Γιατί ναυάγησε το εγχείρημα της Praxia Bank
H CEO της Praxia Bank Αν. Σακελλαρίου, ανάμεσα στον αποκλειστικό μέτοχο της τράπεζας Μπ. Ντάιαμοντ (εξ αριστερών) και τον πρόεδρο Κ. Πασέρα.
Δώδεκα μόλις εργάσιμες ημέρες έχει στη διάθεσή του ο αποκλειστικός μέτοχος της Praxia Bank, Μπομπ Ντάιαμοντ –άλλοτε διευθύνων σύμβουλος της Barclays, που παραιτήθηκε το 2012 στον απόηχο του σκανδάλου χειραγώγησης του διατραπεζικού επιτοκίου libor– προκειμένου να συγκεντρώσει κεφάλαια 30 εκατ. ευρώ, που θα διασφαλίσουν τη συνέχιση λειτουργίας της τράπεζας. Ο χρόνος που έχει θέσει η Τράπεζα της Ελλάδος για την τήρηση των βασικών κεφαλαιακών δεικτών μετράει πλέον αντίστροφα και παρά τη συγκρατημένη αισιοδοξία που διατυπώνεται για την εξεύρεση λύσης, ο χρόνος στην περίπτωση της Praxia δεν κυλάει υπέρ της.
Περίπου τρία χρόνια μετά την εκκίνηση του φιλόδοξου εγχειρήματος δημιουργίας μιας ψηφιακής τράπεζας, που θα έκανε τη διαφορά στο τραπεζικό σύστημα χωρίς τα βαρίδια της κρίσης, ο μέτοχος της Praxia Bank κινείται ήδη στον αστερισμό της αποεπένδυσης, ανακοινώνοντας την περαιτέρω συρρίκνωση του επιχειρησιακού πλάνου της τράπεζας, χωρίς μάλιστα να αποκλείεται και το οριστικό κλείσιμο. Την εγκατάλειψη του πενταετούς business plan που προέβλεπε δανειοδοτήσεις 5 δισ. ευρώ με έμφαση τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά μέσω ψηφιακών καναλιών, προεξοφλεί η δρομολογούμενη καταγγελία των συμβάσεων για τη συντριπτική πλειονότητα των υπαλλήλων, που ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα από τη διοίκηση της τράπεζας, επικεφαλής της οποίας είναι η κ. Αναστασία Σακελλαρίου.
Αυτή η εξέλιξη δεν ήταν παρά η μοιραία εξέλιξη της αδυναμίας του μετόχου να στηρίξει με νέα κεφάλαια την επένδυσή του στην Ελλάδα και υποδηλώνει σαφώς και την πρόθεσή του να περιορίσει τις απώλειες που έχει υποστεί ήδη, επενδύοντας μέχρι σήμερα περί τα 100 εκατ. ευρώ για τη δημιουργία της Praxia Bank. Υπενθυμίζεται ότι η τράπεζα επιχείρησε δύο φορές να αντλήσει κεφάλαια ύψους 200 εκατ. ευρώ από άλλους επενδυτές, η πρώτη το 2018 και η δεύτερη το 2019 με παραίτηση του υφιστάμενου μετόχου, χωρίς οι σχετικές προσπάθειες να καρποφορήσουν. Ετσι, το Atlas Merchant Capital, το fund δηλαδή που έχει συστήσει ο Μπομπ Ντάιμοντ, κάλυψε δύο διαδοχικές αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου. Η πρώτη ύψους 20 εκατ. ευρώ το 2018 και η δεύτερη ύψους 50 εκατ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2019, αλλά τα κεφάλαια που είναι τελικώς διαθέσιμα, υπολείπονται αυτών που απαιτούνται για τη στήριξη της λειτουργίας της τράπεζας, πολλώ δε μάλλον για την περαιτέρω ανάπτυξή της.
Αλλά δεν είναι μόνο η απροθυμία του μετόχου να ρίξει κι άλλα χρήματα στο εγχείρημα. Είναι επιπλέον, το υψηλό διοικητικό κόστος που το επιβαρύνει. Η βασική διοικητική ομάδα απολαμβάνει αμοιβές ίδιες ή και υψηλότερες με εκείνες μιας μεγάλης συστημικής τράπεζας. Αν και το επίπεδο αμοιβών σε μια τράπεζα αμιγώς ιδιωτική είναι θέμα του μετόχου που πληρώνει, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι η διοικητική ομάδα έλαβε πρόσφατα, τον Νοέμβριο, όταν δηλαδή είχε ήδη φτάσει η επιστολή της ΤτΕ που απαιτούσε την κεφαλαιακή ενίσχυση, υψηλό bonus, που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την πορεία της τράπεζας. Αν σε αυτά προστεθεί και σειρά αστοχιών σε θέματα υποδομής που έχουν καθυστερήσει τη λειτουργική έναρξη της τράπεζας –ενδεικτικό είναι ότι μέχρι σήμερα η τράπεζα έχει αλλάξει τρεις φορές υπεύθυνο IT– γίνεται σαφές ότι τα κεφάλαια δύσκολα βρίσκονται, αλλά εύκολα «καίγονται».
Πολλοί αποδίδουν το ναυάγιο της επένδυσης στην Praxia Bank στην αδυναμία του αποκλειστικού μετόχου της Μπομπ Ντάιμοντ να βρει συν-επενδυτές. Τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με άλλες επενδύσεις του στον χρηματοοικονομικό τομέα στην υποσαχάρια Αφρική μέσω του fund Atlas Mara, δημιούργησαν στην επενδυτική κοινότητα επιφυλάξεις για τις επιλογές τους. Ετσι, μετά την αποτυχία εξεύρεσης επενδυτών για την κεφαλαιακή ενίσχυση της Praxia Bank με 200 εκατ. ευρώ, η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου εξελίχθηκε σε προσπάθεια απαγκίστρωσης του Μπομπ Ντάιμοντ.
Ηταν έτοιμη να βγει στην αγορά…
Το παράδοξο στην υπόθεση της Praxia είναι ότι ο βασικός μέτοχος φαίνεται να εγκαταλείπει την τράπεζα μόλις ένα μήνα πριν από το επίσημο λανσάρισμα προϊόντων που είχε προγραμματιστεί για τον Ιανουάριο, και παρά τα όσα περί του αντιθέτου γράφονται, είναι γεγονός ότι η Praxia έστω με καθυστερήσεις ήταν έτοιμη να βγει στην αγορά τη νέα χρονιά. Σήμερα, και μετά τις πρόσφατες εξελίξεις, ο μέτοχος φέρεται να έχει προκρίνει το σενάριο της αποεπένδυσης, προωθώντας την καταγγελία των συμβάσεων του προσωπικού, στο πλαίσιο της απόφασης να σταματήσει να επενδύει στην Ελλάδα και αφού το σχέδιο που είχε εκπονήσει ούτε υλοποιήθηκε στον προγραμματισμένο χρόνο, ούτε απέδωσε αυτά που ανέμενε.
Αν και, σύμφωνα με πληροφορίες, η τράπεζα δεν αντιμετωπίζει κεφαλαιακό έλλειμμα προς το παρόν, αυτό είναι θέμα χρόνου, με δεδομένο το υψηλό λειτουργικό κόστος που τη χαρακτηρίζει σε συνδυασμό με την αδυναμία της να δημιουργήσει έσοδα. Σύμφωνα επίσης με τις ίδιες πληροφορίες, διασφαλισμένες είναι και οι καταθέσεις ύψους 130 εκατ. ευρώ που έχει συγκεντρώσει η Praxia Bank, μετά τη συνεργασία που ξεκίνησε το 2019 με τη Raisin, μία από τις μεγαλύτερες πλατφόρμες συγκέντρωσης καταθέσεων (deposit marketplace) στην Ευρώπη. Η επιστροφή τους μπορεί να θεωρείται διασφαλισμένη χωρίς να απαιτηθεί η ενεργοποίηση του ΤΕΚΕ, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η τράπεζα θα εξασφαλίσει από τον σημερινό μέτοχο ή άλλο επενδυτή τα απαιτούμενα κεφάλαια για την καταβολή των αποζημιώσεων του προσωπικού και τον τερματισμό συμβάσεων που έχει συνάψει με τεχνολογικούς παρόχους, εταιρείες συμβούλων κ.λπ. και δεν θα απειληθεί η ρευστότητά της.
Η πρόταση της Viva Wallet για την εξαγορά της Praxia Bank φέρεται, σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, να είναι η μοναδική πρόταση στο τραπέζι, χωρίς φυσικά να αποκλείονται εκπλήξεις της τελευταίας στιγμής.
Στόχος της Viva είναι η περαιτέρω ανάπτυξή της σε πλήρες τραπεζικό ίδρυμα, αγοράζοντας δηλαδή την τραπεζική άδεια που διαθέτει η Praxia, αλλά αναπτύσσοντας το δικό της business plan για το οποίο έχει δεσμευθεί έναντι των μετόχων της και το οποίο απέχει πολύ από αυτό που επιχείρησε να αναπτύξει η Praxia. Το πλάνο της Viva για την επένδυση στην Praxia μπορεί να υποστηριχθεί από την πρόσφατη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ύψους 75 εκατ. ευρώ που έχει εγκριθεί από την ΤτΕ και βρίσκεται σε φάση υλοποίησης.