Γιώργος Κολυβάς: Ποιοτικές δημόσιες επενδύσεις για βιώσιμη ανάπτυξη


Τα τελευταία χρόνια δεν έγινε κάποια συστηματική προσπάθεια για την επιτάχυνση των ποιοτικών δημόσιων επενδύσεων, δηλαδή όσων ικανοποιούν τα κριτήρια των ΕΣΠΑ για τη μετάβαση στην πράσινη και ψηφιακή οικονομία για όλους και στη σύγκλιση της χώρας με την Ε.Ε.

Οι επαρκείς δημόσιες επενδύσεις είναι απαραίτητες για τη βιώσιμη ανάπτυξη και απασχόληση σε όλες τις φάσεις του οικονομικού κύκλου, τόσο στις ανοδικές όσο και, ιδιαίτερα, στις καθοδικές. Αυτή η αρχή έχει επιβεβαιωθεί από πρόσφατες έρευνες και μελέτες πολλών διακεκριμένων οικονομολόγων και think tanks, τόσο στην Ευρωπαϊκή Ενωση όσο και στις ΗΠΑ.

Το συσσωρευμένο έλλειμμα δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα μετά τη δεκαετή κρίση υπερβαίνει τα 150 δισ. ευρώ. Στη δεκαετία της κρίσης, οι δημόσιες επενδύσεις στη χώρα μας αφορούν στην πλειονότητά τους έργα και δράσεις συγχρηματοδοτούμενα από τα ΕΣΠΑ 2007-2013 και 2014-2020. Εντούτοις, δεν έγινε τα τελευταία χρόνια κάποια συστηματική προσπάθεια για την επιτάχυνση των ποιοτικών δημόσιων επενδύσεων, δηλαδή όσων ικανοποιούν τα κριτήρια των ΕΣΠΑ για τη μετάβαση στην πράσινη και ψηφιακή οικονομία για όλους και τη σύγκλιση της χώρας με την Ε.Ε.

Αντιθέτως, πρόσφατη επιστολή του επιτρόπου της Ε.Ε. Γιοχάνες Χαν επισημαίνει καθυστερήσεις της Ελλάδας στην υλοποίηση του ΕΣΠΑ 2014-2020. Πρώτον, καθυστέρηση στην αξιοποίηση ενός δισ. για τη διαχείριση και ανακύκλωση των απορριμμάτων από τους δήμους και τις περιφέρειες, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ε.Ε.

Επισημαίνουμε εδώ τα σχετικά πρόστιμα περίπου 30 εκατ. ευρώ ετησίως που καταβάλλει η χώρα στην Ε.Ε. και τον κίνδυνο αύξησής τους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, αντίστοιχα έργα δεν θα είναι επιλέξιμα στο επόμενο ΕΣΠΑ 2021-2027. Δεύτερον, καθυστέρηση έργων ψηφιακής σύγκλισης και εφοδιαστικής αλυσίδας – συνδυασμένων μεταφορών. Τρίτον, καθυστερήσεις στην προώθηση του Εξοικονομώ ΙΙ, του Ταμείου Επιχειρηματικότητας ΙΙ και του Ταμείου Υποδομών ΙΙ, που μόλις τώρα προωθούνται στην αγορά, αν και η προετοιμασία τους άρχισε το 2016, με βάση αντίστοιχες δράσεις του ΕΣΠΑ 2007-2013.

Επίσης, ο επίτροπος επισημαίνει προβλήματα και καθυστερήσεις στην ωρίμανση και ολοκλήρωση έργων του ΕΣΠΑ λόγω υπερβολικών εκπτώσεων στους διαγωνισμούς από μελετητές, εργολάβους, προμηθευτές. Ομως, η ανάθεση δημόσιων συμβάσεων στη βάση υπερβολικών εκπτώσεων οδηγεί σε ελλιπείς μελέτες και ημιτελή έργα.

Ακολουθούν καθυστερήσεις, νέοι διαγωνισμοί ή συμπληρωματικές συμβάσεις για να ολοκληρωθούν τα έργα. Οφείλουμε να μαθαίνουμε από τα λάθη μας: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε στην Ελλάδα το 2007 δημοσιονομική διόρθωση περίπου 700 εκατ. ευρώ για παραβίαση της νομοθεσίας της Ε.Ε. και κατάχρηση των συμπληρωματικών συμβάσεων στο ΕΣΠΑ 2000-2006.

Υπάρχουν λύσεις για τις υπερβολικές εκπτώσεις, που δεν θίγουν τον ανταγωνισμό στις διαγωνιστικές διαδικασίες. Δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον τροχό, αρκεί να εξετάσουμε τις λύσεις που εφαρμόζουν άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε., επιλέγοντας και προσαρμόζοντας την καταλληλότερη στις δικές μας συνθήκες.

Συνολικά, πρόσφατα στοιχεία της Ε.Ε. δείχνουν ότι μέχρι σήμερα το 25% του ΕΣΠΑ 2014-2020, δηλαδή 4,9 δισ. ευρώ σε σύνολο 19,73 δισ. ευρώ της Ε.Ε., έχουν πληρωθεί με βάση τιμολόγια δηλωμένα από την Ελλάδα στην Ε.Ε. Το ΕΣΠΑ 2014-2020 διαθέτει συνολικά 20,9 δισ. ευρώ από την Ε.Ε. για την Ελλάδα, περιλαμβανομένου του αποθεματικού επίδοσης που θα διανεμηθεί το 2020 στα επιτυχή προγράμματα.

Αρα, το υπόλοιπο 75% των πόρων του ΕΣΠΑ 2014-2020, δηλαδή 16 δισ. ευρώ, θα πρέπει να δαπανηθεί οπωσδήποτε το αργότερο έως το τέλος του 2023. Δηλαδή, οφείλουμε να επενδύουμε ετησίως περίπου 5,5 δισ. κατά την περίοδο 2020-2023 αποκλειστικά για το ΕΣΠΑ 2014-2020. Προσθέτοντας και αμιγώς εθνικές δαπάνες ενός δισ. για συντήρηση υποδομών, φτάνουμε στα 6,5 δισ. ετησίως.

Παράλληλα, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο και συμφέρον να υλοποιήσει εμπροσθοβαρώς το επόμενο ΕΣΠΑ 2021-2027. Η Επιτροπή προτείνει για τη χώρα μας περίπου 22 δισ. από τους πόρους της πολιτικής συνοχής της Ε.Ε. για το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο 2021-2027, χωρίς τις επενδύσεις που θα υποστηρίξει το Γεωργικό Ταμείο.

Ας υποθέσουμε ότι αρχικά θα μπορούμε να επενδύουμε περίπου 2-3 δισ. ετησίως από το επόμενο ΕΣΠΑ για να επιταχύνουμε αργότερα.

Επίσης, τα δάνεια της ΕΤΕΠ και της EBRD στον δημόσιο τομέα της χώρας μας για επενδύσεις υπερβαίνουν συνήθως τα τελευταία χρόνια το ένα δισ. ετησίως. Με μια απλή πρόσθεση των παραπάνω ποσών, βλέπουμε ότι το 2021-2023 θα μπορούσαμε να έχουμε δημόσιες επενδύσεις μέχρι 10 δισ. ετησίως.

Ας υποθέσουμε στη συνέχεια ότι η Ελλάδα αποφασίζει να συμβάλει 2 δισ. ευρώ του επόμενου ΕΣΠΑ 2021-2027 ως εγγύηση στο νέο πρόγραμμα Invest EU της Ε.Ε., που θα διαδεχθεί το Σχέδιο Γιούνκερ. Εάν συμβεί αυτό, θα εισρεύσουν τουλάχιστον 8 δισ. πρόσθετα και ευνοϊκά δανειακά κεφάλαια στην Ελλάδα μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – ΕΤΕΠ. Τα πρόσθετα αυτά κεφάλαια θα μπορούσαν να επενδυθούν χωρίς δεσμευτικές περιφερειακές κατανομές μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων που θα διαχειρισθεί η νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα, σε συνεργασία με την ΕΤΕΠ και τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Συμπερασματικά, η Ελλάδα θα μπορούσε έτσι να αυξήσει τα 22 δισ. του ΕΣΠΑ 2021-2027 στα 30 δισ. συνολικά, διαθέσιμα προς επένδυση.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι με το ΕΣΠΑ 2021-2027 και τη συμβολή του Invest EU και της ΕΤΕΠ θα μπορούμε να διατηρήσουμε ρυθμούς δημοσίων επενδύσεων μέχρι 10 δισ. ετησίως και μετά το 2023.

Η Ε.Ε. και η ΕΤΕΠ θα καλύπτουν περίπου το 75% του επενδυτικού προγράμματος των 10 δισ. και η Ελλάδα το 25%, δηλαδή 2,5 δισ. ετησίως. Θεωρούμε αυτή την εθνική συμμετοχή εφικτή συνυπολογιζομένων των θετικών επιπτώσεων των επενδύσεων στην οικονομία και στα δημόσια έσοδα. Αναμφίβολα, ενδεχόμενη μελλοντική μείωση των ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων και αξιοποίηση των εξοικονομούμενων πόρων για δημόσιες επενδύσεις θα διευκόλυνε ουσιαστικά την προσπάθεια.

Επιπρόσθετα, η νεοσυσταθείσα Αναπτυξιακή Τράπεζα, που διαδέχεται το ΕΤΕΑΝ, ενισχυμένη ήδη με δανειακά κεφάλαια έως 8 δισ., όπως προαναφέραμε, και εφόσον επιβεβαιώσει το ταχύτερο τον επαγγελματισμό και την αποτελεσματικότητά της, θα μπορέσει μετά το 2023 να συνεισφέρει, μέσω διεθνών συνεργασιών και των κεφαλαιαγορών, πρόσθετα δανειακά κεφάλαια για τη συγχρηματοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων και ΣΔΙΤ.

Το προτεινόμενο και, όπως δείξαμε, απολύτως εφικτό επενδυτικό σοκ ποιοτικών δημόσιων επενδύσεων μέχρι 10 δισ. ετησίως, αρχίζοντας από το 2021, μπορεί να συγκριθεί με το ΠΔΕ του 2018, που δαπάνησε τελικά περίπου 3 δισ.

Ως προς την ποιότητα των επενδύσεων, οι κανονισμοί της πολιτικής συνοχής της Ε.Ε. απαιτούν επενδύσεις και δράσεις για την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία, την οικονομία της γνώσης, που είναι και ψηφιακή, τις έξυπνες υποδομές και την ενεργειακή μετάβαση, την πράσινη και βιώσιμη ανάπτυξη για όλους – inclusive growth, την αναβάθμιση των δεξιοτήτων όλων.

Διαθέτουν όμως, τόσο ο δημόσιος όσο και ο ιδιωτικός τομέας, την ικανότητα να διαχειρισθούν ένα τέτοιο επενδυτικό και ποιοτικό σοκ; Εδώ θα πρέπει η κυβέρνηση, η δημόσια διοίκηση, οι περιφέρειες, οι δήμοι, ο ιδιωτικός τομέας, οι κοινωνικοί εταίροι, η κοινωνία των πολιτών να αναμετρηθούν με τους δαίμονες που μας ταλανίζουν τα τελευταία 40 χρόνια. Δαίμονες που δεν έχουν επιτρέψει την ουσιαστική αξιοποίηση των πόρων της Ε.Ε., ώστε να πετύχει η χώρα τη σύγκλιση με την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. Αντίθετα, υστερούμε σήμερα ως προς τον μέσο όρο της Ε.Ε. στην ποιότητα και αποτελεσματικότητα του κράτους και των θεσμών, στην παραγωγικότητα των επιχειρήσεων, στις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού κ.λπ.

Η πρόκληση της σύγκλισης με την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. είναι ζήτημα εθνικής επιβίωσης. Η αλλαγή αντίληψης, συμπεριφοράς, προτύπων και ρυθμών εργασίας και συνεργασίας του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα είναι απαραίτητες προϋποθέσεις επιτυχίας. Αυτό θα γίνει εφικτό εάν η εθνική προσπάθεια συντονιστεί από έναν δεξιοτέχνη και επίμονο διευθυντή ορχήστρας. Μόνον η κυβέρνηση της χώρας, συνεπικουρούμενη από τις περιφέρειες και τους δήμους, μπορεί να αναλάβει αυτόν τον ρόλο. Προφανής είναι επίσης η σημασία της συμμετοχής και άλλων πολιτικών δυνάμεων στην εθνική προσπάθεια.

Ομως, η κινητοποίηση και αποδοτική συνεργασία της ηγεσίας και της βάσης του ιδιωτικού τομέα, των κοινωνικών εταίρων, τόσο μεταξύ τους όσο και με τον δημόσιο τομέα, είναι εξίσου θεμελιώδης προϋπόθεση επιτυχίας μιας μακρόπνοης εθνικής προσπάθειας για ποιοτικές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, βιώσιμη ανάπτυξη και απασχόληση και για σύγκλιση με την Ευρωζώνη και την Ε.Ε.

* Ο κ. Γιώργος Κολυβάς είναι πρώην στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Regio), πρώην αντιπρόεδρος του ΤΕΜΠΜΕ και του ΕΤΕΑΝ. Επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών Dusan Sidjanski του Πανεπιστημίου της Γενεύης.

kathimerini.gr