση των μικρών παιδιών με τις συσκευές τεχνολογίας.

Αργότερα είναι σημαντικό να θέσουν σαφή όρια στην συχνότητα και τον χρόνο χρήσης των συσκευών και να καθορίσουν “οικογενειακό χρόνο” χωρίς οθόνες, ενθαρρύνοντας άλλες δραστηριότητες, όπως η φυσική άσκηση ή τα χόμπι.

Είναι επίσης βοηθητικό να συζητούν με τα παιδιά σχετικά με τη φύση των κοινωνικών δικτύων, και να ενισχύουν την ικανότητά τους να αναγνωρίζουν την επιμελημένη-παραποιημένη εικόνα που προβάλλεται συχνά σε αυτά τα μέσα.

Τέλος, γονείς έχουν την ευθύνη να εποπτεύουν την ορθή χρήση της τεχνολογίας από τα παιδιά τους, ώστε να αποφύγουν καταστάσεις που θα μπορούσαν να τα εκθέσουν σε ρόλους θύτη ή θύματος.

Είναι σημαντικό να διασφαλίσουν ότι τα παιδιά δεν θα πέσουν θύματα εξαπάτησης ή εξαναγκασμού σε πράξεις που θα θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια και την ψυχική τους υγεία, αλλά και να τα βοηθήσουν να κατανοήσουν τις συνέπειες των δικών τους ενεργειών, προστατεύοντας τόσο τον εαυτό τους όσο και τους άλλους.

Ποια είναι τα σημάδια που πρέπει να εντοπίσει ένας γονέας για να διαπιστώσει ότι χρειάζεται υποστήριξη για την ψυχική υγεία ενός παιδιού;

Οι γονείς πρέπει να επαγρυπνούν καθημερινά για διάφορα σημάδια που μπορεί να υποδεικνύουν ότι το παιδί χρειάζεται υποστήριξη.

Τα πιο κοινά σημάδια περιλαμβάνουν αλλαγές στη διάθεση ή την συμπεριφορά, απόσυρση από κοινωνικές δραστηριότητες, έκπτωση ακαδημαϊκής προόδου, σωματικά συμπτώματα χωρίς παθολογικά ευρήματα, αυτοκαταστροφική συμπεριφορά με  σκέψεις για αυτοκτονία, αυτοτραυματισμούς ή κατάχρηση αλκοόλ ή άλλων ουσιών.

Σημαντικό είναι επίσης να δίνουν σημασία σε αλλαγές στον ύπνο ή την όρεξη αλλά και στην ποιότητα του άγχους του παιδιού τους.  Ακραίες ανησυχίες, φοβίες ή κρίσεις πανικού σε καθημερινές καταστάσεις (π.χ. σχολείο, κοινωνικές συναναστροφές) υποδηλώνουν ότι το παιδί μπορεί να χρειάζεται ψυχολογική υποστήριξη.

Ποιες είναι οι πιο σημαντικές διαφορές στη θεραπευτική προσέγγιση για παιδιά και ενήλικες και πώς προσαρμόζετε τη θεραπεία ανάλογα με την ηλικία και τις ανάγκες του παιδιού;

Η κύρια διαφορά στη θεραπευτική προσέγγιση για παιδιά και ενήλικες είναι η προσαρμογή στις αναπτυξιακές ανάγκες και επικοινωνιακές δυνατότητες του κάθε ατόμου.

Τα παιδιά δεν έχουν πάντα την ικανότητα να εκφράσουν τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους με λέξεις, οπότε χρησιμοποιούνται εργαλεία όπως παιχνίδια, τέχνη ή δραστηριότητες που βοηθούν στην έκφραση και την κατανόηση των συναισθημάτων τους.

Αντίθετα στους έφηβους και τους ενήλικες η επικοινωνία γίνεται κυρίως μέσω συζητήσεων και ανάλυσης σκέψεων.

Για τα παιδιά, η συμμετοχή των γονέων είναι κρίσιμη και η θεραπεία περιλαμβάνει την συνεργασία με την οικογένεια αλλά και το σχολείο ώστε να ενισχυθεί η αλλαγή και να διευκολυνθεί η εφαρμογή στρατηγικών στο σπίτι, ενώ για τους ενήλικες η εστίαση γίνεται προς την ενίσχυση της αυτογνωσίας, την κατανόηση και διαχείριση συναισθημάτων, την αλλαγή αρνητικών σκέψεων και συμπεριφορών και την ανάπτυξη υγιών στρατηγικών για την αντιμετώπιση των δυσκολιών στη ζωή.



Πηγή