«Φορτώνουν» κρατικό χρέος οι ευρωπαϊκές τράπεζες – Πιο φειδωλές οι ελληνικές τράπεζες
Από τις αρχές του 2020 οι τράπεζες της ευρωζώνης έχουν προχωρήσει σε αγορές κρατικού χρέους με το μεγαλύτερο ρυθμό των τελευταίων οκτώ ετών. Αυτή η πρακτική αφορά σε περιορισμένο βαθμό τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες αγόρασαν ελληνικό χρέος με ρυθμό σαφώς μικρότερο από ότι οι αντίστοιχες ευρωπαϊκές.
Σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο 11μηνο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2020 οι επενδύσεις των τραπεζών της ζώνης του ευρώ σε χρεωστικούς τίτλους κρατών της ευρωζώνης αυξήθηκαν κατά περίπου 19% σε ονομαστικό ποσό, καταγράφοντάς τη μεγαλύτερη αύξηση από το 2012.
Από τις αρχές του 2020 το Ελληνικό Δημόσιο έχει προχωρήσει σε πέντε εκδόσεις ύψους 12 δισ. ευρώ, εκ των οποίων οι δύο εκδόσεις αφορούσαν επανεκδόσεις. Από τα 12 δισ. ευρώ του νέου χρέους σε Έλληνες επενδυτές κατέληξε μόλις το 1,6 δισ. ευρώ, ήτοι το 13,7% του συνολικού νέου χρέους. Εξ αυτού του 1,6 δισ. ευρώ μόλις τα 800 εκατ. ευρώ αφορούν σε ομόλογα που αγοράστηκαν από τράπεζες. Δηλαδή, οι επενδύσεις των τραπεζών σε ελληνικά ομόλογα ανήλθαν στο 7% του χρέους που έχει εκδοθεί από την αρχή του έτους.
Κατά την ΕΚΤ, η μελλοντική πορεία των ανοιγμάτων των τραπεζών της ευρωζώνης σε εγχώριους χρεωστικούς τίτλους θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες. Αυτοί οι παράγοντες περιλαμβάνουν τον ρυθμό αύξησης του εγχώριου δημόσιου χρέους τους επόμενους μήνες, τις αγορές ομολόγων από το Ευρωσύστημα (στο πλαίσιο των προγραμμάτων PSPP και PEPP), θέματα κανονιστικής συμμόρφωσης σχετικά με τις απαιτήσεις κεφαλαίου και ρευστότητας, καθώς και τις απαιτήσεις ασφάλειας για τη συμμετοχή στις πράξεις αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος.
Πρέπει να σημειωθεί πως μέχρι στιγμή η ευπάθεια των τραπεζών της ευρωζώνης που προκαλείται από τα υψηλότερα ποσοστά κρατικών χρεωστικών τίτλων είναι σαφώς περιορισμένη, επειδή οι αλλαγές αποτίμησης των χρεογράφων αυτών ήταν μέτριες. Σε αυτό έχουν συμβάλει τα μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ που ανέστρεψαν τις αρχικές απώλειες που είχαν προκληθεί στα χαρτοφυλάκια κρατικών χρεωστικών τίτλων στο πρώτο τρίμηνο 2020.