Για μια νέα, λειτουργική και ευέλικτη Bad Bank
Η αποφόρτιση των κόκκινων δανείων από τους ισολογισμούς των τραπεζών αποτελεί αδιαμφισβήτητα προϋπόθεση για τη βιωσιμότητά τους. Ομως, η όποια πρόταση δεν πρέπει να εστιάζεται μόνο από την πλευρά των τραπεζών. Για να είναι λειτουργική θα πρέπει να ικανοποιεί στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό και τις προσδοκίες των άλλων δύο εμπλεκομένων στην εξίσωση, δηλαδή των δυνητικών αγοραστών (funds και στρατηγικοί επενδυτές) και των δανειοληπτών. Μόνον εάν όλοι οι εμπλεκόμενοι ληφθούν υπόψη, ένα τέτοιο εγχείρημα μπορεί να επιτύχει. Επιπροσθέτως, το όποιο σχήμα θα πρέπει να είναι και ευέλικτο ώστε να κατοχυρώνεται η επιτυχία του.
Η πρόταση αυτή καλύπτεται από τέσσερις ενότητες:
Α. Ανάλυση των στόχων των τριών εμπλεκομένων ώστε να προσδιοριστούν οι επιδιώξεις του καθενός.
Β. Περιγραφή της δομής της Bad Bank ώστε να απαντά στον μέγιστο δυνατό βαθμό στις προσδοκίες των τριών εμπλεκομένων.
Γ. Γιατί η αρχιτεκτονική αυτή διαθέτει την απαιτούμενη ευελιξία.
Δ. Ποια τα πλεονεκτήματα αυτής της δομής για τους τρεις εμπλεκομένους.
Στόχοι και προσδοκίες
Στόχοι του «δότη» (τράπεζα) είναι οι εξής:
Εξυγίανση του χαρτοφυλακίου του με την αφαίρεση των κόκκινων δανείων.
Με την όποια κίνηση να μην πλήττεται ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας (τουλάχιστον σε πρώτη φάση) για να μην απαιτηθεί νέα ανακεφαλαιοποίηση.
H όποια κίνηση να δημιουργήσει (αν είναι δυνατόν) και προοπτική ανάκτησης έστω μέρους των ήδη προβλέψεων που έχει κάνει (δηλαδή να εισπράξει και πάνω από την αξία βιβλίων της σήμερα).
Η όποια κίνηση να είναι επωφελής για τους μετόχους.
Στόχοι του «λήπτη» (funds/δυνητικοί αγοραστές) είναι οι εξής:
Τα χαρτοφυλάκια να είναι ομοειδή (δηλαδή εντός ενός SPV – βλέπε επόμενη ενότητα), δηλαδή χαρτοφυλάκια του ιδίου κλάδου και όχι χαρτοφυλάκια δανείων που έχουν λίγο από όλα (π.χ. ξενοδοχεία, αγροτικά, λιανεμπόριο, στεγαστικά, ενέργεια, βιομηχανία, κ.λπ.). Αυτό διότι και τα funds εστιάζονται συνήθως κατά κλάδο.
Τα ομοειδή χαρτοφυλάκια (π.χ. ξενοδοχειακός κλάδος) δίνουν τη δυνατότητα στον δανειστή/διαχειριστή να προχωρήσει εντός του χαρτοφυλακίου και σε εξυγίανση, μεγέθυνση και πώληση των ίδιων των εταιρειών και όχι μόνο των δανείων, δηλαδή να μπορεί να κεφαλαιοποιήσει μέρος του δανείου (ή μέρος να γίνει και ομολογιακό μετατρέψιμο) αποφορτίζοντας έτσι βάρος από την εταιρεία, απόκτηση ελέγχου της, βελτίωση της διοίκησής της, συγχώνευση ομοειδών εταιρειών που συμμετέχουν στο SPV για οικονομίες κλίμακας, κ.λπ. Τέλος, η εξυγιασμένη εταιρεία ενός τέτοιου χαρτοφυλακίου θα μπορούσε να μπει αυτόνομα στο χρηματιστήριο ή να πωληθεί σε στρατηγικό επενδυτή (π.χ. μεγάλο παίκτη του ξενοδοχειακού κλάδου).
Η λύση ομοειδών χαρτοφυλακίων / SPVs δίνει επίσης τη δυνατότητα να επενδυθεί πρόσθετη ρευστότητα σε αυτό (από το ίδιο το fund ή από τρίτους), αλλά θα μπορούσε επίσης και ολόκληρο το SPV να εισαχθεί στο χρηματιστήριο στο σύνολό του ως εταιρεία επιχειρηματικών συμμετοχών (ΕΕΣ).
Να διαχειρίζεται τα δάνεια όλων των τραπεζών από κάθε δανειολήπτη.
Οι στόχοι του «δανειολήπτη» συνοψίζονται ως εξής:
Πρώτα από όλα θα ήθελε να έχει να κάνει με διαχειριστές του δανείου του που γνωρίζουν τον κλάδο του για να «εξηγηθεί καλύτερα».
Να αφαιρεθεί δανειακό βάρος από την «πλάτη» της εταιρείας του για να μπορέσει να ανακάμψει.
Να του δοθεί ενδεχομένως πρόσθετη ρευστότητα κεφαλαίου κίνησης για να επιταχύνει την ανάκαμψη της εταιρείας του.
Να διατηρήσει έστω και μικρότερη συμμετοχή στην προβληματική του εταιρεία και ενδεχομένως (και υπό προϋποθέσεις) και τη διοίκησή της (ή συμμετοχή σε αυτή).
Να έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί η εταιρεία του όχι μόνο μέσω οργανικής ανάπτυξης αλλά ενδεχομένως και μέσω συγχώνευσης με ομοειδή εταιρεία, για να αποκτηθούν οικονομίες κλίμακας προς όφελος όλων των μετόχων (και των δανειστών).
Με αυτές τις προσδοκίες/στόχους των 3 εμπλεκομένων, η προτεινόμενη λύση είναι η κάθε τράπεζα να εισφέρει τα δάνειά της + τις εξασφαλίσεις της σε κλαδικό SPV λαμβάνοντας αντίστοιχο % συμμετοχής.
Η κάθε τράπεζα εισφέρει λοιπόν τα δάνειά της στο αντίστοιχο Νομικό Πρόσωπο (SPV) του συγκεκριμένου κλάδου μαζί με όλες τις εξασφαλίσεις και παίρνει το αντίστοιχο ποσοστό στο συγκεκριμένο SPV.
Η εισφορά αυτή «σε είδος» για συμμετοχή στο κάθε SPV γίνεται στην τιμή που αποτυπώνεται στα βιβλία της τράπεζας (net book value) και δεν απαιτείται καινούργια αποτίμηση. Αυτό διότι τα χαρτοφυλάκια όλων των μεγάλων τραπεζών έχουν ελεγχθεί από διεθνείς εταιρείες ορκωτών ελεγκτών, από την ΤτΕ, έχουν υποβληθεί σε stress tests κ.λπ., οπότε θεωρείται ότι αυτή είναι και η αντιπροσωπευτική τους αξία μετά και τις προβλέψεις που έχουν ήδη ληφθεί.
Σε αντάλλαγμα αυτής της εισφοράς, η τράπεζα λαμβάνει συμμετοχή στο SPV, οπότε στον ισολογισμό της το «δάνειο» στο ενεργητικό μετατρέπεται σε «συμμετοχή».
Το κάθε SPV το διαχειρίζεται εξειδικευμένη πλατφόρμα διαχείρισης (μία από αυτές που έχουν ήδη αδειοδοτηθεί). Ομως θα πρέπει να διαθέτει στη διοίκησή της γνώστες του συγκεκριμένου κλάδου. Η κάθε τράπεζα θα μπορεί να εισφέρει και συγκεκριμένο αριθμό εργαζομένων της στην κάθε πλατφόρμα (βάσει του ποσοστού συμμετοχής της στο κάθε SPV) μεταφέροντας έτσι και εργαζομένους από τη δική της μισθοδοσία σε αυτή του SPV (όπως γίνεται τώρα με Intrum και FPS/DoValue).
Ολα τα SPVs διοικητικά θα υπάγονται κάτω από έναν CEO της Bad Bank, ο οποίος έχει και τον απόλυτο έλεγχο και συντονισμό όλων των SPVs. Θα είναι το σημείο αναφοράς και θα αποτελεί τη γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ των τραπεζών και του κάθε κλαδικού SPV. Επίσης θα είναι και ο σύνδεσμος με την ΤτΕ, το ΤΧΣ, τον SSM, το χρηματιστήριο κ.λπ.
Ειδικά για τα στεγαστικά δάνεια, που αφορούν και το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας και αποτελούν και το μεγαλύτερο μέρος των NPL/NPEs, θα μπορούσε να δημιουργηθούν πολλαπλά εξειδικευμένα SPVs, κάτι που επιτρέπει:
Την καλύτερη ομαδοποίηση των στεγαστικών δανείων με διάφορα κριτήρια (κοινωνικά, χαρακτηριστικά ακινήτων, πιστοληπτικά).
Τη δημιουργία επιμέρους στρατηγικών και ειδικής νομοθεσίας από την κυβέρνηση για τη στήριξη συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων.
Τη δημιουργία επιμέρους εργαλείων χρηματοδότησης και στήριξης ανά SPV (χαρακτηριστικά δανείων).
Τη συνένωση επιμέρους οριζοντίων ιδιοκτησιών που έχουν χρηματοδοτηθεί από διαφορετικούς οργανισμούς και είναι μέρος του ίδιου ακινήτου.
Η ευελιξία της νέας Bad Bank
Η αρχιτεκτονική αυτή των εξειδικευμένων SPVs διαθέτει πολύ μεγάλη ευελιξία και θα χρησιμοποιήσει βέβαια και μεγάλο αριθμό από τις πλατφόρμες που έχουν ήδη αδειοδοτηθεί.
Οι διαχειριστές του κάθε SPV θα έχουν γνώση του κλάδου και καλύτερη επικοινωνία με τους δανειολήπτες. Σε πρώτη φάση θα προχωρήσουν και σε εξυγίανση των εταιρειών προσθέτοντας αξία σε αυτά τα δάνεια μέσω διαφόρων κινήσεων.
Σε εταιρείες με υψηλό ΕΒΙΤDA (οργανική κερδοφορία) θα μπορεί π.χ. να κεφαλαιοποιηθεί μέρος του δανείου με απόκτηση πλειοψηφικού ποσοστού, ταυτόχρονη διοικητική ενίσχυση της εταιρείας και ενδεχομένως και πρόσθετα κεφάλαια κίνησης για την εξυγίανσή της.
Τα κεφάλαια αυτά θα μπορούν να προέλθουν με πρόσθετη επένδυση σε μετρητά στο συγκεκριμένο SPV είτε από τις ίδιες τις τράπεζες (αυξάνοντας έτσι και τη συμμετοχή τους σε αυτό), είτε από τρίτους, δηλαδή funds που είναι έτοιμα να επενδύσουν σε όλο το κλαδικό SPV, αλλά και από ιδιώτες.
Το ίδιο το SPV θα μπορεί να ενταχθεί στο χρηματιστήριο ως εταιρεία επιχειρηματικών συμμετοχών (ΕΕΣ) αντλώντας κεφάλαια από το χρηματιστήριο, ενισχύοντας και τον θεσμό αυτό. Αυτό θα έδινε επίσης έξοδο στις τράπεζες, οι οποίες θα μπορούσαν να πωλήσουν τη συμμετοχή τους μέσω του χρηματιστηρίου!
Η συμμετοχή κάθε τράπεζας στο κάθε SPV θα μπορεί βέβαια να πωληθεί και αυτόνομα. Δηλαδή η Τράπεζα Α που έχει 30% συμμετοχή στο «SPV Ξενοδοχείων» θα μπορεί να την πωλήσει κατ’ ευθείαν σε ξένο fund. Ετσι, οι τράπεζες εξέρχονται από τα δάνεια μέσω αρχικής ανταλλαγής τους σε συμμετοχή και η συμμετοχή αυτή πωλείται μέσω χρηματιστηρίου ή κατευθείαν σε τρίτους.
Δεν αποκλείεται βέβαια και η πώληση όλου του SPV από τις τράπεζες-μετόχους σε fund – είναι πλέον έτοιμο «πακεταρισμένο» με δάνεια ιδίου κλάδου.
Οπως προαναφέρθηκε, ο διαχειριστής εφόσον κεφαλαιοποιήσει και αποκτήσει σημαντική συμμετοχή σε ορισμένες εταιρείες, θα μπορούσε να προχωρήσει και σε συγχώνευσή τους για τη δημιουργία μεγαλύτερης οικονομικής μονάδας και οικονομιών κλίμακας, π.χ. εταιρεία με ξενοδοχεία σε Κρήτη και Ρόδο θα μπορούσε να συγχωνευθεί με εταιρεία (ή εταιρείες) με ξενοδοχεία σε Χαλκιδική, Κέρκυρα, Μύκονο, Σαντορίνη, δημιουργώντας έτσι μια ξενοδοχειακή εταιρεία με πανελλήνια εμβέλεια, κάτι ιδιαίτερα ελκυστικό για τους τουριστικούς πράκτορες που θέλουν πλήρες γεωγραφικό «μπουκέτο» ελληνικών προορισμών. Το ίδιο ισχύει βέβαια και σε άλλους κλάδους όπου θα μπορούσαν να υπάρξουν συγχωνεύσεις και δημιουργία κλίμακας, π.χ. λιανεμπόριο, ενέργεια, κλάδος τροφίμων, κ.λπ.
Οσον αφορα τους δανειολήπτες, τους δίνεται ευκαιρία εξυγίανσης της επιχείρησής τους, αποφόρτισης δανείων από αυτήν (βέβαια με μείωση της δικής τους συμμετοχής), διοικητικής ενίσχυσης, δυνατότητα συγχώνευσης με εταιρείες του ίδιου κλάδου, ακόμα και ευκαιρία εξόδου από την εταιρεία μέσω πώλησης της συμμετοχής τους κατευθείαν ή μέσω χρηματιστηρίου κ.λπ. Με άλλα λόγια, δημιουργούνται πολλές ευκαιρίες για τους δανειολήπτες αντί ενδεχομένως πλειστηριασμού και άγνωστου τέλους!
Για την τράπεζα εξασφαλίζεται:
Ταχύτητα – Τα δάνεια εισφέρονται στην αξία βιβλίων και ανταλλάσσονται ουσιαστικά με συμμετοχή σε κλαδικά SPVs.
Δεν επηρεάζεται ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας, άρα απομακρύνεται ο κίνδυνος ανάγκης ανακεφαλαιοποίησης.
Η διαχείριση ανατίθεται σε εξειδικευμένους διαχειριστές του κάθε κλάδου.
Τα δάνεια ιδίου δανειολήπτη από πολλές τράπεζες συγκεντρώνονται κάτω από έναν διαχειριστή και λαμβάνονται ταχύτερες αποφάσεις για την τύχη τους, άρα γρηγορότερη απεμπλοκή.
Ο διαχειριστής θα μπορεί να κεφαλαιοποιήσει μέρος των δανείων, να αντλήσει νέα κεφάλαια, να αποκτήσει έλεγχο των εταιρειών και να προχωρήσει σε συγχωνεύσεις και στη δημιουργία αξίας, κάτι που θα ευνοήσει τους μετόχους του SPV, δηλαδή τις ίδιες τις τράπεζες, άρα ενισχύεται η πιθανότητα να βελτιώσουν αξία και να μειώσουν προβλέψεις (κέρδη σαν μέτοχοι πλέον και όχι σαν δανειολήπτες).
Η τράπεζα έχει πολλαπλές εξόδους για τη ρευστοποίηση της συμμετοχής της στα SPVs – Μπορεί να πωλήσει τη συμμετοχή της άμεσα στο κάθε SPV, μπορεί το SPV ολόκληρο να πωληθεί σε κάποιο fund, μπορεί το SPV να εισαχθεί στο χρηματιστήριο και να λάβει εισηγμένες μετοχές.
Η τράπεζα, εφόσον το πιστεύει, μπορεί να ενισχύσει και τη συμμετοχή της στο κάθε SPV ξεχωριστά με επένδυση σε μετρητά, δημιουργώντας έτσι πρόσθετα κεφάλαια για την εξυγίανση των εταιρειών του SPV.
Η τράπεζα μπορεί να μεταφέρει και μέρος του προσωπικού της σε καθεμιά από αυτές τις πλατφόρμες μειώνοντας έτσι τη μισθοδοσία της.
Για το επενδυτικό fund τα πλεονεκτήματα είναι:
Τα χαρτοφυλάκια είναι πλέον κατά κλάδο, άρα μπορεί να εστιαστεί το fund όπου θέλει.
Εχει πλέον πολλαπλές επιλογές επένδυσης: να αγοράσει συγκεκριμένο δάνειο από το SPV, να συμμετάσχει με εισφορά σε μετρητά και να γίνει επενδυτής στο SPV, να αγοράσει ολόκληρο το SPV ή, σε περίπτωση που το SPV εισαχθεί στο χρηματιστήριο, να συμμετέχει σε αυτό μέσω εισηγμένης μετοχής.
Νέοι επενδυτές: Σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης και συγχωνεύσεων δυνητικοί αγοραστές δεν θα είναι μόνο τα funds αλλά και στρατηγικοί επενδυτές που θα ήθελαν να αγοράσουν μία μεγάλη εταιρεία ξενοδοχείων, εμπορική εταιρεία, εταιρεία τροφίμων, βιομηχανία, κ.λπ. Αρα η γκάμα των δυνητικών αγοραστών διευρύνεται πέραν των funds.
Οσον αφορά επικοινωνία και συντονισμό, θα υπάρχει το μοναδικό κέντρο που είναι ο CEO της Bad Bank και από εκεί και πέρα ο διαχειριστής του κάθε SPV νομικού προσώπου.
Για τον κάθε δανειολήπτη:
Του δίνεται η ευκαιρία εξυγίανσης με κεφαλαιοποίηση δανείων και παραμονής του στην εταιρεία.
Οι διαχειριστές του δανείου του είναι γνώστες του κλάδου.
Του δίνεται η ευκαιρία να λάβει νέα κεφάλαια κίνησης, επενδυτικά κ.λπ.
Του προσφέρεται η γνώση στη διοίκηση και στον κλάδο.
Του παρέχεται η ευκαιρία συγχώνευσης και δημιουργίας μεγαλύτερης επιχειρηματικής μονάδας.
Του δίνεται η ευκαιρία ρευστοποίησης της συμμετοχής του προς το fund, σε στρατηγικό επενδυτή ή μέσω χρηματιστηρίου.
Του δίνεται η ευκαιρία αύξησης της αξίας συμμετοχής του απ’ ό,τι είναι σήμερα, έστω και αν κατέχει πλέον μικρότερο ποσοστό.
Συμπερασματικά η πρόταση αυτή:
Δεν κοιτάζει μονόπλευρα πώς να ξεφορτωθούν οι τράπεζες τα κόκκινα δάνεια, αλλά λαμβάνει υπόψη και τις προσδοκίες των τελικών αγοραστών αλλά και των ίδιων των δανειοληπτών, ιδιαίτερα σε μια πολύ δύσκολη νέα οικονομική συγκυρία.
Τα δάνεια χωρίζονται και «πακετάρονται» σε νομικές οντότητες (SPVs) κατά κλάδο ή τύπο, π.χ. ξενοδοχεία, ενέργεια, αγροτικά, real estate/στεγαστικά, καταναλωτικά, κ.λπ. διότι οι τελικοί αγοραστές ενδιαφέρονται για χαρτοφυλάκια ομοιογενών κλαδικών δανείων και όχι όπως είναι σήμερα για χαρτοφυλάκια με «λίγο από όλα».
Ενας διαχειρίζεται πλέον όλα τα δάνεια ενός δανειολήπτη (έστω και αν προέρχονται από περισσότερες τράπεζες), συντομεύοντας έτσι την όποια διαπραγμάτευση και απόφαση για αναδιάρθρωση ή κεφαλαιοποίησή τους και απόκτησης ελέγχου.
Είναι ιδιαίτερα ευέλικτη διότι οι τράπεζες, πλην της ρευστοποίησης μέσω πώλησης δανείων ή τίτλων, έχουν τη δυνατότητα να ρευστοποιήσουν νωρίτερα, αλλά και μέσω πολλαπλών καναλιών όπως μετοχές στα εισηγμένα ή μη εισηγμένα κλαδικά SPVs.
Ευέλικτη επίσης διότι το ίδιο το SPV μπορεί να κεφαλαιοποιήσει μέρος ενός δανείου, να αποφορτίσει βάρος από την εταιρεία, να αποκτήσει συμμετοχή σε εταιρείες και μέσω αυτών να προχωρήσει σε συγχωνεύσεις συμπληρωματικών εταιρειών και στη δημιουργία οικονομικά βιώσιμων μονάδων, με τους αρχικούς ιδιοκτήτες να κατέχουν πλέον μικρότερο ποσοστό μεν, αλλά σε μεγαλύτερες και βιώσιμες επιχειρήσεις, δηλαδή επίτευξη συγκεντρώσεων στους κλάδους (consolidation).
Ευελιξία επίσης διότι οι δυνητικοί αγοραστές μπορούν να επενδύσουν είτε σε ολόκληρο το SPV είτε παίρνοντας δάνεια ή τίτλους από αυτό, είτε αγοράζοντας συμμετοχές κατευθείαν σε επιχειρήσεις των οποίων τα δάνεια βρίσκονται εντός του SPV, άρα έχουν πολλαπλές επιλογές επένδυσης και όχι μόνο την αγορά δανείων ή τίτλων. Η ευελιξία αυτή βέβαια προσθέτει αξία για όλους τους εμπλεκομένους, δηλαδή από τις τράπεζες που συμμετέχουν στο SPV έως τους δανειολήπτες, ενώ δημιουργούνται ελκυστικότερες επιλογές για τους δυνητικούς επενδυτές.
Ωφελείται επίσης και ο θεσμός του χρηματιστηρίου, διότι οι διαχειριστές των SPVs εφόσον κεφαλαιοποιήσουν και εξυγιάνουν, θα μπορούν να εισάγουν κατευθείαν στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις εντός του SPV, ή ακόμα και το ίδιο το SPV να εισαχθεί στο χρηματιστήριο!
Με την πρόταση αυτή η ταχύτητα αποφόρτισης των δανείων είναι άμεση, καθότι οι τράπεζες τα εισφέρουν στα κλαδικά SPVs (μαζί με τις εξασφαλίσεις) στην αξία των ελεγμένων βιβλίων τους, άρα δεν χρειάζεται άλλη αποτίμηση. Απλά, ανταλλάσσουν σε πρώτη φάση δάνεια με συμμετοχές σε κλαδικές πλατφόρμες με εξειδικευμένους διαχειριστές και όχι με μια «λίγο από όλα» Bad Bank.
Ενισχύεται η πιθανότητα βιωσιμότητας προβληματικών επιχειρήσεων (ιδιαίτερα σε μια τόσο δύσκολη οικονομική συγκυρία) και μειώνεται ο κίνδυνος ανεργίας.
Τέλος, δεν απαιτείται (τουλάχιστον σε πρώτη φάση) ούτε χρηματοδότηση ούτε εγγυήσεις από το Δημόσιο τύπου «Ηρακλής».
Κλείνοντας, να σημειωθεί βέβαια ότι σε περίπτωση νομοθετικού και ρυθμιστικού κενού για τη δημιουργία και διαχείριση των κλαδικών SPVs και του θέματος της αναβαλλόμενης φορολογίας, θα πρέπει να γίνουν σχετικές ρυθμίσεις, όπως άλλωστε και για την οποιαδήποτε άλλη σήμερα συζητούμενη «Bad Bank».
* Ο κ. Μιχάλης Χατζηπαύλου είναι σύμβουλος επιχειρήσεων, συν-ιδρυτής και τ. πρόεδρος / CEO Deloitte Ελλάδος.