Επιτόκια: Νέα πραγματικότητα για τους δανειολήπτες – Και άλλη αύξηση τον Μάρτιο
Ο δανειολήπτες θα πρέπει να συνηθίσουν να ζουν με το «ακριβό χρήμα», καθώς η σημερινή αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ, σε συνδυασμό με την επόμενη που έρχεται τον Μάρτιο επιβεβαιώνει ότι τα υψηλά κόστη δανεισμού «ήρθαν για να μείνουν».
Γεγονός που σημαίνει ότι τουλάχιστον για ολόκληρο το 2023 και ενδεχομένως μεγάλο κομμάτι του 2024 η ΕΚΤ θα διατηρήσει τη «σφιχτή» της νομισματική πολιτική, οδηγώντας το επιτόκιο του ευρώ σε επίπεδα άνω του 3,5% χωρίς προοπτικές μείωσης.
Οδηγώντας κατ’ αυτό τον τρόπο σε σημαντική άνοδο του κόστους δανεισμού και αύξηση των δόσεων για εκατομμύρια δανειολήπτες με χρέη σε κυμαινόμενο επιτόκιο.
Η σημερινή αύξηση
Αναλυτικά, όπως εξάλλου αναμενόταν, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αύξησε κατά 50 μονάδες βάσης (0,50%) τα επιτόκια του ευρώ, επιβεβαιώνοντας τις σχετικές προβλέψεις των αναλυτών.
Πλέον, μετά και τη νέα αύξηση, το βασικό επιτόκιο του ευρώ διαμορφώνεται στο 3% και αυτό της αποδοχής καταθέσεων στο 2,5%.
Πρόκειται για την πέμπτη συνεχόμενη αύξηση των επιτοκίων από τον Ιούλιο του 2022, όταν και ξεκίνησε το σπιράλ ανόδου και τη δεύτερη συνεχόμενη κατά 50 μονάδες βάσης, με την προηγούμενη να έχει πραγματοποιηθεί το Δεκέμβριο του 2022.
Νέα αύξηση το Μάρτιο
Την ίδια στιγμή, η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ άνοιξε τα χαρτιά της αναφορικά με τις μελλοντικές κινήσεις και -παρά την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη- ουσιαστικά προανήγγειλε ακόμη μία αντίστοιχη αύξηση το Μάρτιο.
Όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση, «λόγω των πιέσεων σε σχέση με τον υποκείμενο πληθωρισμό, το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να αυξήσει τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης ακόμα στην επόμενη συνεδρίασή του για τη νομισματική πολιτική τον Μάρτιο και στη συνέχεια θα αξιολογήσει την πορεία που θα ακολουθήσει η νομισματική του πολιτική.
Η διατήρηση των επιτοκίων σε περιοριστικά επίπεδα θα μειώσει με την πάροδο του χρόνου τον πληθωρισμό περιορίζοντας τη ζήτηση και θα αποτρέψει επίσης τον κίνδυνο επίμονης μετατόπισης προς τα πάνω των προσδοκιών για τον πληθωρισμό. Σε κάθε περίπτωση, οι μελλοντικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τα επιτόκια πολιτικής θα εξακολουθούν να εξαρτώνται από τα στοιχεία και να ακολουθούν μια προσέγγιση σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις θα λαμβάνονται από συνεδρίαση σε συνεδρίαση».
Εκτίναξη των δόσεων
Το μπαράζ αυξήσεων στο κόστος δανεισμού έχει άμεσο αντίκτυπο στις δόσεις των δανείων, που έχουν εκτιναχθεί ακόμη και πάνω από τα 3.500 ευρώ σε ετήσια βάση. Για παράδειγμα, ένα στεγαστικό δάνειο με υπόλοιπο 150.000 ευρώ και διάρκεια 20 ετών πριν το ντόμινο των αυξήσεων, με τελικό επιτόκιο 3% (Euribor 0,% πλέον τραπεζικού περιθωρίου 3%) μεταφραζόταν σε δόση 831 ευρώ (χωρίς τις υπόλοιπες επιβαρύνσεις).
Με τα σημερινά δεδομένα, και με το Euribor στο 2,512%, το συνολικό επιτόκιο διαμορφώνεται σε 5,512% και αντίστοιχα η δόση σε 1.032 ευρώ. Προκύπτει δηλαδή επιπλέον επιβάρυνση 201 ευρώ το μήνα ή 2.412 ευρώ το χρόνο.
Μάλιστα, αν το Euribor ανέβει στο 3%, προεξοφλώντας και τις μελλοντικές αυξήσεις τότε το συνολικό επιτόκιο διαμορφώνεται σε 6% και η δόση σε 1.074 ευρώ. Προκύπτει δηλαδή συνολική επιπλέον επιβάρυνση 243 ευρώ το μήνα ή 2.916 ευρώ το χρόνο.
Αντίστοιχα, για ένα νέο δάνειο 100.000 ευρώ με 15ετή διάρκεια, πάντα με τα ίδια επιτόκια, η δόση πριν τις αυξήσεις ανερχόταν σε 690 ευρώ.
Με τα σημερινά δεδομένα, δηλαδή με το Euribor στο 2,512% και το τελικό επιτόκιο στο 5,512%, η δόση σκαρφαλώνει στα 817 ευρώ. Προκύπτει δηλαδή αύξηση δόσης 127 ευρώ το μήνα ή 1.524 ευρώ το χρόνο.
Εάν μάλιστα ανεβεί περαιτέρω, στο 3% και το τελικό επιτόκιο διαμορφωθεί στο 6%, η δόση διαμορφώνεται στα 843 ευρώ. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή το επιπλέον κόστος ανέρχεται σε 153 ευρώ ή 1.836 ευρώ κατ’ έτος.
Ακόμα μεγαλύτερη είναι η επιβάρυνση όσο μεγαλώνει το ύψος αλλά και η διάρκεια του δανείου. Για παράδειγμα, ένα δάνειο 200.000 ευρώ με διάρκεια 30 ετών με συνολικό επιτόκιο 3% (Euribor 0% πλέον τραπεζικού περιθωρίου 3%) επιβαρυνόταν πριν τις αυξήσεις με μηνιαία δόση 843 ευρώ.
Με τα σημερινά δεδομένα και το τελικό επιτόκιο στο 5,512%, η δόση γίνεται 1.137 ευρώ, δηλαδή η δόση αυξήθηκε κατά 294 ευρώ το μήνα ή 3.528 ευρώ το χρόνο.
Αντίστοιχα, αν τελικά διαμορφωθεί στο 6% η δόση ανεβαίνει αντίστοιχα στα 1.199 ευρώ. Προκύπτει δηλαδή επιπλέον κόστος που φτάνει μέχρι και τα 356 ευρώ το μήνα ή 4.272 ευρώ το χρόνο για τον δανειολήπτη.