Fuels Europe: Πώς μπορεί η Ελλάδα να γίνει κόμβος υδρογόνου και κέντρο παραγωγής συνθετικών καυσίμων
Μέχρι το 2050 αναμένεται να γίνουν επενδύσεις συνολικού ύψους 650 δισ. ευρώ προκειμένου να παράγουν προηγμένα βιοκαύσιμα, αλλά και νέες μονάδες παραγωγής συνθετικών καυσίμων από πράσινο υδρογόνο, νερό και ανανεώσιμο ηλεκτρισμό, όπως επισημαίνει σε συνέντευξή της στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η χημικός μηχανικός και γενική διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Βιομηχανιών Παραγωγής Καυσίμων (Fuels Europe & Concawe), Λιάνα Γούτα.
Προσθέτει ότι τα ευρωπαϊκά διυλιστήρια καλούνται σήμερα να ακροβατήσουν σε μια δύσκολη ισορροπία, να παραμείνουν ανταγωνιστικά και κερδοφόρα, συνεχίζοντας την ομαλή και ασφαλή τροφοδοσία καυσίμων στη μεταβατική περίοδο και ταυτόχρονα προχωρώντας σε τεράστιες επενδύσεις για την παραγωγή συγκεκριμένης γκάμας ανανεώσιμων καυσίμων, όπως τα αεροπορικά ή ναυτιλιακά. «Αυτό ενδέχεται να δημιουργήσει σοβαρούς κινδύνους επιβίωσης των ευρωπαϊκών διυλιστηρίων με συνέπειες στην ενεργειακή ασφάλεια του Ευρωπαίου πολίτη και αύξηση της εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα, που δεν έχουν υπολογισθεί» εκτιμά η Λιάνα Γούτα, μέχρι πρότινος διευθύντρια Ενεργειακής Πολιτικής και Διεθνών Σχέσεων της HELLENiQ ENERGY.
Η κ. Γούτα σημειώνει επίσης ότι θα πρέπει να αποτυπωθεί και στις επιλογές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο ρεαλισμός που έφεραν στο προσκήνιο κρίσεις όπως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Το πιθανό ενεργειακό προφίλ της Ελλάδας το 2050
Απαντώντας σε ερώτημα για το πώς φαντάζεται το ενεργειακό προφίλ της Ευρώπης και της Ελλάδας το 2050 επισημαίνει: «Η Ευρώπη του 2050 θα χρειαστεί όχι μία ή δύο, αλλά μεγάλη γκάμα πράσινων τεχνολογιών. Παράλληλα με τον πράσινο εξηλεκτρισμό, την ηλεκτροκίνηση, το υδρογόνο, την αποθήκευση άνθρακα, τα ανανεώσιμα καύσιμα θα έχουν κρίσιμο ρόλο, προσφέροντας σημαντικά πλεονεκτήματα:
παραγωγή από εγχώριες βιώσιμες πρώτες ύλες, τροφοδοσία σε κάθε γωνιά της Ευρώπης με το υπάρχον ευρύ δίκτυο υποδομών, συμβολή στην ενεργειακή ασφάλεια, την κυκλική οικονομία, την αποκεντρωμένη παραγωγή και διανομή ενέργειας. Η κεντρική και βόρεια Ευρώπη θα έχουν πλεονεκτήματα στην παραγωγή από βιομάζα, ενώ oι χώρες της νότιας Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, στην παραγωγή συνθετικών καυσίμων, με την ανάπτυξη της άφθονης και φθηνής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας και του πράσινου υδρογόνου να παίζουν σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση. Η Ελλάδα, πρέπει να εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία, και με το πλούσιο ανανεώσιμο δυναμικό και τη γεωστρατηγική της θέση να γίνει κόμβος, όχι μόνο αιολικής και ηλιακής ενέργειας, αλλά και υδρογόνου και κέντρο παραγωγής συνθετικών καυσίμων (efuels), τα οποία μπορούν να παράγονται στη χώρα και να μεταφέρουν την πράσινη ενέργεια σε όλη την Ευρώπη».
Σε τι ποσοστό του συνόλου ανέρχονται τα ευρωπαϊκά διυλιστήρια, που έχουν ήδη μετατρέψει την παραγωγή τους ώστε να παράγουν και εναλλακτικά καύσιμα; Και ποια είναι η προοπτική ως προς τα συνθετικά καύσιμα (eFuels);
«Σήμερα, τέσσερα ευρωπαϊκά διυλιστήρια που έχουν μετατραπεί σε βιοδιυλιστήρια, καθώς και μία νέα μονάδα, παράγουν αποκλειστικά εναλλακτικά καύσιμα, ενώ ακόμα δύο διυλιστήρια είναι υπό μετατροπή. Πέραν αυτών, σχεδόν όλα τα μέλη μας δρομολογούν επενδύσεις για παραγωγή ανανεώσιμων καυσίμων, είτε μετατρέποντας υπάρχουσες εγκαταστάσεις είτε με νέες μονάδες. Έως το 2030, οι σχετικά πιο ώριμες τεχνολογίες παραγωγής προηγμένων βιοκαυσίμων, θα πάρουν σταδιακά τη σκυτάλη από τα συμβατικά βιοκαύσιμα, για να καλύψουν τις ανάγκες για εναλλακτικά αεροπορικά, ναυτιλιακά και εν μέρει οδικά καύσιμα. Σε επόμενη φάση αναμένεται η βιομηχανικής κλίμακας παραγωγή efuels από πράσινο υδρογόνο, νερό και άνθρακα. Τα efuels θα είναι μια ακόμα επιλογή κλιματικά ουδέτερων καυσίμων του μέλλοντος, όταν θα έχουμε πρόσβαση σε άφθονο και φθηνό πράσινο ηλεκτρισμό και υδρογόνο» υπογραμμίζει και επισημαίνει ότι τα διυλιστήρια είναι ήδη από τους κύριους επενδυτές υδρογόνου, ενώ δρομολογούν και μεγάλο έργα αποθήκευσης άνθρακα.
Ακροβάτες σε δύσκολη ισορροπία
Υπάρχουν διασφαλίσεις, σε επίπεδο ευρωπαϊκής πολιτικής και μηχανισμών, ως προς το ότι οι επενδύσεις που σήμερα καλούνται να κάνουν τα διυλιστήρια για την πράσινη μετάβαση σχετίζονται με μακροχρόνια ζήτηση από πλευράς των καταναλωτών; Και αν όχι, τι σημαίνει αυτό για τη μελλοντική κερδοφορία των διυλιστηρίων στην Ευρώπη; «Θέσατε ένα εξαιρετικά εύστοχο ερώτημα. Τα ευρωπαϊκά διυλιστήρια ανταποκρίνονται αποτελεσματικά και αξιόπιστα στις ανάγκες της κοινωνίας και τη ζήτηση της οικονομίας εδώ και 150 χρόνια. Η νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία αφενός είναι πιθανό να επιφέρει μια δραματική μείωση της ζήτησης της τάξης του 80% ως το 2050, αφετέρου απαιτεί την παραγωγή ανανεώσιμων καυσίμων για τομείς όπως η αεροπορία και η ναυτιλία. Τα διυλιστήρια πρέπει να ακροβατήσουν σε μια δύσκολη ισορροπία, να παραμείνουν ανταγωνιστικά και κερδοφόρα, συνεχίζοντας την ομαλή και ασφαλή τροφοδοσία καυσίμων στη μεταβατική περίοδο και παράλληλα να προχωρήσουν σε τεράστιες επενδύσεις, για την παραγωγή μιας περιορισμένης γκάμας ανανεώσιμων καυσίμων. Αυτό ενδέχεται να δημιουργήσει σοβαρούς κινδύνους επιβίωσης των ευρωπαϊκών διυλιστηρίων με συνέπειες στην ενεργειακή ασφάλεια του Ευρωπαίου πολίτη και αύξηση της εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα, που δεν έχουν υπολογισθεί. Αυτές τις συνέπειες εξετάζει μελέτη που ετοιμάζουμε αυτή την περίοδο και πιστεύουμε ότι θα δώσει πολλή «τροφή για σκέψη» και συζήτηση με τους θεσμούς, τα κράτη- μέλη και την ίδια την κοινωνία» απαντά η κα Γούτα.
Από τη μια πλευρά, το «Green Deal» (Πράσινη Συμφωνία) και το πακέτο «FitFor55» (το πλάνο της ΕΕ για την πράσινη μετάβαση) επιτάσσουν σταδιακή απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα. Από την άλλη, η κρίση στην Ουκρανία -και όχι μόνο- ανέδειξε την ανάγκη πολυεπίπεδης διασφάλισης της ενεργειακής ασφάλειας στην ΕΕ, κρατώντας τα ορυκτά καύσιμα στο παιχνίδι. Πού βρίσκεται η ισορροπία σε όλο αυτό;
«Πράγματι, από το 2019, οι στόχοι του Green Deal και του πακέτου FitFor55 για μηδενισμό των εκπομπών άνθρακα το 2050 και απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα μονοπώλησαν το ενδιαφέρον της ΕΕ, έως ότου προέκυψαν οι κρίσεις της πανδημίας, της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, και όχι μόνο. Η ενεργειακή ασφάλεια, το κόστος ενέργειας για τον πολίτη και τις επιχειρήσεις, η ανάγκη μιας ισχυρής βιομηχανικής βάσης, είχαν παραγκωνισθεί από την πολιτική ατζέντα ή, αν θέλετε, θεωρούνταν δεδομένα. Οι κρίσεις ανέδειξαν την ανάγκη ανασύνταξης, όχι για να μειωθεί η κλιματική φιλοδοξία, ούτε για να διατηρηθούν τα ορυκτά καύσιμα στο παιχνίδι, αλλά για να εξασφαλισθεί η ομαλή μετάβαση χωρίς παράπλευρους σοβαρούς κινδύνους. Ο ρεαλισμός αυτός που ήρθε στο προσκήνιο, υπό δύσκολες συνθήκες είναι η αλήθεια, πρέπει να αποτυπωθεί και στις επιλογές της ΕΕ. Μαζί με τον στρατηγικό πυλώνα για κλιματική ουδετερότητα το 2050, στρατηγικής σημασίας προτεραιότητες πρέπει να αποτελέσουν η ασφάλεια ενέργειας και κρίσιμων πρώτων υλών, η πρόσβαση κάθε ευρωπαίου πολίτη σε βιώσιμη και οικονομικά προσιτή ενέργεια, καθώς και η ανάγκη για μια ισχυρή και ανταγωνιστική βιομηχανική βάση πράσινων τεχνολογιών στην Ευρώπη» επισημαίνει.
Γιατί να «πρασινίσουν» τα διυλιστήρια σε μια οικονομία που ηλεκτρικοποιείται και στρέφεται στο υδρογόνο;
Τι νόημα έχει τα διυλιστήρια να επενδύουν αδρά στο «πρασίνισμά» τους, όταν η οικονομία ολοένα περισσότερο «ηλεκτρικοποιείται» ή στρέφεται στο υδρογόνο; Κατά την κα Γούτα, εξηλεκτρισμός και υδρογόνο αποτελούν πολύ σημαντικές τεχνολογίες αλλά δεν αρκούν για τον μηδενισμό των εκπομπών άνθρακα στο σύνολο της οικονομίας. Τα υγρά ανανεώσιμα καύσιμα αποτελούν ένα κρίσιμο κομμάτι στο παζλ της κλιματικής ουδετερότητας, για την ανθρακοποίηση αεροπορικών, ναυτιλιακών και μέρους των οδικών μεταφορών, αλλά και σημαντικών βιομηχανικών κλάδων.
«Ο κλάδος μας, αμέσως μετά τη Συμφωνία των Παρισίων, διαμόρφωσε το Όραμα 2050 και έναν Οδικό Χάρτη για το “πράσινο” διυλιστήριο του μέλλοντος. Ωστόσο, η υλοποίησή του προϋποθέτει το κατάλληλο, υποστηρικτικό νομοθετικό και επενδυτικό πλαίσιο. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η Ευρώπη χρειάζεται μια ευρωπαϊκή στρατηγική για τα υγρά καύσιμα του μέλλοντος, στο πρότυπο των στρατηγικών υδρογόνου, ηλεκτροκίνησης κλπ, που θα διασφαλίσει την εγχώρια παραγωγή των ανανεώσιμων καυσίμων και προϊόντων που θα χρειαζόμαστε το 2050, προσελκύοντας μακροχρόνιες επενδύσεις» εξηγεί.
Πώς επελέγη για αυτή τη θέση μια επαγγελματίας που, συν τοις άλλοις, προέρχεται για πρώτη φορά από μια εταιρεία που δεν θεωρείται πετρελαϊκός κολοσσός με βάση τα διεθνή δεδομένα του κλάδου;
«Η πρόταση ήταν μεγάλη τιμή για μένα, αλλά και η πρόκληση είναι μεγάλη, με δεδομένες τις κοσμογονικές αλλαγές στην ενέργεια και ειδικά στον κλάδο μας. Μετά από μια πολύ απαιτητική διαδικασία επιλογής, μεταξύ πολύ ικανών συνυποψηφίων από διεθνείς εταιρείες κολοσσούς του κλάδου, η ομόφωνη επιλογή μου από το Διοικητικό Συμβούλιο και τη Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου επισφράγισε τη νέα διαδρομή που ξεκινά για μένα στις Βρυξέλλες από την 1η Ιανουαρίου και για τα επόμενα τρία χρόνια, την οποία αναμένω με μεγάλο αίσθημα ευθύνης, αλλά και ενθουσιασμό. Με δεδομένες τις προκλήσεις του κλάδου και τον μετασχηματισμό που έχει ξεκινήσει, κύρια προτεραιότητά μου θα είναι να αναδείξουμε τον ρόλο-κλειδί που μπορεί και πρέπει να παίξει ο κλάδος στην επίτευξη των κλιματικών στόχων της ΕΕ. Η πρότασή μας δίνει απαντήσεις και λύσεις τόσο στη μείωση εκπομπών άνθρακα, όσο και σε θέματα ενεργειακής ασφάλειας και αυτονομίας, κυκλικής οικονομίας, πρόσβασης σε οικονομικά προσιτή ενέργεια για όλους τους Ευρωπαίους, ενώ στηρίζει και το στόχο της ΕΕ για μια ισχυρή, εγχώρια, ανταγωνιστική βιομηχανία. Οι ευρωπαϊκές εκλογές στα μέσα του 2024, θα δημιουργήσουν ένα νέο πολιτικό περιβάλλον, στο οποίο ο κλάδος μας πρέπει να διεκδικήσει το ρόλο που του αξίζει ως μέρος της λύσης σε όσα οραματικά στοχεύει η ΕΕ για τις επόμενες δεκαετίες» καταλήγει.