Η διασημότερη ελληνική παραλία των 60s που τη μάθαμε από τους… ξένους
Λένε πως οι σπηλιές τραγουδάνε ακόμα σε μια από τις θρυλικότερες ακτές της χώρας μας, τα τιμημένα Μάταλα.
Μυθικών διαστάσεων σήμερα, τα Μάταλα είναι ακριβώς εκείνο το είδος της ιστορίας που συναντιούνται σε ίσες δόσεις η πραγματικότητα και το φανταστικό, η αλήθεια και ο αστικός μύθος.
Οι δεκαετίες που μας χωρίζουν άλλωστε από την εποχή που τα Μάταλα ήταν «κάτι», ένα σωστό παγκόσμιο φαινόμενο δηλαδή, έχουν γιγαντώσει στις συνειδήσεις μας αυτό το άγνωστο ψαροχώρι της Κρήτης που καταλήφθηκε από τα παιδιά των λουλουδιών κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960 και ξεπήδησε παραμύθι.
Ένα παραμύθι που, λόγω των παραισθησιογόνων, είχε ακόμη και δράκο! Όπου δράκος εδώ ο Νίξον, που ο δημοφιλής αστικός μύθος θέλει να κυνηγά στις σπηλιές των Ματάλων τους ανυπότακτους Αμερικανούς, που προτίμησαν να ζουν ως χίπις παρά ως στρατιώτες στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Για τέτοια πράγματα μιλάμε κάθε που προφέρουμε τη λέξη «Μάταλα».
Ο παλιός μύθος έχει όμως μια φωτιά που σιγοκαίει ακόμα στα σωθικά του. Η θάλασσα, οι σπηλιές και οι ψαροταβέρνες στέκουν εξάλλου ακόμα εκεί και όλα είναι πρόθυμα να διηγηθούν όσα συνέβαιναν άλλοτε στο γραφικό χωριό του δήμου Φαιστού, εκεί στη νότια ακτή του Ηρακλείου.
Εκεί που κάποιοι αναζήτησαν την επίγεια ουτοπία με τραγούδι, κιθάρες και διονυσιακές γιορτές…
Τι είναι τα Μάταλα
Ένα φυσικό λιμανάκι στον κόλπο της Μεσαράς, στα νότια του νομού Ηρακλείου και τη δυτική ακτή της επαρχίας Πυργιωτίσσης συγκεκριμένα, ήταν γνωστό από τους αρχαίους χρόνους. Τα Μάταλα ήταν εξάλλου επίνειο της Φαιστού κατά τη μινωική περίοδο και της Γόρτυνας κατόπιν, στα ρωμαϊκά χρόνια.
Εκεί, σε αυτό το παχύ στρώμα από χαλικάκι και βότσαλο, μέσα στα αρμυρίκια, τα πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα και τα ιστορικά ναυάγια, δεν μπορεί να μη δεις το χαρακτηριστικότερο συστατικό της σαγήνης των Ματάλων, αυτούς τους εντυπωσιακούς σχηματισμούς των απότομων βράχων από ψαμμίτη που σχηματίζουν μερικές απίθανες σπηλιές.
Ένα από τα πιο ασυνήθιστα τοπία της Κρήτης είναι ακόμα πιο μυστηριώδες, μιας και δεν ξέρουμε ποιος ακριβώς έφτιαξε αυτά τα τεχνητά σπήλαια. Ποιος τα λάξευσε στον βράχο. Ήταν πιθανότατα ρωμαϊκό έργο, μπορεί να ήταν τάφοι, κάποιες σπηλιές έχουν όμως δωμάτια, σκάλες και παράθυρα, υποδηλώνοντας πως χρησιμοποιήθηκαν σε κάποια ιστορική φάση ως κατοικίες.
Μπορεί να ήταν έργο των Ετρούσκων ή ακόμα και των πρώτων χριστιανών. Μπορεί να ήταν ακόμα και κατακόμβες. Όπως κι αν έχει, οι σπηλιές που ατενίζουν την απεραντοσύνη του Λιβυκού Πελάγους ήταν ακατοίκητες για αιώνες και αιώνες. Μέχρι και τη δεκαετία του 1960, όταν κάποιοι άρχισαν να τις αποκαλούν σπίτι τους.
Πώς ξεκίνησαν όλα
Στο σημείο λοιπόν που ο εύφορος κάμπος της Μεσαράς συναντά τα άνυδρα Αστερούσια Όρη και η μικρή κοιλάδα βρίσκει έξοδο προς τη θάλασσα, δεν υπήρχε άλλοτε τίποτα το αξιοσημείωτο. Τα Μάταλα ήταν ένα ταπεινό ψαροχώρι που εξυπηρετούσε αποκλειστικά τις ανάγκες των κατοίκων του χωριού Πιτσίδια.
Πώς ακριβώς ανακάλυψαν οι χίπις τα Μάταλα δεν είναι ακριβώς σαφές, γνωρίζουμε πάντως πως από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 τα περιπλανώμενα παιδιά των λουλουδιών συνέρρεαν εδώ σε μεγαλύτερους αριθμούς.
Η κρητική γη είχε εξάλλου όσα ονειρεύονταν και τα Μάταλα ακόμα και φυσικά σπίτια για να μένουν. Και ένα ονειρεμένο τοπίο φυσικά, βγαλμένο από καρτ-ποστάλ, σαν αυτές που χάζευαν στην πατρίδα τους και ενσάρκωνε μια από τις πτυχές της ουτοπίας, τη ζωή χωρίς συμβάσεις.
Το ψαροχώρι μεταμορφώθηκε μαγικά σε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα του παγκόσμιου κινήματος. Εκατοντάδες νεαροί κατέφταναν εδώ και ζούσαν ξένοιαστα στις σπηλιές, στον επίγειο αυτό παράδεισο όπου μπορούσαν να αναπνεύσουν και να εκφραστούν ελεύθερα, να χαρούν τον έρωτα και να δημιουργήσουν.
Και να σχηματίζουν φυσικά με τα δύο δάχτυλα το σήμα της νίκης και να ξεστομίζουν αυτό το «peace man» χωρίς να αντικρίζουν μειωτικά βλέμματα. Αυτή η κηρήθρα με τις λαξευμένες σπηλιές στον μαλακό λευκό πωρόλιθο αποδείχτηκε ακαταμάχητη στους χίπις Ευρώπης και Αμερικής, λες και ήταν συνώνυμο της μποέμ ζωής που τόσο αναζητούσαν.
Ανασυγκροτώντας με δυσκολία το χρονικό των Ματάλων, μπορούμε σχηματικά να πούμε πως αρχικά κατέφυγαν εκεί όσοι ένιωθαν απογοητευμένοι από τις κοινωνίες που ζούσαν. Οι μπίτνικς φαίνεται να είναι οι πρώτοι που ανακάλυψαν την παραλία κατά το 1965 και δύο χρόνια μετά καταφτάνουν εδώ και οι πρώτοι χίπις.
Οι «περίεργοι» αυτοί νεαροί ζούσαν στις σπηλιές σε μικρές παρέες, ενώ δεν έλειπαν ούτε ζευγάρια ούτε και ολόκληρες οικογένειες. Και ζούσαν σαν πρωτόγονοι, χωρίς ανέσεις. Αυτό ήθελαν εξάλλου, να ξεφύγουν από τις επίπλαστες επιταγές του καταναλωτισμού. «Παιδιά του Θεού» ήταν άλλωστε και ακόμα και τα ρούχα ήταν προαιρετικά όταν το επέτρεπε ο καιρός.
Έβλεπαν με λάμπες πετρελαίου και μαγείρευαν σε γκαζιέρες. Με ψάρια τρέφονταν, αλλά και ό,τι μπορούσαν να αγοράσουν από το μικρό ψαροχώρι. Και τα πλήρωναν δουλεύοντας στα χωράφια του κάμπου της Μεσαράς. Λίγη δουλειά. Λίγες ήταν όμως και οι ανάγκες τους.
Ο «πόλεμος» στα χίπικα Μάταλα
Είναι γεγονός πως ένα τέτοιο ελευθεριακό σκηνικό μέσα στον συντηρητισμό της εποχής δεν θα μπορούσε να μακροημερεύσει. Μερίδα της τοπικής κοινωνίας σκανδαλίζεται από όσα συμβαίνουν και αρχίζει να εξεγείρεται κατά των χίπιδων, ζητώντας ολοένα και πιο επιτακτικά να απομακρυνθούν οι «χυδαίοι» από την παραλία.
Ώσπου φτάνουν τα νέα «περί αχρειότητας» στα αυτιά του τοπικού δεσπότη. Ο μητροπολίτης Τιμόθεος, που έγινε αργότερα (1978) αρχιεπίσκοπος Κρήτης, κηρύσσει λοιπόν τον ανένδοτο στους χίπις με φιρμάνι τον Ιούνιο του 1968. Τα νέα δημοσιεύονται στις αθηναϊκές εφημερίδες και ξεφεύγουν τελικά από την ελληνική επικράτεια, γινόμενα παγκόσμια είδηση.
Χαρακτηριστικό εδώ είναι το γεγονός ότι το σημαντικό και παγκόσμιας κυκλοφορίας αμερικανικό περιοδικό «Life» στέλνει ανταποκριτή για επιτόπιο ρεπορτάζ στα Μάταλα και το τεύχος του Ιουλίου του 1968 βγαίνει με εξώφυλλο τις σπηλιές και τους χίπις!
Αποτέλεσμα; Οι απανταχού χίπις πληροφορούνται για τον επίγειο παράδεισο της Κρήτης και η κοινότητα μεγαλώνει ακόμα περισσότερο. Τα Μάταλα είναι τώρα παγκοσμίως γνωστά, οι σπηλιές πλημμυρίζουν από κόσμο και το γραφικό ψαροχώρι είναι στο επίκεντρο του χίπικου κινήματος.
Αμερικανοί, Καναδοί, Γερμανοί, Άγγλοι, Γάλλοι, Βέλγοι, Ολλανδοί, Σκανδιναβοί, Αυστραλοί και πολλοί ακόμα βρίσκουν καταφύγιο στα Μάταλα. Οι Έλληνες απουσιάζουν εμφατικά, κατά τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον.
Στο παιχνίδι μπλέκονται τώρα και κρητικές εφημερίδες, που με μειωτικούς χαρακτηρισμούς («βρωμεροί» και «ανώμαλοι») υποδαυλίζουν τα μίση. Κι ενώ οι Κρητικοί δεν είχαν ως τώρα κανένα πρόβλημα με τα παιδιά, εμφανίζονται πια ολοένα και πιο ανήσυχοι για τα όσα -ανυπόστατα ή προπαγανδιστικά- γράφονται σωρηδόν. Ακόμα και για «τρίτο φύλο» έκαναν εξάλλου λόγο πως επιδίωκαν να εγκαθιδρύσουν τα φρικιά!
Το άδοξο τέλος, βλέπε… Χούντα
Μέσα σε όλα, ο εισαγγελέας Ηρακλείου διατάζει έρευνα στις σπηλιές των Ματάλων και η Ασφάλεια ξεκινά τις πρώτες αιφνιδιαστικές επιχειρήσεις. Οι πρώτοι χίπις συλλαμβάνονται για κατοχή ναρκωτικών ουσιών και τα δικαστήρια προβαίνουν σε 17 καταδίκες.
Η κατάσταση παίρνει ακόμα πιο άσχημη τροπή στις αρχές του 1970, όταν αρχίζουν να κυκλοφορούν fake news για ένα παγκόσμιο συνέδριο των χίπις στα Μάταλα. Η είδηση-βόμβα είναι πλαστή και προβοκατόρικη, καθώς στόχο έχει να ρίξει περισσότερο λάδι στη φωτιά.
Η εκκλησία της Κρήτης εντείνει τον αγώνα της κατά του «χιπισμού», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στις ανακοινώσεις του μητροπολίτη Τιμόθεου, και τα τύμπανα του πολέμου έχουν σημάνει για τα καλά με πρόσχημα «το συνέδριον των Ματάλων», όπως διαβάζουμε στα δημοσιεύματα του Φεβρουαρίου-Μαρτίου του 1970. Οι τίτλοι τέλους δεν θα αργήσουν να πέσουν.
Η άνοιξη του 1970 θα είναι το οριστικό φινάλε αυτής της χαμογελαστής παροικίας. Μέχρι εκείνο τον Απρίλιο, η Χούντα των Συνταγματαρχών δεν είχε πάρει επισήμως θέση για τα όσα γίνονταν στα Μάταλα.
Η κατάσταση είναι εξάλλου έκρυθμη και το αποτέλεσμα αβέβαιο. Οι χίπις στέλνουν γράμματα στις πατρίδες τους και κανείς δεν ήθελε να κατηγορηθεί η Ελλάδα για βαρβαρότητα. Ή να υπονομευτεί το τουριστικό ρεύμα προς τη χώρα μας. Μια επιχείρηση-σκούπα θα κηλίδωνε το όνομα της χώρας στο εξωτερικό. Κι έτσι οι πρωτεργάτες του Απριλιανού Πραξικοπήματος τηρούσαν ως τότε επιφυλακτική στάση.
Γιατί άλλαξε η στάση τους, αυτό είναι συζητήσιμο. Κάποιοι ισχυρίζονται πως η απόφαση ήρθε έξωθεν, από τον πανταχού παρόντα αμερικανικό παράγοντα. Ίσως η απάντηση να κρύβεται στον στίχο της καναδής τραγουδοποιού Τζόνι Μίτσελ, που έζησε και ερωτεύτηκε όσο λίγοι τα Μάταλα, που τραγουδούσε «Ας πιούμε στην υγειά αυτών των φρικιών και αυτών των στρατιωτών / Στην υγειά αυτών των δικών μου φίλων».
Στα Μάταλα φέρεται να είχαν καταφύγει και αμερικανοί λιποτάκτες από τον Πόλεμο του Βιετνάμ, κληρωτοί που τους ήρθε το χαρτί για τις ζούγκλες της Ασίας δηλαδή και προτίμησαν τον κρητικό παράδεισο. Οι φοιτητικές διαδηλώσεις δονούν τις ΗΠΑ, έχουν κάποιες φορές αιματηρό αντίκτυπο και κάποιος πρέπει να κάνει κάτι για όλη αυτή την αιμορραγία του έμψυχου στρατιωτικού δυναμικού.
Ο καθιερωμένος μύθος θέλει τον Νίξον να βάζει τον Παπαδόπουλο να κάνει τη βρόμικη δουλειά. Ίσως πάλι η Μίτσελ να αναφερόταν σε έλληνες φαντάρους, καθώς εκεί κοντά υπήρχε ένα στρατόπεδο και τα φαντάρια κατέβαιναν συχνά στα Μάταλα για καμιά δροσερή μπίρα. Και να δουν τα κορίτσια με τα μπικίνι, αλίμονο.
Ποιος να πει με βεβαιότητα αν ήταν αμερικανικής προέλευσης η επέμβαση ή αν αντιθέτως ο Παπαδόπουλος είπε να κάνει το χατίρι του κλήρου και των συντηρητικών κύκλων; Το δεύτερο μοιάζει πάντως πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Όπως κι αν έχει, οι χωροφύλακες εισβάλλουν στο ψαροχώρι τον Μάιο του 1970 και όλα παίρνουν τέλος. Οι περισσότεροι χίπις συλλαμβάνονται. Όσοι γλιτώνουν, διασκορπίζονται σε άλλα μέρη της Κρήτης. Κάποιοι καταφεύγουν στην Ίο.
Η ουτοπία πατάσσεται και οι σπηλιές αδειάζουν. Οριστικά φαίνεται να σφραγίζονται πάντως στη Μεταπολίτευση, το 1977, από την αρχαιολογική υπηρεσία, καθώς συναντάμε μαρτυρίες ανθρώπων που ισχυρίζονται πως πέρασαν για λίγο από τα Μάταλα ακόμα και μετά το ταραχώδες 1970.
Ενδεχομένως το «ντου» της Χούντας να ήταν μια σπασμωδική κίνηση εκείνης της άνοιξης και η ζωή να ξαναβρήκε κάπως τον δρόμο της προς τις σπηλιές. Αν γύρισαν πράγματι οι χίπις, το πράγμα θα ήταν αναμφίβολα διαφορετικό.
Τι μας έμεινε από τα Μάταλα; Η ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Η θεία μου η χίπισσα», που βγήκε στους κινηματογράφους τη χειμερινή σεζόν 1970-1971 και γυρίστηκε πιθανότατα εκείνο το καλοκαίρι.
Αν οι ημίγυμνοι χίπις που βλέπουμε στις σπηλιές είναι πραγματικοί ή κομπάρσοι, και πάλι ποιος να πει; Εμείς είχαμε τώρα τον δικό μας χίπι, τον σπουδαίο Βασίλη Τσιβιλίκα, που με τα μακριά μαλλιά και τα χαϊμαλιά του έφερε τα παιδιά των λουλουδιών στο ελληνικότερο…