«Ενεση» 10 δισ. στην ελληνική οικονομία από την ΕΚΤ
Η κίνηση αυτή επιτρέπει στις ελληνικές τράπεζες που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους ελληνικούς τίτλους να τους καταθέσουν στην ΕΚΤ αντλώντας ανάλογη ρευστότητα, καθώς τα ελληνικά ομόλογα γίνονται αποδεκτά χωρίς ουσιαστικό «κούρεμα» (haircut).
Ισχυρή ένεση ρευστότητας της τάξης των 10 δισ. ευρώ για τη στήριξη της οικονομίας απελευθερώνει για τις ελληνικές τράπεζες η χθεσινή απόφαση της ΕΚΤ, μέσω της οποίας κάνει αποδεκτούς ως ενέχυρα τους ελληνικούς τίτλους για τη χορήγηση ρευστότητας από το ευρωσύστημα. Με τη χθεσινή απόφαση η ΕΚΤ επαναφέρει ουσιαστικά την παρέκκλιση (waiver) για τα ελληνικά ομόλογα, τα οποία, παρά το γεγονός ότι η χώρα μας δεν είναι σε επενδυτική βαθμίδα, μπορούν πλέον να γίνουν αποδεκτά από την κεντρική τράπεζα για την άντληση χρηματοδότησης από τις εμπορικές τράπεζες.
Η κίνηση αυτή επιτρέπει στις ελληνικές τράπεζες που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους ελληνικούς τίτλους να τους καταθέσουν στην ΕΚΤ αντλώντας ανάλογη ρευστότητα, καθώς τα ελληνικά ομόλογα γίνονται αποδεκτά χωρίς ουσιαστικό «κούρεμα» (haircut). Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η ρευστότητα που μπορούν να αντλήσουν οι ελληνικές τράπεζες υπολογίζεται περίπου στα 10 δισ. ευρώ και αναμένεται να στηρίξει την προσπάθεια χρηματοδότησης της οικονομίας και των επιχειρήσεων.
Σχολιάζοντας τη σχετική απόφαση ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας επισημαίνει ότι «η εξέλιξη αυτή αποτελεί έμπρακτη και ουσιαστική στήριξη στη χώρα μας», καθώς «διευρύνει σημαντικά τις πηγές χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών και κατ’ επέκταση ενισχύει την ικανότητά τους να στηρίξουν την πραγματική οικονομία, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά». Επιπλέον, όπως σημειώνει ο κ. Σταϊκούρας, «αναμένεται να έχει θετική επίδραση στην εμπορευσιμότητα και τις αποτιμήσεις των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου». Υπενθυμίζεται ότι από το 2018 τα ελληνικά ομόλογα δεν γίνονταν αποδεκτά ως ενέχυρα, καθώς δεν πληρούσαν τις ελάχιστες απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης που ορίζει η ΕΚΤ. Η χθεσινή απόφαση αποτελεί ένα πρόσθετο εργαλείο άντλησης ρευστότητας για τις ελληνικές τράπεζες σε συνδυασμό με την προηγούμενη απόφαση της ΕΚΤ, με την οποία τα ελληνικά ομόλογα θεωρούνται αποδεκτοί τίτλοι στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης λόγω πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP).
Να σημειωθεί ότι οι ελληνικές τράπεζες κατέθεταν μέχρι σήμερα τα κρατικά ομόλογα που έχουν στους ισολογισμούς τους στη διατραπεζική αγορά για την άντληση ρευστότητας. Πλέον, μπορούν τους τίτλους αυτούς να τους καταθέσουν στην ΕΚΤ αντλώντας ακόμη πιο φθηνό χρήμα, δηλαδή χωρίς να επιβαρυνθούν με το επιτοκιακό κόστος που πλήρωναν στη διατραπεζική και επιπλέον χωρίς να υποστούν «κούρεμα». Τον Φεβρουάριο να σημειωθεί ότι προηγήθηκε και το τέλος των περιορισμών που είχαν οι ελληνικές τράπεζες στις αγορές ελληνικών κρατικών ομολόγων. Ο συνδυασμός των δύο διευκολύνει τις εκδόσεις ομολόγων, καθώς θα συμμετέχουν ενεργότερα οι ελληνικές τράπεζες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε χθες ο SSM, οι κρατικοί τίτλοι που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους οι τράπεζες ανέρχονται σε 21 δισ. ευρώ και από αυτά επιλέξιμα για να κατατεθούν στο ευρωσύστημα είναι περί τα 15 δισ. ευρώ. Πρόκειται για μέτρο που έρχεται να προστεθεί στο βαρύ οπλοστάσιο αυτών που έχουν ανακοινωθεί τις τελευταίες μέρες, με κυριότερο το έκτακτο QE ύψους 750 δισ. ευρώ, στο οποίο εντάσσονται πλέον και τα ελληνικά ομόλογα.
Στα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας που ανακοίνωσαν οι εποπτικές αρχές προστίθεται επίσης το νέο πρόγραμμα αγοράς TLTRO III, μέσω του οποίου οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να αντλούν φθηνό χρήμα με αρνητικό επιτόκιο -0,75% από -0,50%, προκειμένου να διοχετεύσουν ρευστότητα στην οικονομία και στις επιχειρήσεις.
Αναβολή stress tests
Η αυλαία των μέτρων των εποπτικών αρχών άνοιξε με την αναβολή για ένα χρόνο διενέργειας των stress tests, αλλά και με τη μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων κατά 2,5% που αποφάσισε η ΕΚΤ μειώνοντας αντίστοιχα το «μαξιλάρι» (capital conservation buffer) που ήταν υποχρεωμένες να διαθέτουν οι ελληνικές τράπεζες. Με την απόφαση αυτή οι κεφαλαιακές απαιτήσεις από 14% περιορίζονται στο 11,5%, απελευθερώνοντας σύμφωνα με τις εκτιμήσεις περί τα 4 δισ. ευρώ για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, ενώ πρόσθετη κεφαλαιακή ανάσα συνιστά η ευελιξία στο «χτίσιμο» των απαιτούμενων κεφαλαίων –έως το 11,5%– μέσω Tier II ομολόγων.