Φτωχός και ρυπογόνος λιγνίτης

Η προσχώρηση της Ελλάδας στην Ε.Ε. και η υποχρέωσή της για διαρκή εναρμόνιση του περιβαλλοντικού και ενεργειακού δικαίου, δημιουργεί σειρά νομικών δεσμεύσεων, οι οποίες την αναγκάζουν να συμμορφώνεται με το ενωσιακό δίκαιο. Το 2005 ως προϋπόθεση των υποχρεώσεων που θέτει το πρωτόκολλο του Κιότο, θεσμοθετείται η λειτουργία του

«Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών» μέσω του οποίου καθορίζονται αρχικά οι οριακές τιμές εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και στη συνέχεια και των υπολοίπων αερίων του θερμοκηπίου. Το 2016 κυρώνεται από την Ε.Ε. η σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή, η οποία αξιολογεί ως προτεραιότητα ένα σχέδιο δράσης για τη συγκράτηση αύξησης της θερμοκρασίας της γης. Ιδιαίτερη αξία στο πλαίσιο της διαρκούς προσαρμογής έχει η δήλωση του πρωθυπουργού από το βήμα του ΟΗΕ, τον Σεπτέμβριο του 2019, ότι το 2028 η χώρα θα έχει πλήρως απεξαρτηθεί από τον λιγνίτη. Το πλέγμα των παραπάνω νομικών δεσμεύσεων καθιστά την ενεργειακή μετάβαση πολιτικά εφικτή.

Ο ελληνικός λιγνίτης ως ορυκτό καύσιμο θεωρείται φτωχός και ρυπογόνος, εξορύσσεται από τη δεκαετία του ’50 έως σήμερα, κυρίως σε Κοζάνη, Πτολεμαΐδα, Φλώρινα και Μεγαλόπολη. Εχει χαμηλή θερμογόνο δύναμη, υψηλό ποσοστό τέφρας και λόγω του χαμηλού βαθμού απόδοσης των λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, καταγράφονται υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Συγκριτικά δε έναντι των άλλων ορυκτών καυσίμων (πετρελαίου και φυσικού αερίου) οι λιγνιτικές εκπομπές είναι ασύγκριτα υψηλότερες. Για την παραγωγή μιας λιγνιτικής MWh εκλύονται περίπου 1,52 tn διοξειδίου του άνθρακα, του οποίου σήμερα ο τόνος κοστίζει 25 ευρώ και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Carbon Tracker, αναμένεται να αυξηθεί δραματικά στο μέλλον. Αντιλαμβανόμαστε ότι η εξέλιξη του λιγνίτη ως καυσίμου, συνυπολογίζοντας και το κόστος εξόρυξης, είναι δυσοίωνη.

Επομένως, η διαδικασία «απολιγνιτοποίησης», η οποία ξεκίνησε πολύ νωρίτερα της σημερινής και η συνεπαγόμενη διαδικασία μετάβασης σε μια οικονομία χαμηλών ή μηδενικών εκπομπών, εγείρει ζητήματα κοινωνικής και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, καθιστώντας το αίτημα για «δίκαιη μετάβαση» περιεκτικό του νοήματός του. Ο περιβαλλοντικός και κοινωνικός πυλώνας των περιοχών που εισέρχονται στη διαδικασία απολιγνιτοποίησης, θέτει επί τάπητος το θέμα της περιβαλλοντικής αποκατάστασης, της επανεκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού και της διατήρησης των θέσεων εργασίας, όχι μόνον για τις ημικρατικές επιχειρήσεις αλλά και για τις μικρομεσαίες – ιδιωτικές, που εμπλέκονται στην αλυσίδα αξίας της λιγνιτικής βιομηχανίας. Το ανθρακοφόρο παρελθόν και η εμπειρία της ευρωπαϊκής ηπείρου δείχνουν τον δρόμο για το πλαίσιο διαχείρισης της μετάβασης. Χρειαζόμαστε: α) μια «ακηδεμόνευτη τοπική κοινωνία», β) μια συντονισμένη δράση για την «καταπολέμηση της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής» ως όρου για την παγκόσμια επιβίωση και γ) έναν «υπεύθυνο ρεφορμισμό» που θα αναδεικνύει τα θετικά και τα αρνητικά της απολιγνιτοποίησης και θα δρα συμφιλιωτικά και δημιουργικά σε ενδεχόμενες συγκρούσεις μεταξύ των διαλεγομένων, ήτοι: της κοινωνίας, των επιχειρήσεων και του κράτους.

Η πολιτεία κατέθεσε προ ημερών ένα πλαίσιο μετάβασης για τη μεταλιγνιτική εποχή, για το οποίο οφείλουν αυτοδιοικητικοί, συνδικαλιστικοί και κοινωνικοί φορείς να μην εξαντλούνται σε έναν αγώνα οπισθοφυλακών, αλλά να συμμετέχουν δημιουργικά σε μια συνθετική προσέγγιση που οδηγεί τον δημόσιο διάλογο σε συμπεράσματα.

Παρά το γεγονός ότι η διαδικασία ενεργειακής μετάβασης ενδέχεται να είναι αργή, αφού η αλυσίδα καινοτομίας για να παραχθεί νέα τεχνολογία ίσως διαρκέσει αρκετά χρόνια, το νέο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας (που εντάσσεται γεωγραφικά και λειτουργικά στην Περιφέρεια) είναι μια δυναμική συνιστώσα του διεθνοποιημένου ερευνητικού περιβάλλοντος, που έχει τη δυνατότητα να δώσει καινοτόμες λύσεις σε πραγματικά προβλήματα, με όραμα ένα ελπιδοφόρο μέλλον για τη Δυτική Μακεδονία, τη χώρα και την Ευρώπη.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Ι. Βατάλης είναι αναπληρωτής καθηγητής Τμ. Μηχανικών Ορυκτών Πόρων, Πολυτεχνική Σχολή Πανεπιστημίου Δυτ. Μακεδονίας.

kathimerini.gr