Η Ελλάδα και οι προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής


Την ώρα που η νεολαία σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αφυπνίζεται για το μεγάλο πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και η αρμόδια Διακυβερνητική Επιστημονική Επιτροπή προειδοποιεί πως η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη πρέπει να μείνει κάτω του 1,5 βαθμού Κελσίου, στην Ελλάδα η συζήτηση για τη διαταραχή του κλίματος της γης παραμένει περιορισμένη.

Την ίδια ώρα, η χώρα μας βρίσκεται σε μια περιοχή (Μεσόγειος) που σύμφωνα με όλα τα μοντέλα πρόβλεψης αποτελεί hotspot των αρνητικών επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης, ενώ οι μέχρι τώρα προσπάθειες για μείωση των εκπομπών των αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου υπολείπονται σημαντικά των ευρωπαϊκών επιδόσεων. Ταυτόχρονα, τα μέτρα μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (ΑτΘ) μπορούν να έχουν, με τον κατάλληλο δημοκρατικό σχεδιασμό, θετικό περιβαλλοντικό και κοινωνικό αντίκτυπο. Σε αντίθετη περίπτωση, το κόστος από τα αυξανόμενα δικαιώματα εκπομπής που πρέπει να αγοράζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις, με πρώτη τη ΔΕΗ, θα είναι δυσβάστακτο.

Οι συζητήσεις για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (διοξείδιο του άνθρακα, μεθάνιο, μονοξείδιο του αζώτου κ.ά.) ξεκίνησαν σε διακρατικό επίπεδο στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και κατέληξαν σε μια πρώτη συμφωνία στο Κιότο το 1997 (Πρωτόκολλο του Κιότο). Στο πλαίσιο αυτό τέθηκαν στόχοι για μείωση των εκπομπών την πενταετία 2008-2012, σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Στο πλαίσιο αυτό διαμορφώθηκαν και συγκεκριμένοι στόχοι σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι οποίοι στη συνέχεια ανανεώθηκαν για τα επόμενα έτη. Την περίοδο 1990-2016 η Ε.Ε. μείωσε τα αέρια του θερμοκηπίου κατά 24% σε σχέση με το 1990, ενώ αντίστοιχα η Ελλάδα μόνο κατά 11,1%.

«Είναι εντυπωσιακή η διαφορά, αλλά πρέπει να καταλάβουμε πώς προήλθε. Κατ’ αρχάς, δεν είχαν όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. τους ίδιους στόχους. Σε άλλες χώρες, με ανεπτυγμένη βιομηχανία, τέθηκε στόχος για μεγάλες μειώσεις. Η Ελλάδα, που ήταν πιο πίσω αναπτυξιακά, δεσμεύθηκε αρχικά για συγκράτηση της ανόδου των εκπομπών, δηλαδή να αυξηθούν λιγότερο από 25% μέχρι τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Μετά θα έπρεπε να ξεκινήσει η μείωση», εξηγεί στην «Κ» ο κ. Σεβαστιανός Μοιρασγεντής, ερευνητής στο Αστεροσκοπείο Αθηνών.

Ο κ. Μοιρασγεντής σημειώνει πως στο ζήτημα της διαχείρισης των εκπομπών ΑτΘ από την Ελλάδα υπάρχουν τρεις περίοδοι. «Η πρώτη της μεγέθυνσης μέχρι το 2005, όταν οι εκπομπές έφτασαν περίπου τους 133 εκατ. τόνους ισοδύναμου CO2, από 103,1 εκατ. τόνους το 1990. Από τότε αρχίζει η αποκλιμάκωση και μπαίνουμε στη δεύτερη περίοδο, η οποία επιταχύνεται με την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης. Πολλά εργοστάσια κλείνουν, ενώ μειώνεται και η κατανάλωση ενέργειας κυρίως, καθώς πολλά νοικοκυριά δεν μπορούν να θερμάνουν το σπίτι τους. Πρόκειται για μια τραγική κατάσταση. Ταυτόχρονα, μειώνονται οι εκπομπές κυρίως στην ηλεκτροπαραγωγή, μέσω της σοβαρής ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αλλά και του φυσικού αερίου, που έχει μικρότερες εκπομπές ΑτΘ. Από το 2008 μέχρι και το 2015 η Ελλάδα παρουσιάζει σημαντική μείωση των εκπομπών, ως συνδυαστικό αποτέλεσμα της κρίσης και των παρεμβάσεων», λέει ο κ. Μοιρασγεντής.

Το ερώτημα είναι τι κάνουμε στην τρίτη περίοδο, η οποία έχει αρχίσει από το 2017, όταν η οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται. Το 2017 υπήρχε αύξηση των εκπομπών στην Ελλάδα κατά 2,9%, όταν στην Ε.Ε. ήταν 0,7%. Από την άλλη, τα προσωρινά στοιχεία για τον ενεργειακό τομέα το 2018 δείχνουν μείωση στην Ελλάδα 3,9%, και στην Ε.Ε. μείωση 2,8%.

«Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν θα μπορέσει να αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία βγαίνοντας από την κρίση, χωρίς αύξηση εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, αλλά με τις αναγκαίες μειώσεις», λέει στην «Κ» η κ. Θεοδώρα Αντωνακάκη, επιστημονική γραμματέας της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής, που έχει συστήσει η Τράπεζα της Ελλάδος. «Η Ελλάδα είναι πολύ κοντά στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που έχουν τεθεί μέχρι το 2020, αλλά πρέπει να είμαστε έτοιμοι για αναπροσαρμογή των στόχων. Ηδη, η επιστημονική κοινότητα θεωρεί πως χρειάζεται πιο μεγάλη μείωση των εκπομπών. Το ερώτημα είναι τι θα κάνουν οι πολιτικοί», συμπληρώνει η κ. Αντωνακάκη, σημειώνοντας πως το τελευταίο διάστημα οι κεντρικές τράπεζες βάζουν το θέμα της κλιματικής αλλαγής στα κριτήρια χάραξης πολιτικής και διαμόρφωσης χρηματοοικονομικών εργαλείων. «Τεχνολογικές λύσεις υπάρχουν, αλλά πρέπει να προσέχουμε η χρήση τους να οδηγεί σε μείωση της κατανάλωσης ενέργειας. Για παράδειγμα, οι λαμπτήρες led είναι πολύ πιο αποδοτικοί ενεργειακά. Εάν όμως βάζουμε πολύ περισσότερους σε ένα δήμο δεν έχουμε ενεργειακό όφελος», αναφέρει η κ. Αντωνακάκη.

Το Εθνικό Σχέδιο

Και η Ελλάδα, όπως όλες οι χώρες, θα βρεθεί μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις για να αναχαιτιστεί η σημερινή ξέφρενη πορεία διαταραχής του κλίματος. Τον Δεκέμβριο του 2018 το υπουργείο Ενέργειας ανακοίνωσε το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, το οποίο από περιβαλλοντικές οργανώσεις –όπως το WWF και η Greenpeace– χαρακτηρίστηκε ανεπαρκές, καθώς η μείωση των εκπομπών που προβλέπει δεν αντιστοιχεί στον στόχο περιορισμού της θερμοκρασιακής αύξησης στον 1,5 βαθμό Κελσίου. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος απαιτούνται πολύ μεγάλες μειώσεις στα ΑτΘ. «Μείωση εκπομπών κατά 80% στον ενεργειακό τομέα μέχρι το 2050 αποτελεί εθνική υποχρέωση», τονίζει η Ομάδα Ενεργειακού Σχεδιασμού και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Αστεροσκοπείου στην παρέμβασή της στη δημόσια διαβούλευση.

Μέτρα με οικονομικό και κοινωνικό όφελος

Η έγκαιρη ανταπόκριση στους κλιματικούς στόχους δεν είναι μόνο περιβαλλοντικά αναγκαία αλλά και οικονομικά απαραίτητη. Για να περιορίσει τη χρήση υδρογονανθράκων και τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει θεσπίσει τα δικαιώματα εκπομπών, τα οποία πλέον δεν παρέχονται δωρεάν αλλά αγοράζονται. Μάλιστα, το κόστος τους έχει ανοδική πορεία. Σήμερα, το κόστος αγοράς δικαιώματος εκπομπής ενός τόνου διοξειδίου του άνθρακα (CO2) είναι 22,5 ευρώ, ενώ πριν από μερικά χρόνια ήταν μόλις 5 ευρώ. Το 2017, οι σταθμοί λιγνίτη της ΔΕΗ εξέπεμψαν 22,6 εκατ. τόνους CO2, το 25% του συνόλου στη χώρα μας. Με τις σημερινές τιμές απαιτούνται 508 εκατ. ευρώ τον χρόνο μόνο για αγορά δικαιωμάτων εκπομπών από τη ΔΕΗ.

«Αυτό είναι το πρώτο μεγάλο πρόβλημα του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Δεν μπορεί να υπάρχει στο ενεργειακό πλάνο για τις επόμενες δεκαετίες η καύση λιγνίτη και μάλιστα η δημιουργία νέων σταθμών. Στο μέλλον το κόστος των δικαιωμάτων εκπομπών μπορεί να φτάσει και τα 80 ευρώ/τόνος», τονίζει ο κ. Μοιρασγεντής. «Αρα πρέπει να σχεδιάσουμε ένα ενεργειακό μέλλον χωρίς άνθρακα, με εξοικονόμηση ενέργειας, ΑΠΕ, αποθήκευση ενέργειας», συμπληρώνει.

Η προσπάθεια μείωσης ενεργειακών απαιτήσεων και εκπομπών μπορεί και πρέπει να έχει κοινωνικό προσανατολισμό. Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν πολλά παλιά σπίτια, που είναι ενεργειακά διάτρητα, χωρίς σωστή μόνωση. Σε πολλά από αυτά ζουν φτωχές οικογένειες που παγώνουν τον χειμώνα και λιώνουν το καλοκαίρι. Οσες οικογένειες μπορούν, δαπανούν μεγάλα ποσά για ενεργοβόρες λύσεις θέρμανσης ή ψύξης. Επίσης, τον χειμώνα παρατηρείται καύση ακατάλληλων υλικών, που δηλητηριάζουν τον αέρα. «Το ΕΣΕΚ προτείνει την ενεργειακή αναβάθμιση 40.000 κατοικιών το έτος, με μια επέκταση του προγράμματος “Εξοικονομώ”. Υπάρχουν δύο προβλήματα εδώ: το πρώτο είναι πως πρέπει να γίνουν ριζικές ανακαινίσεις σπιτιών για ενεργειακή θωράκιση, όχι μπαλώματα χωρίς όφελος εξοικονόμησης. Το δεύτερο είναι πως στο τρέχον πρόγραμμα δεν μπορούν να συμμετέχουν οι πιο φτωχές οικογένειες, δεν μπορούν να βάλουν τη συμμετοχή. Απαιτούνται άλλες λύσεις: Στη Γαλλία, για παράδειγμα, σε ορισμένες περιπτώσεις αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου το κράτος με τυποποιημένο και ενιαίο τρόπο τις αναβαθμίσεις των σπιτιών», λέει ο κ. Μοιρασγεντής.



Πηγή