Για 1 ευρώ εισφορών οι μισθωτοί λαμβάνουν μόλις 79 λεπτά σύνταξη
Οι μισθωτοί αδικούνται και από τους αντισυνταγματικούς, κατά το ΣτΕ, συντελεστές αναπλήρωσης, που οδηγούν σε μη ανταποδοτικό ποσό σύνταξης.
Οι μισθωτοί, και δη αυτοί με υψηλές αποδοχές κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου είναι οι μεγάλοι χαμένοι του Ασφαλιστικού. Μελέτη που παρουσιάζει σήμερα η «Κ» δείχνει πως για κάθε ένα ευρώ εισφορών που πληρώνουν, θα λάβουν στο μέλλον πίσω ως σύνταξη μόλις τα 79 λεπτά. Αν και το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε πως το ύψος των εισφορών που χρεώνονται σε 1,4 εκατ. αγρότες, ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους είναι αντισυνταγματικό, καθώς υπολογίζεται στο 20% –δεν έχει ενσωματωθεί στο σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου η τελευταία αλλαγή του 2019 με την οποία η εισφορά έπεσε από 20% στο 13,33%– του εισοδήματός τους, αναλογιστική μελέτη δείχνει πως η μεγαλύτερη αδικία, στο σκέλος αναλογικότητας εισφορών – παροχών συντελείται στους μισθωτούς. Οι οποίοι αδικούνται επίσης και από τους αντισυνταγματικούς, σύμφωνα με το ΣτΕ, συντελεστές αναπλήρωσης, που οδηγούν σε ένα μη ανταποδοτικό ποσό σύνταξης.
Η αποκατάσταση της «δίδυμης» αυτής αδικίας, όπως σημειώνουν μιλώντας στην «Κ» ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββας Ρομπόλης και ο υποψήφιος διδάκτωρ Βασίλης Μπέτσης είναι ένα σύνθετο και πολύπλοκο ζήτημα, ιδιαίτερα υπό τη δέσμευση της χώρας προς τους δανειστές για ένα ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τους αναλογιστικούς υπολογισμούς των δύο ειδικών, για τους μη μισθωτούς, μετά τη μείωση των εισφορών τους στο 13,33% και την κατάργηση του πλαφόν των 2.000 ευρώ στο ύψος των συντάξεων, υπάρχει πλήρης αναλογικότητα εισφορών – παροχών. Για παράδειγμα, ελεύθερος επαγγελματίας ασφαλισμένος για 40 έτη με μέσο ετήσιο εισόδημα 78.000 ευρώ, σύμφωνα με τον Ν. 4387/2016 θα λάβει σύνταξη ίση με 3.700 ευρώ μηνιαίως. Οι εισφορές που θα έχει καταβάλει καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού του βίου θα αναλογούν σε σύνταξη 3.500 ευρώ.
Αντίθετα, εάν στη θέση του ελεύθερου επαγγελματία μπει ένας μισθωτός με 40 έτη ασφάλισης και μέσον όρο αποδοχών 78.000 ευρώ ετησίως, τότε αυτός ο ασφαλισμένος θα έχει καταβάλει στον εργασιακό του βίο εισφορές που αναλογούν σε μηνιαία σύνταξη 4.700 ευρώ (μεικτά), ενώ θα λάβει μηνιαία σύνταξη ύψους 3.700 ευρώ μεικτά. Δηλαδή, ενώ ο ελεύθερος επαγγελματίας θα λάβει με τον Ν. 4387/2016 πλήρη αναλογικότητα εισφορών και συνταξιοδοτικών παροχών, ένας μισθωτός με το ίδιο εισόδημα θα λάβει ως σύνταξη το 79% των εισφορών που κατέβαλε και αυτό συμβαίνει γιατί ο μισθωτός καταβάλλει 20% εισφορά και όχι 13,33% που καταβάλλει ο ελεύθερος επαγγελματίας. Η λύση, όπως επισημαίνουν οι κ. Ρομπόλης και Μπέτσης, βρίσκεται στην αύξηση των συντελεστών αναπλήρωσης. Ομως, στην προοπτική αυτή, το πρόβλημα που υπάρχει είναι το βέτο που θέτουν οι δανειστές για ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Αναλυτικά, σύμφωνα με τον κ. Ρομπόλη, η μείωση των εισφορών έχει άμεσο βραχυπρόθεσμο οικονομικό αντίκτυπο στα έσοδα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Για παράδειγμα, μια μείωση των εισφορών κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες (12,5%) θα έχει ως αποτέλεσμα μείωση των εσόδων κατά 1,8 δισ. ευρώ το έτος. Αντίθετα, σύμφωνα με τον κ. Μπέτση, οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της αύξησης των συντελεστών αναπλήρωσης θα είναι μακροπρόθεσμες και θα αρχίσουν να φαίνονται στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης μετά το 2030.
Κατά συνέπεια, εξηγούν οι ειδικοί, το ζήτημα της «δίδυμης αποκατάστασης» της αναλογικότητας εισφορών-παροχών και της ισορροπίας των αποφάσεων του ΣτΕ με τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας κατά τα επόμενα σαράντα χρόνια δεν εμφανίζεται στους ελεύθερους επαγγελματίες. Εμφανίζεται στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα οι οποίοι καταβάλλουν εισφορές 14 φορές τον χρόνο. Και καταλήγουν πως απαιτείται τόσο η διαφοροποίηση του επιπέδου των εισφορών όσο και του επιπέδου των συντελεστών αναπλήρωσης μεταξύ των δύο επαγγελματικών κατηγοριών.