Η Ελλάδα άντλησε 2 δισ. ευρώ με επιτόκιο 2,013%
Κατά 2 δισ. ευρώ αυξάνει τα ταμειακά του αποθέματα το ελληνικό Δημόσιο για την αντιμετώπιση της κρίσης που έχει προκαλέσει η πανδημία, μετά τη χθεσινή έκδοση του νέου 7ετούς ομολόγου και την πρώτη έξοδο της Ελλάδας στις αγορές εν μέσω κορωνοϊού, μετά την ένταξή της στο έκτακτο QE της ΕΚΤ. Η έκδοση έγινε σε μια ιδιαιτέρως δύσκολη συγκυρία, καθώς οι ανησυχίες για έκρηξη των δεικτών δημοσίου χρέους στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και ειδικά της Ιταλίας, λόγω της βαθιάς ύφεσης στην οποία αναμένεται να εισέλθουν οι οικονομίες τους το 2020, έχουν οδηγήσει σε σημαντική άνοδο τα spreads και τις αποδόσεις των κρατικών τίτλων.
Οι προσφορές για το 7ετές ομόλογο ξεπέρασαν τα 5,9 δισ. ευρώ –συμπεριλαμβανομένων των 525 εκατ. ευρώ των αναδόχων τραπεζών Citi, Commerzbank, Credit Suisse, Morgan Stanley, Nomura και Societe Generale– με το τελικό επιτόκιο της έκδοσης να διαμορφώνεται στο 2,013% και το κουπόνι στο 2%.
Μέρος της έκδοσης από την οποία αντλήθηκαν 2 δισ. ευρώ από τον ΟΔΔΗΧ καλύφθηκε από τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες μετά και το waiver που έχει δώσει η ΕΚΤ μπορούν πλέον να χρησιμοποιούν τα ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση για την παροχή ρευστότητας, ενώ έχουν αρθεί οι περιορισμοί που είχαν στις θέσεις τους σε αυτούς. Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, 128 επενδυτές εξέφρασαν ενδιαφέρον, ενώ το 12,2% της έκδοσης κατανεμήθηκε σε hedge funds, το 14% σε συνταξιοδοτικά ταμεία, το 38,5% σε διαχειριστές κεφαλαίων, το 33,87% σε τράπεζες και το υπόλοιπο σε άλλους επενδυτές.
Το ύψος των προσφορών ήταν σημαντικά χαμηλότερο από εκείνο του 15ετούς ομολόγου που εξέδωσε ο ΟΔΔΗΧ τον Ιανουάριο (18,8 δισ. ευρώ) και προ κρίσης κορωνοϊού, όταν οι ελληνικές αποδόσεις κινούνταν σε ιστορικά χαμηλά, ωστόσο όπως είχε δηλώσει νωρίτερα ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, στόχος δεν είναι να βγαίνει η Ελλάδα στις αγορές με πολύ μεγάλο ποσό, γιατί οι ανάγκες του Δημοσίου δεν είναι ίδιες με αυτές άλλων χωρών. Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, μέχρι το τέλος Ιουνίου οι ταμειακές ανάγκες της χώρας διαμορφώνονται στα 12-14 δισ. ευρώ, τη στιγμή που τα ταμειακά αποθέματα είναι στα 20 δισ. ευρώ, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα 7,5 δισ. ευρώ των καταθέσεων του κράτους και φορέων, πέραν των 15,7 δισ. ευρώ που αποτελούν το «μαξιλάρι» του ESM και δεν αναμένεται να πειραχτούν.
Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων σημείωσαν ισχυρή άνοδο χθες και ενώ το βιβλίο προσφορών ήταν ανοικτό, ακολουθώντας τις πιέσεις που ασκούνταν στους ιταλικούς τίτλους, με αποτέλεσμα η απόδοση στο ελληνικό 10ετές να φτάσει στο 2,05% και στο υψηλότερο επίπεδο του τελευταίου μήνα, με το spread να διαμορφώνεται στις 253 μονάδες βάσης.
Το επιτόκιο του 2,013% για το νέο 7ετές κινήθηκε πάνω από τις εκτιμήσεις της αγοράς, οι οποίες το είχαν τοποθετήσει έως και το 1,9%, ενδεικτικό του ιδιαίτερα δύσκολου κλίματος που υπάρχει στις αγορές και ειδικά σε μία ημέρα όπως η χθεσινή, όπου το ΔΝΤ προειδοποίησε για εκτόξευση του ελληνικού χρέους άνω του 200% του ΑΕΠ λόγω της ύφεσης του 10% που προκαλεί στην ελληνική οικονομία η πανδημία. Ωστόσο, όπως σημείωσε ο κ. Σταϊκούρας, το επιτόκιο αποτελεί «θετική έκπληξη» καθώς είναι στα ίδια επίπεδα με την αντίστοιχη έκδοση του Ιουλίου του 2019 (1,90%), που έγινε με πολύ καλύτερο τότε διεθνές περιβάλλον, ενώ είναι πολύ χαμηλότερο της αντίστοιχης έκδοσης του Φεβρουαρίου του 2018 (3,5%).
Πάντως, η τιμολόγηση του ελληνικού τίτλου ήταν σίγουρα υψηλότερη από τους αντίστοιχους τίτλους που εξέδωσαν πρόσφατα η Κύπρος και η Πορτογαλία. Το επιτόκιο στο 7ετές της Κύπρου είχε διαμορφωθεί στο 1,564% όπου αντλήθηκε 1,25 δισ. ευρώ, ενώ το 7ετές της Πορτογαλίας είχε επιτόκιο 0,7% με τη χώρα να αντλεί 5 δισ. ευρώ.
Οπως σχολιάζει στην «Κ» ο Ντάνιελ Λενζ, αναλυτής της αγοράς ομολόγων της DZ Bank, η σύγκριση με την Πορτογαλία και την Κύπρο δεν είναι τόσο εύκολη, καθώς και οι δύο χώρες έχουν «επενδυτική βαθμίδα» και σε περιόδους έντονων αναταραχών όπως η σημερινή, αυτός ο παράγοντας μετράει. Πάντως, ο κ. Λενζ χαρακτηρίζει αρκετά ισχυρή την ελληνική έκδοση καθώς συγκεντρώθηκαν σχεδόν 6 δισ., με την Ελλάδα να αντλεί το 1/3, ενώ το τελικό επιτόκιο κινήθηκε 10 μ.β. χαμηλότερα από το αρχικό.