Ενίσχυση εξωδικαστικών μηχανισμών ρύθμισης χρεών ζητούν οι τράπεζες
Ο νέος πτωχευτικός νόμος θα δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον ιδιώτη να απαλλαγεί πλήρως από τα χρέη του εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος ενός ή δύο ετών και αφού προηγουμένως ρευστοποιήσει το σύνολο της ακίνητης περιουσίας.
Υπέρ της ενίσχυσης των εξωδικαστικών μηχανισμών για τη διευθέτηση του χρέους που έχουν οι ιδιώτες στις τράπεζες τάσσεται η Ελληνική Ενωση Τραπεζών (ΕΕΤ), θεωρώντας ότι το βασικό πρόβλημα που κληροδοτεί ο νόμος Κατσέλη είναι ο τεράστιος αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων που λιμνάζουν στα εφετεία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ενωσης, ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων ανέρχεται στις 58.000, αλλά πλέον οι απορριπτικές αποφάσεις που εκδίδονται από τα ειρηνοδικεία της χώρας υπερτερούν αυτών που γίνονται αποδεκτές και καταλήγουν σε ένα είδος ρύθμισης. Ετσι, όπως προκύπτει από τα τελευταία στοιχεία των δικαστηρίων, το 60% των αιτήσεων ρύθμισης απορρίπτεται κατά τη διαδικασία της εκδίκασης, ενώ στο 30% υπολογίζεται το ποσοστό των στρατηγικών κακοπληρωτών.
Στο πλαίσιο ενημέρωσης που πραγματοποίησε χθες η διοίκηση της ΕΕΤ, ο πρόεδρος της Ενωσης Γιώργος Χαντζηνικολάου και η γραμματέας Χαρούλα Απαλαγάκη αναφέρθηκαν στην αλλαγή του πτωχευτικού νόμου, ο οποίος αποτελεί και αντικείμενο των συναντήσεων που θα έχουν οι τράπεζες τις προσεχείς ημέρες με τους εκπροσώπους των θεσμών, κάνοντας σαφές ότι μετά το τέλος Απριλίου δεν θα υπάρξει πρόβλεψη για προστασία της πρώτης κατοικίας.
Τι αλλάζει
Οι προστατευτικές δικλίδες που υπάρχουν σήμερα, όπως η προστασία της πρώτης κατοικίας και ο νόμος Κατσέλη, θα υποκατασταθούν από τη νέα νομοθεσία που θα ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο την κοινοτική οδηγία «για την προληπτική αναδιάρθρωση, την απαλλαγή από τα χρέη και τις ανικανότητες ή την έκπτωση οφειλετών» που ψηφίστηκε το καλοκαίρι του 2019. Το νέο θεσμικό πλαίσιο θα δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον ιδιώτη να απαλλαγεί πλήρως από τα χρέη του εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος ενός ή δύο ετών και αφού προηγουμένως ρευστοποιήσει το σύνολο της ακίνητης περιουσίας. Αναφερόμενη στο υφιστάμενο πλαίσιο, δηλαδή στον νόμο Κατσέλη, η κ. Απαλαγάκη σημείωσε ότι το ζητούμενο είναι η αποτελεσματική εφαρμογή του στην πράξη, εντοπίζοντας το πρόβλημα στον χρόνο προσδιορισμού των δικασίμων στα μεγάλα ειρηνοδικεία της χώρας. Οπως παρατήρησε, οι χρόνοι που προέβλεπε ο νόμος Κατσέλη για την έκδοση αποφάσεως, δηλαδή 6-12 μήνες, ήταν εύλογοι, αλλά στην πράξη οι χρόνοι αυτοί ουδέποτε τηρήθηκαν. «Η ΕΕΤ δεν μπορεί να έχει λόγο στις υλικοτεχνικές υποδομές απονομής δικαιοσύνης», σημείωσε η κ. Απαλαγάκη, «αλλά είναι κοινή ευθύνη όλων των νομικών, αλλά και των διαδίκων να επιταχύνουμε σημαντικά τους ρυθμούς εκδίκασης των υποθέσεων. Εναλλακτικά, θα πρέπει να αξιοποιήσουμε όλα τα μέσα εναλλακτικής –εκτός δικαστηρίων–επίλυσης των ιδιωτικού δικαίου διαφορών. Και γι’ αυτό το κυρίαρχο στοιχείο θα πρέπει να είναι η ενίσχυση των εξωδικαστικών μηχανισμών», τόνισε.
Οπως εξήγησε ο πρόεδρος της ΕΕΤ, μετά τον «Ηρακλή» –τον μηχανισμό για τη μείωση των κόκκινων δανείων κατά 30 δισ. ευρώ μέσω των τιτλοποιήσεων που ετοιμάζουν οι τράπεζες– θα υπάρξουν και άλλες δράσεις προς την κατεύθυνση αυτή, ενώ το πρόβλημα του υψηλού αναβαλλόμενου φόρου στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών θα αντιμετωπιστεί σταδιακά με την τόνωση της κερδοφορίας του τραπεζικού συστήματος.
Σύμφωνα με τον κ. Χαντζηνικολάου, η χρηματοδότηση των επενδύσεων μέσα από τη βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας αλλά και η διασφάλιση της διαφάνειας στο μέτωπο της εταιρικής διακυβέρνησης αποτελούν τα κλειδιά που θα οδηγήσουν τις τράπεζες σε περαιτέρω ενίσχυση της κερδοφορίας τους, γεγονός που θα τις βοηθήσει να αντιμετωπίσουν μια σειρά από προκλήσεις, προεξέχουσας της αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Διαφάνεια και κανόνες
«Πρέπει να δώσουμε στο μέτωπο της εφαρμογής των κανόνων της εταιρικής διακυβέρνησης την πεποίθηση στους Ελληνες και ξένους επενδυτές και μετόχους ότι τα λεφτά τους έχουν τοποθετηθεί με διαφάνεια και κανόνες», ανέφερε ο κ. Χαντζηνικολάου σημειώνοντας ότι «το κλίμα είναι ιδιαίτερα θετικό, η κυβέρνηση αναλαμβάνει πρωτοβουλίες προς τη θετική κατεύθυνση στον τομέα της οικονομίας και αυτό βοηθάει στην αύξηση των επενδύσεων και στην ενίσχυση των επιχειρήσεων και της αγοράς».