«Φρένο» στη μεταφορά δεδομένων ΕΕ – ΗΠΑ από το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Νίκη θεωρείται για τους υπέρμαχους των προσωπικών ελευθεριών η ακύρωση από την ευρωπαϊκή δικαιοσύνη ενός κρίσιμου μηχανισμού που επέτρεπε τη μεταφορά προσωπικών δεδομένων ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, που θεωρείται ότι δεν παρέχει αρκετή προστασία απέναντι σε αμερικανικά προγράμματα επιτήρησης.

Η πολυαναμενόμενη αυτή απόφαση θα εξασθενήσει τις επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ε.Ε. οι οποίες μεταφέρουν δεδομένα πέραν του Ατλαντικού και οι οποίες βυθίζονται τώρα σε νομική ασάφεια.

Χαιρετίστηκε από τον Αυστριακό νομομαθή, Μαξ Σρεμς, φυσιογνωμία στη μάχη για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, από τον οποίο προέκυψε η υπόθεση με μια αγωγή εναντίον του Facebook.

«Φαίνεται πως το Δικαστήριο μας ακολούθησε σε όλες τις απόψεις», δήλωσε ο Σρεμς, ο οποίος έγινε γνωστός όταν πέτυχε το 2015 την ακύρωση μιας παρόμοιας συμφωνίας ανάμεσα στην Ε.Ε. και στις Ηνωμένες Πολιτείες.

«Είναι σαφές πως οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να τροποποιήσουν σημαντικά τους νόμους για την επιτήρηση, αν οι αμερικανικές εταιρίες θέλουν να συνεχίσουν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ευρωπαϊκή αγορά», προσέθεσε, όπως μεταφέρει το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Το δικαστήριο αυτό (CJUE) εκτιμά στην απόφασή του πως η συμφωνία Ε.Ε. – ΗΠΑ, η αποκαλούμενη «Ασπίδα Ιδιωτικότητας» («Privacy Shield»), καθιστά «δυνατές τις επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα των ανθρώπων τα δεδομένα των οποίων μεταφέρονται», επειδή οι δημόσιες αμερικανικές Αρχές μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά, χωρίς η δυνατότητα αυτή να περιορίζεται στα «αυστηρώς απαραίτητα».

Υπογραμμίζει επίσης πως η ρύθμιση αυτή δεν παρέχει «διασφαλίσεις για τους μη Αμερικανούς τους οποίους μπορεί να αφορά», ούτε τους προτείνει «δικαιώματα που να αντιτίθενται στις αμερικανικές αρχές ενώπιον των δικαστηρίων».

Απογοήτευση στην αμερικανική πλευρά

Οι Ηνωμένες Πολιτείες εξέφρασαν «βαθιά απογοήτευση» για την απόφαση της ευρωπαϊκής δικαιοσύνης, σε ανακοίνωση που εξέδωσε το υπουργείο Εμπορίου.

«Η Ουάσινγκτον θα συνεχίσει να εργάζεται από κοινού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και μελετά την απόφαση της δικαιοσύνης στις λεπτομέρειές της προκειμένου να κατανοήσει όλες τις συγκεκριμένες συνέπειες», δήλωσε ο Γουίλμπουρ Ρος, ο Αμερικανός υπουργός Εμπορίου.

«Ελπίζουμε πως θα μπορέσουμε να περιορίσουμε τις αρνητικές συνέπειες για την οικονομική διατλαντική σχέση που ανέρχεται σε 7.100 τρισ. δολάρια και η οποία είναι ζωτικής σημασίας για τους πολίτες, τις επιχειρήσεις και την κυβέρνησή μας», πρόσθεσε ο Ρος.

«Η απόφαση αυτή δημιουργεί νομική αβεβαιότητα για χιλιάδες μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού», δήλωσε ο Αλεξάντρ Ρουρ από το CCIA, το λόμπι των τεχνολογικών κολοσσών στις Βρυξέλλες.

Ο Ευρωπαίος Επίτροπος Δικαιοσύνης, Ντιντιέ Ρέιντερς, είχε δηλώσει πριν από την απόφαση ότι η Επιτροπή έχει ήδη ετοιμάσει διάφορα «σενάρια».

«Ανάλογα με το περιεχόμενο της απόφασης θα δούμε ποια είναι τα εργαλεία -τα οποία έχουν ήδη ετοιμασθεί- που θα χρησιμοποιήσουμε προκειμένου να ενισχύσουμε τα θεμελιώδη δικαιώματα και ταυτόχρονα να επιβεβαιώσουμε πως η προστασία που δίνει η Ε.Ε. συμπλέει με τα δεδομένα», εξήγησε στο Γαλλικό Πρακτορείο.

«Η φιλοδοξία είναι να αντιδράσουμε από κοινού (…) από ευρωπαϊκής και από αμερικανικής πλευράς», είχε πει.

Οι 5.000 αμερικανικές επιχειρήσεις -εκ των οποίων το 70% είναι μικρομεσαίες- που χρησιμοποιούν την «Ασπίδα Ιδιωτικότητας» μπορούν πολύ γρήγορα να περάσουν σε έναν άλλο μηχανισμό που επιτρέπει τη μεταφορά δεδομένων της ΕΕ προς τον υπόλοιπο κόσμο: τις «ρήτρες τύπου σύμβασης».

Πρόκειται για ένα μοντέλο σύμβασης που έχει οριστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει κάθε επιχείρηση για να εξαγάγει τα δεδομένα της, για παράδειγμα προς μια θυγατρική, τη μητρική της εταιρία ή ένα τρίτο μέρος.

Ακόμη ένα «μήνυμα» από τις Βρυξέλλες

Το δικαστήριο επικύρωσε σήμερα αυτόν τον μηχανισμό, αλλά υπενθύμισε πως οι Αρχές που έχουν επιφορτιστεί με την προστασία δεδομένων στις χώρες της Ε.Ε. πρέπει να αναστείλουν ή να απαγορεύσουν τις μεταφορές δεδομένων, αν οι νόμοι της χώρας προορισμού δεν είναι αρκετά προστατευτικοί.

Τα εν λόγω προσωπικά δεδομένα (διαδικτυακή συμπεριφορά, γεωεντοπισμός…) αποτελούν το «χρυσωρυχείο» της ψηφιακής οικονομίας, ιδιαίτερα για κολοσσούς όπως η Google, το Facebook ή η Amazon.

Όμως, μια εταιρία που μεταφέρει δεδομένα από μια χώρα σε μια άλλη μεταξύ των θυγατρικών της, για παράδειγμα προκειμένου να διαχειριστεί την καταβολή των μισθών των υπαλλήλων της, επηρεάζεται επίσης.

Η ακύρωση της «Ασπίδας Ιδιωτικότητας» συνιστά μια νέα αποδοκιμασία για τις Βρυξέλλες μετά την ακύρωση χθες, Τετάρτη 15 Ιουλίου, της απόφασης που ζητούσε από την Apple να καταβάλει ως αποζημιώσεις 13 δισ. ευρώ, τα οποία θεωρούνταν μέχρι τότε παράνομα αποκτηθέντα φορολογικά πλεονεκτήματα.

Η υπόθεση ξεκίνησε από μια αγωγή του Μαξ Σρεμς σε βάρος της ιρλανδικής Ρυθμιστικής Αρχής, με την οποία ζητούσε τη διακοπή της ροής δεδομένων ανάμεσα στην ευρωπαϊκή έδρα του Facebook, στην Ιρλανδία, και τη μητρική εταιρία της στην Καλιφόρνια.

Η αιτία που επικαλέστηκε: από τη στιγμή που βρίσκονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα δεδομένα αυτά προστατεύονται λιγότερο, επειδή μπορούν να ζητηθούν από υπηρεσίες πληροφοριών όπως η NSA ή το FBI, χωρίς αίτηση ακύρωσης ούτε έλεγχο, όπως έδειξαν οι αποκαλύψεις του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, Έντουαρντ Σνόουντεν.

Πηγή