Η Ελλάδα δανείζεται φθηνότερα από την Ιταλία
Τα ελληνικά ομόλογα έχουν επωφεληθεί περισσότερο από τις αγορές στις οποίες προχωρεί η ΕΚΤ μέσω του νέου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (PEPP), τονίζουν η DZ Bank και η Citigroup.
Συνέχιση των πολύ καλών επιδόσεων που σημειώνουν το τελευταίο διάστημα τα ελληνικά ομόλογα «βλέπουν» οι αναλυτές, τονίζοντας ότι έχουν πολλά «όπλα» τα οποία θα τα κάνουν να ξεχωρίσουν και να υπεραποδώσουν έναντι των υπόλοιπων κρατικών τίτλων στην Ευρωζώνη. Μεταξύ αυτών των πλεονεκτημάτων τοποθετούν την ενίσχυση των θέσεων των ελληνικών τραπεζών σε αυτά μέσω της επανεπένδυσης της φθηνής ρευστότητας που αντλούν από την ΕΚΤ, τη συμμετοχή της Ελλάδας στο έκτακτο QE, τις προοπτικές δημιουργίας του Ταμείου Ανάκαμψης της Ε.Ε., τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού Δημοσίου, καθώς και την πιθανότητα επιστροφής των αναβαθμίσεων της χώρας από τους διεθνείς οίκους.
Oπως παρατηρεί η DZ Bank, τα ελληνικά ομόλογα έχουν επωφεληθεί το περισσότερο από τις αγορές στις οποίες προχωρεί η ΕΚΤ μέσω του νέου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (PEPP) και, όπως εκτιμά, θα συνεχίσουν να το κάνουν. Από τα υψηλά του Μαρτίου τα ελληνικά spreads έχουν μειωθεί σημαντικά και κινούνται προς τα χαμηλά έτους, ενώ ολόκληρη η ελληνική καμπύλη διαπραγματεύεται σε χαμηλότερα επίπεδα από την ιταλική, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει «επενδυτική βαθμίδα».
Αξίζει να σημειώσουμε πως η απόδοση του νέου 10ετούς ομολόγου που εκδόθηκε στις αρχές του μήνα με απόδοση 1,568% έχει υποχωρήσει στο 1,26%, ενώ το spread έναντι της Γερμανίας δια-μορφώνεται στις 170 μ.β. Ουσιαστικά, το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου έχει σημειώσει βουτιά της τάξης του 68% από τα μέσα Μαρτίου και πριν από την ανακοίνωση του PEPP. Την ίδια στιγμή, η απόδοση των 10ετών ιταλικών ομολόγων κινείται στο 1,37%.
Παράλληλα με τη θετική επίδραση της ΕΚΤ, η ελληνική αγορά επωφελείται επίσης και από την επιτυχή διαχείριση της πανδημίας από την ελληνική κυβέρνηση, όπως επισημαίνει η DZ Bank, ενώ άλλος ένας παράγων που θα στηρίξει την πορεία τους είναι το γεγονός πως, παρά την απότομη ύφεση που αναμένεται φέτος, το «χτύπημα» στην ελληνική οικονομία θα είναι μικρότερο από ό,τι σε άλλες χώρες της Μεσογείου. Σύμφωνα μάλιστα με τις εκτιμήσεις της, τα σημάδια ανάκαμψης έχουν ήδη αρχίσει να ενισχύονται μετά την επανεκκίνηση της οικονομίας και του τουρισμού.
Ενα επίσης μεγάλο όπλο της Ελλάδας και των ελληνικών ομολόγων, κατά την DZ Bank, είναι πως η χώρα θα επωφεληθεί το περισσότερο από το σχέδιο της Κομισιόν για το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς οι επιχορηγήσεις και τα δάνεια (17% του ΑΕΠ) θα αντισταθμίσουν και με το παραπάνω το έλλειμμα στον προϋπολογισμό αυτού του έτους. Ακόμα και στην περίπτωση που υπάρξουν καθυστερήσεις σε αυτό το σχέδιο, τονίζει, οι επενδυτές θα προτιμήσουν τα ελληνικά ομόλογα καθώς η Ελλάδα διαθέτει ένα μεγάλο ταμειακό απόθεμα και επίσης στοχεύει στη διατήρηση της παρουσίας της στις αγορές.
Οι 4 λόγοι της Citigroup
Για τη Citigroup, τέσσερις είναι οι λόγοι που θα στηρίξουν τη συνέχιση της υπεραπόδοσης των ελληνικών ομολόγων σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους τίτλους στην Ευρωζώνη.
Πρώτον, το πρόγραμμα TLTRO ΙΙΙ της ΕΚΤ –το οποίο επιτρέπει στις τράπεζες της Ευρωζώνης να δανείζονται από 50 μ.β. έως και 100 μ.β. χαμηλότερα σε σχέση με το επιτόκιο καταθέσεων– θα οδηγήσει τις τράπεζες να επενδύσουν αυτή τη φθηνή ρευστότητα που αντλούν σε κρατικά ομόλογα, κάτι που θα είναι ιδιαιτέρως υποστηρικτικό για τους τίτλους της περιφέρειας και ειδικά για τα ελληνικά ομόλογα.
Δεύτερον, το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε., το οποίο η Citi αναμένει ότι θα εγκριθεί τελικά και η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ο μεγαλύτερος δικαιούχος.
Τρίτον, οι αγορές ελληνικών ομολόγων υπό το νέο πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ θα είναι μεγαλύτερες φέτος (19 δισ. ευρώ) από το ύψος των ακαθάριστων εκδόσεων της Ελλάδας το 2020 (10 δισ. ευρώ).
Και, τέταρτον, καθώς η Citi προβλέπει ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μετά την ύφεση θα είναι ισχυρή, θα οδηγήσει σε αναβαθμίσεις της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης το 2021.