Eπανεκκίνηση με ξένες επενδύσεις
Ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, Μαρκ Κάρνεϊ, έχει δηλώσει ότι η χώρα, ειδικά μετά το Brexit, βασίζεται στη γενναιοδωρία των ξένων επενδυτών προκειμένου να πάρει η οικονομία της μπροστά. Το ίδιο, και ακόμα περισσότερο, ισχύει για την Ελλάδα. Εχοντας απολέσει, από το 2008 και μετά, το ένα τέταρτο του ΑΕΠ μας, η οικονομία θα αναθερμανθεί εάν και εφόσον καταφέρουμε να προσελκύσουμε άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό. Τα στοιχεία από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ είναι αποκαλυπτικά. To 2018, οι άμεσες (σε απόθεμα) επενδύσεις από το εξωτερικό αντιστοιχούσαν στο 15,98% του ελληνικού ΑΕΠ, μειωμένες σε σχέση με το 16,45% του ελληνικού ΑΕΠ το 2017. Από την άλλη πλευρά, οι άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό στην Πορτογαλία αντιστοιχούσαν, το 2018, στο 61,47% του ΑΕΠ της χώρας. Στην περίπτωση της Ισπανίας, αυτές αντιστοιχούσαν το 2018 στο 48,26% του ΑΕΠ της χώρας. Επιπλέον, οι άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό αντιστοιχούσαν το 2018 στο 54,61% του ΑΕΠ στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η σαφής προτίμηση των διεθνών επενδυτών σε Πορτογαλία και Ισπανία αντί για Ελλάδα δεν έχει να κάνει ιδιαίτερα με το ύψος της φορολογίας των επιχειρήσεων. Πράγματι, o ελληνικός συντελεστής φορολογίας των επιχειρήσεων, στο 28% σήμερα, ενώ είναι υψηλότερος από το 25% στην Ισπανία, παραμένει χαμηλότερος από το 31,5% στην Πορτογαλία. Να σημειωθεί, επίσης ότι, από ιστορική άποψη, η τυπική απόκλιση (ως στατιστικό μέτρο διασποράς) του ελληνικού συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων είναι σχεδόν διπλάσια εκείνης του συντελεστή φορολογίας στον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι η φορολογία των επιχειρήσεων στην Ελλάδα μεταβάλλεται με τόσο απρόβλεπτο τρόπο, έτσι ώστε κανείς σώφρων επενδυτής να μη διακινδυνεύει (ακόμη) τα χρήματά του στην ασταθή για επενδύσεις Ελλάδα. Επιπλέον, ούτε οι μισθολογικές διαφορές αποτελούν βασικό παράγοντα προσέλκυσης επενδύσεων από το εξωτερικό σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς ο μέσος ετήσιος μισθός (σε όρους πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας) στην Ελλάδα, ευρισκόμενος στα 26.671 δολάρια (στοιχεία του 2018), μόλις και υπερβαίνει τα 25.487 δολάρια στην Πορτογαλία αλλά παραμένει πολύ χαμηλότερος από τα 38.761 δολάρια στην Ισπανία ή τον μέσο όρο των 46.686 δολαρίων στις 35 χώρες του ΟΟΣΑ.
Η ειδοποιός διαφορά λοιπόν βρίσκεται στο πώς βλέπουν οι διεθνείς επενδυτές την προοπτική να κάνουν business με το ελληνικό κράτος. Η απάντηση βρίσκεται στον δείκτη κυβερνητικής αποτελεσματικότητας, ο οποίος καταγράφει την ποιότητα των παρεχόμενων δημοσίων υπηρεσιών και τον βαθμό ανεξαρτησίας του κρατικού μηχανισμού από πολιτικές πιέσεις. Στον συγκεκριμένο δείκτη, η Πορτογαλία βρίσκεται στην 29η θέση μεταξύ 214 χωρών. Η δε Ισπανία στη 44η θέση. Εμείς υστερούμε τραγικά, ευρισκόμενοι στην 73η θέση.
Σήμερα, οι διεθνείς επενδυτές δείχνουν περισσότερο διατεθειμένοι από το παρελθόν να εμπιστευθούν τη χώρα μας μέσω της αγοράς ελληνικών ομολόγων. Κάτι το οποίο σίγουρα αντανακλάται και στη σαφή αποκλιμάκωση του ελληνικού κόστους δανεισμού. Το πρόβλημα, όμως, με την εμπιστοσύνη των αγορών είναι ότι αυτή δεν είναι δεδομένη και, βέβαια, οι διεθνείς επενδυτές μπορούν, ανά πάσα στιγμή, να άρουν την εμπιστοσύνη τους στα ελληνικά ομόλογα. Από την άλλη πλευρά, η εισροή άμεσων επενδύσεων από το εξωτερικό αποτελεί μια μακροχρόνια δέσμευση των διεθνών αγορών στην ελληνική οικονομία, η οποία, σε αντίθεση με την αγορά/πώληση ελληνικών ομολόγων, δεν μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να αναιρεθεί. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι για να «εκτιναχθεί» το ελατήριο της ελληνικής ανάπτυξης, πρέπει να επιταχύνουμε τη βελτίωση της λειτουργίας του ελληνικού κράτους έτσι ώστε να πεισθούν οι διεθνείς επενδυτές προκειμένου να εισρεύσουν, επιτέλους, ξένες επενδύσεις.
Κάτι το οποίο γνωρίζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία θα πρέπει να πολλαπλασιάσει τις προσπάθειές της προκειμένου να μειωθεί, για παράδειγμα, το «βαρίδι» των κυβερνητικών ρυθμίσεων και κανονισμών, όπου τα τελευταία στοιχεία του World Economic Forum μάς κατατάσσουν, το 2019, στην 127η θέση σε σύνολο 141 χωρών…
* Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών, University of Liverpool.