Επενδυτικά επιλέξιμη η Ελλάδα μόνον με μείωση κόκκινων δανείων
Η επικεφαλής του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB) της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ενωσης Ελκε Κένιγκ μιλάει στην «Κ» για τους εποπτικούς κανόνες.
Βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση αποτελεί η κυβερνητική πρωτοβουλία για τη μείωση των κόκκινων δανείων μέσω του σχεδίου «Ηρακλής», επισημαίνει η επικεφαλής του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB) Ελκε Κένιγκ, που επισκέφθηκε την Αθήνα. Στη συνέντευξή της στην «Κ» σημειώνει ότι, στον βαθμό που ξεκαθαρίσουν οι λεπτομέρειες του σχεδίου, η επίλυση του προβλήματος των κόκκινων δανείων μπορεί να λειτουργήσει ως σημείο εκκίνησης για να καταστεί η χώρα επενδυτικά επιλέξιμη. Ως υπεύθυνη της αρχής εξυγίανσης της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ενωσης, με αποστολή την εξυγίανση των προβληματικών τραπεζών έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία και στους φορολογουμένους, η κ. Κένιγκ υπεραμύνεται των αυξημένων εποπτικών κανόνων στους οποίους υποχρεούται να συμμορφώνεται το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και εξηγεί τη σημασία που έχει το απαιτητικό ρυθμιστικό πλαίσιο στην εύρυθμη διαδικασία εξυγίανσης.
– Η κυβέρνηση προωθεί τη δημιουργία ενός σχήματος προστασίας ενεργητικού για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ποια είναι η γνώμη σας για αυτή την πρωτοβουλία και πώς μπορεί να προσελκύσει το επενδυτικό ενδιαφέρον, με δεδομένο ότι η Ελλάδα είναι εκτός επενδυτικής βαθμίδας;
– Με δεδομένα τα υψηλά επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs) δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το σχήμα προστασίας ενεργητικού θα βοηθήσει τις τράπεζες να μειώσουν και να απαλλαγούν από τα NPEs. Η ιδέα που βασίζεται στο αντίστοιχο ιταλικό σχήμα είναι σαφώς θετική και θα μπορούσα να συμφωνήσω ότι η επωνυμία του μηχανισμού ως «Ηρακλής» σε σχέση με το μέγεθος του προβλήματος αποτυπώνει πλήρως και το μέγεθος της δουλειάς που πρέπει να γίνει.
Σίγουρα λοιπόν η πρωτοβουλία είναι θετική, αλλά, επειδή, όπως πάντα, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, υπάρχει δουλειά ακόμη που θα πρέπει να γίνει από την πλευρά του υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου να μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα κατά πόσον οι τράπεζες, από τη μία, θα μπορέσουν να αντέξουν το κόστος του και οι επενδυτές, από την άλλη, θα μπορέσουν να συμμετάσχουν, παράμετρος που είναι πάντα η πιο βασική σε παρόμοιες ασκήσεις.
Είναι δύσκολο πράγματι για μια τράπεζα που λειτουργεί στο περιβάλλον μιας χώρας που δεν πληροί το κριτήριο της επενδυτικής βαθμίδας –κάτι που ελπίζω ότι θα συμβεί στο μέλλον– να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές, αλλά αυτό που πρέπει να επισημάνουμε επίσης είναι ότι οι επενδυτές τοποθετούνται ουσιαστικά στις προοπτικές του τραπεζικού συστήματος και στις δυνατότητές του να δημιουργήσουν σταθερές πηγές κερδοφορίας. Σίγουρα λοιπόν η επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι το σημείο εκκίνησης και, στον βαθμό που το τραπεζικό σύστημα απαλλαγεί από την κληρονομιά του παρελθόντος, μπορεί η χώρα να περάσει και στο επόμενο βήμα και να καταστεί επενδυτικά επιλέξιμη.
– Μεταξύ των απαιτήσεων που προκύπτουν για τις τράπεζες από τη λειτουργία του SRB είναι η διαδικασία των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων (minimum requirement for own funds and eligible liabilities – MREL). Σε τι αποσκοπείτε μέσω αυτής της διαδικασίας;
– Από την πλευρά του SRB, έχουμε θέσει προς υλοποίηση τη διαδικασία των ελάχιστων απαιτήσεων για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL), η οποία δεν είναι καινούργια και αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες είναι σε θέση να «χτίσουν» το αναγκαίο κεφαλαιακό «μαξιλάρι». Πρέπει να πω ότι είμαστε αρκετά ευέλικτοι λαμβάνοντας υπόψη πάντα ποιες είναι οι δυνατότητες των τραπεζών, και είναι σαφές ότι οι τράπεζες που έχουν επαρκές κεφαλαιακό απόθεμα δεν χρειάζονται μεταβατική περίοδο. Στην περίπτωση που αυτό δεν ισχύει και διαπιστωθεί κενό στην κάλυψη του MREL –και αυτό είναι κάτι που ισχύει όχι μόνο για τις ελληνικές αλλά για όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες– δουλεύουμε προσεκτικά πάνω στα χρηματοδοτικά τους πλάνα και τον τρόπο βάσει του οποίου μπορούν να προσεγγίσουν τις αγορές, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα μεταβατικής περιόδου, που μπορεί να φτάσει τα τέσσερα χρόνια. Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές τράπεζες και με δεδομένο το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, έχουμε δώσει ως μεταβατική περίοδο τη μεγαλύτερη δυνατή προθεσμία, που είναι τα έξι χρόνια. Αυτό που κάναμε επίσης σαφές και κατά την επίσκεψή μου εδώ είναι ότι το MREL είναι προαπαιτούμενο για κάθε τράπεζα προκειμένου να είναι ανθεκτική.
Ομως η απαίτηση για την επάρκεια των κεφαλαίων είναι ο ένας πυλώνας. Ο άλλος πυλώνας είναι η λειτουργική ικανότητα να υποστηρίξεις τις επιχειρηματικές σου επιλογές, διαθέτοντας επαρκή και ακριβή στοιχεία για όλες τις κατηγορίες χαρτοφυλακίων. Οι ελληνικές τράπεζες δουλεύουν πάνω σε αυτό τον στόχο, που δεν συνδέεται άμεσα με την πρόσβαση στις αγορές, αλλά συνιστά τον βασικό πυλώνα της κερδοφορίας και της λειτουργικής αποτελεσματικότητας. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που πρέπει να κυριαρχεί είναι το πώς το λειτουργικό μοντέλο θα είναι αποτελεσματικό και πώς οι τράπεζες θα είναι ασφαλείς και ισχυρές και όχι πώς απλώς θα απομακρυνθούν από τον ενδεχόμενο κίνδυνο να τεθούν υπό εξυγίανση. Πρέπει να πω ότι είμαι ικανοποιημένη από την πρόοδο που κάνουν οι ελληνικές τράπεζες σε αυτό τον τομέα.
– Προσφάτως θέσατε σε εφαρμογή ακόμη μία διαδικασία, αυτή του εγγράφου προσδοκιών (expectation documents). Ποιος είναι ο στόχος σας;
– Πρόκειται για ένα κείμενο στο οποίο εξηγούμε τι θα πρέπει οι τράπεζες να κάνουν προκειμένου να θεωρηθούν ότι επιδέχονται εξυγίανσης. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, οι τράπεζες θα πρέπει να εντοπίσουν τα θέματα στα οποία πρέπει να δώσουν βάρος, εισάγοντας καλύτερες πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης. Παρά το γεγονός ότι δεν πρόκειται για νομικό κείμενο που παράγει νομικές υποχρεώσεις, η υιοθέτησή του θα αποτελέσει άλλο ένα κριτήριο διαφάνειας σε θέματα εταιρικής διακυβέρνησης και λειτουργικής συνέχειας και γι’ αυτό ενθαρρύνουμε τις τράπεζες να το μελετήσουν. Ενώ οι προσδοκίες είναι γενικές, η εφαρμογή τους θα προσαρμοστεί σε κάθε μεμονωμένη τράπεζα, βάσει διαλόγου με τις εσωτερικές ομάδες επίλυσης του SRB.
– Οι τράπεζες διαμαρτύρονται για την υπερπαραγωγή κανονιστικών ρυθμίσεων, που επηρεάζει, όπως υποστηρίζουν και την κερδοφορία τους. Τι απαντάτε σε αυτό;
– Είναι ίσως στο DNA των τραπεζών να διαμαρτύρονται, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι μετά τη χρηματοοικονομική κρίση είχαμε μια υπερπαραγωγή νέων ρυθμιστικών κανόνων που είναι ακόμη σε διαδικασία εφαρμογής. Στο σημείο αυτό είμαι, μπορώ να πω, απόλυτα σύμφωνη με την άποψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ότι πρέπει να κάνουμε μια στάση και να δούμε εάν όλοι αυτοί οι κανόνες ταιριάζουν μεταξύ τους. Αρα θεωρώ ότι πράγματι πρέπει να κάνουμε μια παύση και να αποτιμήσουμε πώς έχει λειτουργήσει μέχρι σήμερα όλο αυτό το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο.
Από την άλλη όμως πρέπει να τονίσω ότι, όταν ζητάς από τις τράπεζες –και δεν αναφέρομαι στις ελληνικές τράπεζες– στοιχεία για τη δομή των υποχρεώσεών τους και η απάντηση είναι ότι δεν είναι δυνατόν να έχεις αυτά τα στοιχεία νωρίτερα π.χ. του ενός τριμήνου αντί μερικών ημερών, τότε αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να είναι αποδεκτό. Αρα λοιπόν θεωρώ ότι οι τράπεζες πρέπει να προσαρμοστούν με τις απαιτήσεις των εποπτικών αρχών, οι οποίες με τη σειρά τους πρέπει να ευθυγραμμίζονται και να συνεργάζονται, αντλώντας μεταξύ τους στοιχεία. Αυτό που πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη μας είναι ότι η διαδικασία της εξυγίανσης δεν μπορεί να περιμένει τρεις μήνες, άρα πρέπει όλοι να προσαρμοστούμε και να κάνουμε τη δουλειά που έχουμε αναλάβει να φέρουμε εις πέρας.
Σε ό,τι αφορά το κόστος, οι τράπεζες χρηματοδοτούν τους πόρους για το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (SRF), που βεβαίως εύχομαι να μη χρειαστεί ποτέ να χρησιμοποιήσουν, αλλά οι εναλλακτικές σε περίπτωση μιας χρηματοοικονομικής κρίσης είναι η επιβάρυνση των φορολογουμένων, κάτι που έχουμε δεχθεί ότι πρέπει να αποφύγουμε. Το κόστος διαμορφώνεται στο 1% των εγγυημένων καταθέσεων στην Ευρωζώνη, και το συνολικό ποσό που έχει συγκεντρωθεί για το 2019 φθάνει τα 33 δισ. ευρώ, με στόχο έως και το 2023 να ξεπεράσουμε τα 60 δισ. ευρώ.
Συμπληρωματικά χρηματοδοτούν το σύστημα εγγυημένων καταθέσεων, που προς το παρόν είναι εθνικό, και η συζήτηση που διεξάγεται στην Ευρώπη είναι κατά πόσον θα πρέπει να υπάρχει πανευρωπαϊκό σύστημα, δηλαδή ο λεγόμενος τρίτος πυλώνας. Πρόκειται για κάτι που είναι ακόμη υπό συζήτηση και, από τις τοποθετήσεις που διατυπώθηκαν και στο πρόσφατο συνέδριό μας, θα μπορούσα να πω ότι έχει τις δυσκολίες ενός κίονα της Ακρόπολης. Είμαι ωστόσο πεπεισμένη ότι πρόκειται για μηχανισμό που είναι απαραίτητος στην Ευρώπη, αλλά, όπως όλα τα πράγματα, χρειάζεται χρόνος έως ότου καταλήξουμε.