Η Ελλάδα μπορεί να σημειώσει την υψηλότερη ανάπτυξη στην Ευρωζώνη


Η Ελλάδα πρέπει να χρησιμοποιήσει τις επιχορηγήσεις και τα φθηνά δάνεια από το Ταμείο για να ενισχύσει το σύστημα υγείας, την εκπαίδευση και να στηρίξει την επιχειρηματικότητα ώστε να αναχαιτιστεί η ανεργία, τονίζουν στην «Κ» κορυφαίοι οικονομολόγοι.

Ενίσχυση του συστήματος υγείας και της εκπαίδευσης, επενδύσεις, μείωση φόρων, στήριξη της επιχειρηματικότητας, αναχαίτιση της αύξησης της ανεργίας και αναπτυξιακές πολιτικές είναι οι τομείς όπου η Ελλάδα, σύμφωνα με οικονομoλόγους, πρέπει να αξιοποιήσει τα χρήματα που μπορεί να λάβει από το Ταμείο Ανάκαμψης που προτείνει η Κομισιόν, βελτιώνοντας έτσι σημαντικά τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.

Το ποσό των περίπου 32 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και δάνεια, το οποίο ξεπερνάει το 17% του ελληνικού ΑΕΠ, αποτελεί μία σημαντική ευκαιρία για την Ελλάδα την «επόμενη ημέρα» της πανδημίας, έτσι ώστε να επιστρέψει με μεγάλη ταχύτητα στην οδό ανάκαμψης της οικονομίας, που σταμάτησε βίαια τον Φεβρουάριο. Σύμφωνα, μάλιστα, με τις εκτιμήσεις της Oxford Economics, η Ελλάδα –αν το αξιοποιήσει σωστά– αναμένεται τα επόμενα τέσσερα χρόνια να σημειώσει την υψηλότερη ανάπτυξη στην Ευρωζώνη χάρη σε αυτό το ευρωπαϊκό σχέδιο, με την αύξηση του ΑΕΠ να είναι πάνω από 3,5% μεγαλύτερη το 2021-2024 από ό,τι αναμενόταν πριν από την πρόταση. Οι χώρες, όπως η Ελλάδα, που κινδύνευαν περισσότερο από μία πολύ αργή ανάκαμψη από την ύφεση, θα είναι και οι μεγαλύτεροι νικητές, όπως σημειώνει.

Το Ταμείο Ανάκαμψης προορίζεται για την ανάκαμψη μετά την πανδημία, όχι για την κάλυψη του κόστους της πανδημίας φέτος (εκτός από ένα πολύ μικρό μέρος αφιερωμένο στο 2020), σημειώνει στην «Κ» ο Χόλγκερ Σμίεντινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank. Οπως και άλλες χώρες, η Ελλάδα θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τις επιχορηγήσεις και τα φθηνά δάνεια από το ταμείο από το 2021 και μετά, για να ενισχύσει περαιτέρω το εθνικό σύστημα υγείας, για επενδύσεις και για την κάλυψη του κοινωνικού κόστους της πανδημίας και την επακόλουθη αύξηση της ανεργίας τα επόμενα χρόνια. Ιδανικά, η Ελλάδα θα πρέπει να χρησιμοποιήσει επίσης μέρος των χρημάτων αυτών για να μειώσει τους εταιρικούς φόρους και να καταστήσει τη χώρα πιο ελκυστική για επενδύσεις.

Η γραμμή του ESM

Για να βοηθήσει με το κόστος της κρίσης το 2020, η Ελλάδα θα πρέπει να προσφύγει στην πιστωτική γραμμή του ESM, κατά την άποψη του κ. Σμίεντινγκ. Αυτή η επιλογή θα ήταν πολύ φθηνότερη από τον δανεισμό από τις αγορές. Η Ελλάδα πρέπει να χρησιμοποιήσει αυτήν την εξοικονόμηση κόστους για ορισμένα πρόσθετα στοχευμένα μέτρα το 2020, προκειμένου να βοηθήσει εκείνους που πλήττονται περισσότερο από την πανδημία και την τρέχουσα ύφεση. Η λήψη χρημάτων από τον ESM σίγουρα κουβαλάει και ένα «στίγμα». Αλλά επειδή δεν θα περιλαμβάνει όρους τρόικας, θα ήταν καλό για τη χώρα να πάρει τα φθηνά δάνεια.

Η χρήση της πιστωτικής γραμμής του ESM έχει νόημα για την Ελλάδα, υποστηρίζει και ο Ζολτ Νταρβάς, senior fellow στο Ινστιτούτο Bruegel στις Βρυξέλλες. «Δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει ήδη πολλά δάνεια από τον ESM και το επιτόκιο των ελληνικών ομολόγων είναι σημαντικά υψηλότερο από τα επιτόκια του Μηχανισμού (που θα είναι σχεδόν μηδενικά), θα ήταν λογικό για την Ελλάδα να υποβάλει σχετική αίτηση», όπως σημειώνει στην «Κ». «Μία τέτοια κίνηση σηματοδοτεί βέβαια πως μία χώρα έχει αδύναμα δημόσια οικονομικά, οπότε για κράτη που έχουν χαμηλό κόστος δανεισμού φαίνεται πιο λογική η μη χρήση της», προσθέτει. «Επίσης, το υγειονομικό κόστος που σχετίζεται με πανδημία μέχρι στιγμής είναι πολύ χαμηλότερο από το 1% του ΑΕΠ, οπότε πολλές χώρες μπορεί να μη θεωρούν χρήσιμο να δανειστούν από τον ESM μόνο για μία ελάχιστη εξοικονόμηση τόκων».

Αντιθέτως, η οικονομολόγος της Capital Economics, Μέλανι Ντεμπόνο, θεωρεί πως η Ελλάδα δεν χρειάζεται τη «λύση» του ESM. «Οι πιστωτικές γραμμές του ESM είναι δάνεια και όχι επιχορηγήσεις και επομένως είναι λιγότερο ελκυστικές προς το παρόν, δεδομένου του βαθμού μείωσης των αποδόσεων των ομολόγων. Υπάρχει εξοικονόμηση επειδή το επιτόκιο του ESM θα είναι τόσο χαμηλό, αλλά είναι μικρή. Επίσης, οι γραμμές αυτές είναι αρκετά μικρές, στο 2% του ΑΕΠ για κάθε χώρα, ενώ πολιτικά δεν είναι ελκυστικές».

Ανάλογες είναι και οι απόψεις της ιδρύτριας της Αda Economics και επικεφαλής οικονομολόγου της Wood & Co, Ραφαέλα Τενκόνι, καθώς θεωρεί πως μία χώρα που βρίσκεται σε τόσο ισχυρή θέση χρηματοδότησης, όπως η Ελλάδα, δεν υπάρχει λόγος να προσφύγει στον ESM. Οπως σημειώνει στην «Κ», η εξοικονόμηση όσον αφορά το κόστος χρηματοδότησης είναι μικρή και θα ήταν πιο λογικό η ελληνική κυβέρνηση να κινηθεί προς ενέργειες που «κινητοποιούν» την αγορά των ελληνικών ομολόγων, έτσι ώστε να χτιστεί η επενδυτική εμπιστοσύνη προς αυτά. Κατά την κ. Τενκόνι, τα ελληνικά ομόλογα είναι μία επένδυση με μεγάλη αξία μακροπρόθεσμα.

Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τα κεφάλαια που θα προσφέρει η Κομισιόν για τη χρηματοδότηση τομέων που θα βοηθούσαν πραγματικά μακροπρόθεσμα την οικονομία και την παραγωγικότητα, σύμφωνα με την κ. Τενκόνι. Για παράδειγμα, η καλύτερη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης: καλύτερες υπηρεσίες διά βίου εκπαίδευσης, καλύτερες υπηρεσίες εκπαίδευσης για τα υποχρεωτικά έτη. Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αξιοποιήσει αυτά τα χρήματα για τη στήριξη της επιχειρηματικότητας, όπως η χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση για νεοσύστατες επιχειρήσεις και μικρότερες εταιρείες κατά τα πρώτα έξι χρόνια λειτουργίας τους, όπως επισημαίνει. Η πρόταση της Κομισιόν είναι πιθανό να αντιμετωπίσει σημαντική αντίσταση από τους… συνήθεις υπόπτους (Αυστρία, Σουηδία, Δανία, Ολλανδία), και έτσι το μέγεθος του Ταμείου Ανάκαμψης είναι πιθανό να μειωθεί από τα 750 δισ. σε 500 δισ. ευρώ, όπως εκτιμά μιλώντας στην «Κ» ο Σεμπάστιεν Γκάλι, στρατηγικός αναλυτής της Nordea Asset Management.

Αύξηση εσόδων

Οταν τελικά διατεθούν τα χρήματα, η Ελλάδα θα μπορεί πιο εύκολα να δανειστεί κεφάλαια από τις αγορές και με καλύτερους όρους, και με τη σειρά του αυτό σημαίνει σημαντική βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας το 2021, και ειδικά στο δεύτερο εξάμηνο, και συνεπώς αύξηση των φορολογικών εσόδων, εκτιμά ο κ. Γκάλι.

Σε δεύτερο χρόνο και όχι άμεσα, δηλαδή σε έναν χρόνο περίπου, οι αγορές και η Βόρεια Ευρώπη θα αρχίσουν να επικεντρώνονται στην αξιοποίηση των κεφαλαίων αυτών προς την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων που θα αυξήσουν την παραγωγικότητα, τονίζει.

Το σημαντικό, πάντως, είναι πως πλέον υπάρχει η αίσθηση ευρέως ότι όσο δυσλειτουργική και αν είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση, έχει ένα δίχτυ ασφαλείας που δεν εξαρτάται μόνο από την ΕΚΤ, και αυτό θα έχει τεράστια επίδραση στην ψυχολογία των νοικοκυριών και των εταιρειών στην Ελλάδα, όπως και των επενδυτών.

kathimerini.gr