Φίλια και αντιπολιτευτικά πυρά δέχεται το νέο ασφαλιστικό


Η πλέον συχνή και εκ των έσω κριτική αφορά το γεγονός ότι διατηρείται η δομή του συστήματος χωρίς την εισαγωγή κεφαλαιοποιητικών στοιχείων, κυρίως όσον αφορά την επικούρηση.

Εν μέσω… φίλιων και αντιπολιτευτικών πυρών βρίσκεται το ασφαλιστικό σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας. Το φιλελεύθερο μπλοκ το χαρακτηρίζει άτολμο, γιατί δεν εισάγει κεφαλαιοποιητικά στοιχεία στο σύστημα, και εν μέρει έωλο, καθώς στηρίζεται σε λύσεις του παρελθόντος. Οι ομάδες των… κοινωνιστών χαρακτηρίζουν τη μεταρρύθμιση άδικη, εις βάρος των μισθωτών και των χαμηλοσυνταξιούχων. Και οι δύο ομάδες δε εκφράζουν ενστάσεις ως προς τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος σε συνδυασμό με την επάρκεια των παροχών.

Ο αρμόδιος υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης, που έχει σηκώσει προσωπικά το βάρος της προωθούμενης μεταρρύθμισης, δηλώνει πως με το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του συστήματος έως το 2070 κι εκτιμά ότι πρόκειται για μια από τις τελευταίες μεταρρυθμίσεις. Και αυτό, γιατί διατηρούνται όλες οι καλές πρακτικές του παρελθόντος και αλλάζουν οι διατάξεις που κρίθηκαν αντισυνταγματικές από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ).

Σκληρή κριτική

Ισως από τις πλέον σκληρές κριτικές προς το ασφαλιστικό Βρούτση είναι ότι έρχεται ως… εφαρμοστικός νόμος της μεταρρύθμισης Κατρούγκαλου. Η κριτική ασκείται και από τις δύο πλευρές. Η πλέον συχνή και εκ των έσω κριτική αφορά το γεγονός ότι διατηρείται η δομή του συστήματος χωρίς την εισαγωγή κεφαλαιοποιητικών στοιχείων, κυρίως όσον αφορά την επικούρηση. Το πόρισμα της επιτροπής Μηταράκη, μαζί με τις αδυναμίες και τις ελλείψεις του (χωρίς αναλογιστική μελέτη και δοκιμασμένη λύση στο μείζον θέμα της μετάβασης από το παλαιό στο νέο σύστημα), κρύφτηκε στο συρτάρι, πριν από την αποχώρηση του νυν υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής.

Προσφάτως, δημοσιεύθηκε έκθεση της διεθνούς εταιρείας επενδυτικών αναλύσεων Capital Economics που ασκεί κριτική στα προωθούμενα μέτρα, εκτιμώντας πως βρίσκονται στη λάθος κατεύθυνση, κυρίως γιατί αυξάνουν τη συνταξιοδοτική δαπάνη και ανατρέπουν μνημονιακές επιλογές. Η δημοσίευση της αναλογιστικής μελέτης ενδέχεται να ρίξει φως στο αν και κατά πόσον η δαπάνη αυξάνεται. Κατά πληροφορίες της «Κ», το κόστος της μεταρρύθμισης τα πρώτα χρόνια είναι ουδέτερο δημοσιονομικά, καθώς τα χρήματα που δόθηκαν το 2019 για τη λεγόμενη «13η σύνταξη» θα χρηματοδοτήσουν τις νέες αυξήσεις σε κύριες και επικουρικές συντάξεις.

Μάλιστα, σύμφωνα με αναλογιστικές προβολές των προωθούμενων αλλαγών, το 2070 η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ θα είναι 12%, ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο από το ανώτερο όριο του 16,2% του ΑΕΠ, το οποίο έχουν θέσει με τα μνημόνια οι  δανειστές για την Ελλάδα, και κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο 11,4%.

Στο επίπεδο της επάρκειας των παροχών, έρχεται η κριτική… εξ αριστερών, καθώς εκτιμάται ότι οι πολύ χαμηλές συντάξεις που δίνει ο νόμος Κατρούγκαλου θα εξακολουθήσουν να δίνονται στους ασφαλισμένους με χαμηλό εισόδημα και λιγότερα έτη ασφάλισης.

Την κριτική, τέλος, και των δύο πλευρών δέχεται το νέο σύστημα εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Αν και η προφανής απάντηση είναι πως το υπουργείο Εργασίας έρχεται να διορθώσει ένα λάθος, με βάση τις υποδείξεις του ΣτΕ, δεν είναι λίγοι οι ειδικοί που εκτιμούν ότι και η νέα πρόβλεψη, με την ελεύθερη επιλογή ασφαλιστικών κατηγοριών, είναι αντισυνταγματική. Στην πράξη, η προαιρετική επιλογή της ασφαλιστικής εισφοράς οδηγεί σε αυξήσεις εισφορών για τα χαμηλά εισοδήματα (ή έστω για όσους δηλώνουν χαμηλά εισοδήματα) και σημαντική μείωση της συμμετοχής των υψηλών εισοδημάτων. Καταργεί παράλληλα την ομοιογένεια και την ισότητα στο σύστημα, τόσο στους μη μισθωτούς, καθώς ασφαλισμένος με χαμηλό εισόδημα από την άσκηση του ελεύθερου επαγγέλματος και ασφαλισμένος με σημαντικά υψηλό εισόδημα θα καταβάλλουν το ίδιο ποσό εισφορών, όσο και μεταξύ μισθωτών και μη μισθωτών, καθώς οι πρώτοι αναγκάζονται να καταβάλλουν υψηλότερες εισφορές, χωρίς δικαίωμα επιλογής. Η εισαγωγή εξατομικευμένων κριτηρίων μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων «φλερτάρει» με την υπονόμευση της αρχής της ισότητας στην κοινωνική ασφάλιση, επισημαίνουν οι επικριτές. Και συμπληρώνουν πως οι ανισότητες αυτές αναμένεται να λειτουργήσουν εις βάρος των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα. Δεν είναι λίγοι μάλιστα όσοι υποστηρίζουν ότι, σε συνδυασμό με τη μείωση των συντελεστών στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος για τους ελεύθερους επαγγελματίες, για τις ατομικές και τις προσωπικές επιχειρήσεις, η διαφορετική αντιμετώπιση στο θέμα των εισφορών ενδέχεται να λειτουργήσει εις βάρος της μισθωτής εργασίας και της υποκατάστασής της από την εργασία με δελτία παροχής υπηρεσιών. 

kathimerini.gr