Έρευνα: Πως κρίνουν εργοδότες και εργαζόμενοι στην Ελλάδα την τηλεργασία
Η τηλεργασία μπήκε δυναμικά στην καθημερινότητα επιχειρήσεων και εργαζομένων το 2020 εξαιτίας των πρωτόγνωρων συνθηκών της πανδημίας. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα ευρήματα έρευνας, η δυσπιστία για την αποτελεσματικότητά της είναι ισχυρή.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έρευνα «Η απασχολησιμότητα στην Ελλάδα», που πραγματοποιήθηκε για 6η συνεχόμενη χρονιά από την Adecco και κατέγραψε τις τάσεις στην εγχώρια αγορά εργασίας, τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι εργοδότες δείχνουν δυσπιστία ως προς τον βαθμό αποδοτικότητας της τηλεργασίας.
Από την πλευρά των εργοδοτών, 38% θεωρούν την τηλεργασία λιγότερο αποτελεσματική από την εργασία στο γραφείο και 39% των επιχειρήσεων θεωρούν ότι η τηλεργασία είναι το ίδιο αποτελεσματική με την εργασία στο γραφείο.
Μόνο ένα 18% την αξιολογεί ως πιο αποτελεσματική. Ενδιαφέρον είναι και το γεγονός ότι οι ελληνικές εταιρείες φαίνονται να είναι πιο διστακτικές ως προς την αποτελεσματικότητα της τηλεργασίας (μόνο 16% αυτών τη θεωρούν πιο αποτελεσματική από την εργασία στο γραφείο και 35% το ίδιο αποτελεσματική). Από την άλλη πλευρά, στις πολυεθνικές εταιρείες το ποσοστό εκείνων που τη θεωρούν αποτελεσματικότερη είναι ελαφρώς αυξημένο φτάνοντας στο 21% και το ποσοστό εκείνων που τη θεωρούν εξίσου αποτελεσματική αγγίζει το 46%.
Και το κοινό των εργαζομένων όμως παρουσιάζεται μοιρασμένο σε σχέση με το πόσο παραγωγική θεωρεί την τηλεργασία σε σύγκριση με την εργασία στο γραφείο. Το 33% θεωρεί ότι η τηλεργασία είναι πιο παραγωγική από την εργασία στο γραφείο. Το 31% απάντησε ότι είναι λιγότερο παραγωγική και το 27% το ίδιο παραγωγική.
Σε σχέση με το ποιο μοντέλο εργασίας προτιμούν και θεωρούν αποτελεσματικότερο, εργοδότες και εργαζόμενοι συμφωνούν πως ένας συνδυασμός τηλεργασίας και εργασίας στο γραφείο αποτελεί τον ιδανικό τρόπο εργασίας.
Η αγορά εργασίας στην πανδημία
Εξάλλου, το 82% των συμμετεχόντων στην έρευνα, ανεξαρτήτως αν είναι εργαζόμενοι ή άνεργοι, αναζητούν ενεργά εργασία. Παρόλα αυτά, η εύρεση νέας εργασίας σε αρκετές περιπτώσεις καθυστερεί, προσεγγίζοντας κατά μέσο όρο τους 8-9 μήνες.
Από την πλευρά των εργοδοτών, 2 στις 3 επιχειρήσεις στην Ελλάδα είχαν την περίοδο διεξαγωγής της έρευνας ανοιχτές θέσεις εργασίας, ενώ 9 στις 10 είχαν ανοιχτές θέσεις κάποια στιγμή εντός της πανδημίας. Ο μέσος χρόνος κάλυψης των κενών θέσεων ανέρχεται σε 1,5 μήνα.
Παράλληλα, το 42% των επιχειρήσεων πιστεύουν ότι οι ανάγκες στελέχωσης θέσεων στην εταιρεία τους μέσα στον επόμενο χρόνο δεν θα αλλάξουν, ενώ 38% πιστεύει ότι θα αυξηθούν. Από όσους απάντησαν πως πρόκειται να αυξηθούν οι ανάγκες της εταιρείας τους σε προσωπικό, 45% εκπροσωπούν ελληνικές εταιρείες και 26% πολυεθνικές.
Μείωση του brain drain
Παρά το πολύ υψηλό ποσοστό εκείνων που αναζητούν ενεργά εργασία, μόνο ένα 13% των συμμετεχόντων στην έρευνα ψάχνει εργασία στο εξωτερικό (σε σύγκριση με το 22% του 2019). Η ανησυχία για μετακίνηση στο εξωτερικό λόγω του Covid-19 σε συνδυασμό με το φόβο ενός δεύτερου κύματος έξαρσης της πανδημίας πιθανά συνέβαλε στον περιορισμό της αναζήτησης εργασίας στο εξωτερικό, καθώς πολλές χώρες-μαγνήτες ταλέντων, όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιταλία, παρουσίασαν έντονη εξάπλωση της πανδημίας.
Οι πιό σημαντικές δεξιότητες
Στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στον εργασιακό χώρο μετά την εμφάνιση του Covid-19, εργαζόμενοι, υποψήφιοι και εργοδότες συμφωνούν ότι οι δεξιότητες που χρειάζεται κάποιος ώστε να ανταποκριθεί με αποτελεσματικότητα στην εργασία του είναι:
- ικανότητα διαχείρισης χρόνου
- ευελιξία & προσαρμοστικότητα
- οργανωτικές ικανότητες
- εργασιακό ήθος
- επικοινωνιακές δεξιότητες
- βασικές ψηφιακές δεξιότητες
Στην παγκόσμια έρευνα του Ομίλου Adecco «Μετασχηματισμός εργατικού δυναμικού» (Workforce Transformation survey), αντίστοιχες δεξιότητες αναδεικνύονται ως πολύ σημαντικές, αλλά οι απόψεις των δύο πλευρών διαφέρουν ως προς τα πλεονεκτήματα των soft-skills, όπως η ανθεκτικότητα και η ενσυναίσθηση, τις οποίες οι εργαζόμενοι δεν τοποθετούν το ίδιο υψηλά ως προς τη σημασία τους, όπως τα ηγετικά στελέχη. Και στην ελληνική έρευνα επαληθεύτηκε το εύρημα αυτό.
Από την άλλη, 48% των εργοδοτών θεωρούν ότι οι δεξιότητες του υφιστάμενου προσωπικού τους καλύπτουν μόνο εν μέρει τις ανάγκες του οργανισμού τους, με το 45% να δηλώνει απόλυτα ικανοποιημένο από τις δεξιότητες των εργαζομένων τους.
Σε αυτό το σημείο, διαφοροποίηση παρατηρείται μεταξύ πολυεθνικών και ελληνικών εταιρειών μιας και από τις πολυεθνικές, το 65% φαίνεται να είναι απόλυτα ικανοποιημένο με τις υφιστάμενες δεξιότητες του προσωπικού, ενώ στις ελληνικές εταιρείες το ποσοστό πέφτει στο 36%.
Το παραπάνω εύρημα μπορεί να αιτιολογηθεί από το γεγονός ότι η σωστή μεθοδολογία επιλογής υποψηφίων και η χρήση κατάλληλων εργαλείων αξιολόγησης των πολυεθνικών εταιρειών, τις βοηθούν να επιτυγχάνουν καλύτερο συνδυασμό θέσεων και υποψηφίων με τις κατάλληλες δεξιότητες. Επίσης, είθισται οι πολυεθνικές να έχουν θεσπισμένες πολιτικές για πλάνα ανάπτυξης και εκπαίδευσης των εργαζομένων τους, ώστε να παραμένουν επίκαιρες οι γνώσεις τους και να αναπτύσσουν διαρκώς νέες απαραίτητες για τον οργανισμό δεξιότητες.